Η Ασπασία ήταν ένα πολύ
ζωηρό κορίτσι που σπάνια άκουγε την μαμά της. Της άρεσε να κάνει συνέχεια
ζημιές στο σπίτι, για να τραβάει την προσοχή της. Την τελευταία φορά, ζωγράφισε
με τους μαρκαδόρους της τον τοίχο της κουζίνας. Η μαμά της, τη μάλωσε και δεν
την άφησε να δει τηλεόραση για τρεις ολόκληρες μέρες.
Μια παραμονή Χριστουγέννων
είχε τα γενέθλιά της, έκλεινε τα 5. Η μητέρα, της ετοίμασε μία γενέθλια γιορτή
και κάλεσε τις φίλες της και μερικούς συγγενείς τους. Ανάμεσά τους και την
αγαπημένη της νονά. Η Ασπασία λάτρευε την νονά της, γιατί δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι.
«Τι θέλει το κορίτσι μου να του φέρω δώρο για τα γενέθλια του;», τη ρώτησε
λίγες ημέρες πριν.
«Θέλω μία
χριστουγεννιάτικη κούκλα», της απάντησε. Η μαμά της όμως, τη μάλωσε λέγοντάς
της ότι δεν είναι σωστό να ζητάμε εκ των προτέρων δώρα, αλλά να δεχόμαστε με
αγάπη ό,τι δώρα μας φέρνουν. Η Ασπασία έκανε ότι δεν άκουσε και επέμενε στο
τηλέφωνο για τη χριστουγεννιάτικη κούκλα. Η μαμά είχε στολίσει τόσο όμορφα το
σπίτι για τα γενέθλιά της αλλά και για τις χριστουγεννιάτικες γιορτές. Είχε
κρεμάσει μία πράσινη γιρλάντα στο τζάκι, στην οποία κρέμονταν διάφανες μπάλες,
γεμάτες ψεύτικο χιόνι. Δίπλα είχε στολίσει ένα δίμετρο χριστουγεννιάτικο
ψεύτικο έλατο, φορτωμένο με εκατοντάδες λαμπιόνια και φούξια κρυστάλλινες
μπάλες. Είχε στολίσει με χιόνι από βαμβάκι τα μακριά κλαδιά του και στην κορυφή
τοποθέτησε ένα τεράστιο φούξια αστέρι, που ολοκλήρωνε το όμορφο θέαμα.
Οι καλεσμένοι άφησαν
όλα τα δώρα της Ασπασίας κάτω από το έλατο, για να τα ανοίξει, όταν θα έφευγαν.
Η Ασπασία έκανε συνέχεια σαν μωρό, κατά τη διάρκεια των γενεθλίων της, κάτι που
στεναχωρούσε τη μαμά της. «Θέλω να ανοίξω τα δώρα μου!», έλεγε συνέχεια. «Όταν
θα φύγουν οι καλεσμένοι μας.», της απαντούσε η μαμά. «Θέλω τώρα να φύγουν...»,
συνέχιζε την άσχημη συμπεριφορά της. Η καημένη η μαμά της στεναχωριόταν που η
Ασπασία δεν την άκουγε καθόλου και έκανε μόνο του κεφαλιού της. Η νονά
παρατηρούσε τη συμπεριφορά της βαφτιστήρας της και πόσο στεναχωριόταν η μαμά
της. Λίγο πριν φύγουν όλοι οι καλεσμένοι η μαμά εξομολογήθηκε στη νονά πόσο
πολύ την κούραζε η συμπεριφορά της βαφτιστήρας της που όλο ήθελε να περνάει το
δικό της και δεν έλεγε με τίποτα να μεγαλώσει. Υπήρχαν μέρες που η Ασπασία της
ζητούσε ξανά την πάνα και την πιπίλα της. Η νονά που συμπονούσε πολύ τη μαμά
της είπε να μη στεναχωριέται άλλο. «Που ξέρεις... Σήμερα που είναι Παραμονή
Χριστουγέννων μπορεί να γίνει κάποιο θαύμα και να αλλάξει την συμπεριφορά της!».
Πριν σβήσει τα κεράκια
στην τούρτα, η Ασπασία έκανε από μέσα της μια ευχή, να τραβάει όλη την ώρα και
με κάθε τρόπο την προσοχή της μαμάς της. Της έκαναν πολλά δώρα , αλλά φυσικά
ξεχώρισε της νονάς της. Μέσα σ' ένα μεγάλο κουτί με μια φούξια κορδέλα κρυβόταν
μια πελώρια χριστουγεννιάτικη κούκλα. Ήταν γύρω στα πενήντα εκατοστά, φορούσε
ένα κόκκινο βελούδινο φόρεμα και μία λευκή μπέρτα, ενώ στο κεφάλι της είχε έναν
σκούφο σαν του Άγιου Βασίλη.
Η Ασπασία πέταξε από τη
χαρά της. Την έσφιξε στην αγκαλιά της και της υποσχέθηκε ότι θα γίνονταν πολύ
καλές φίλες. Η κούκλα την κοιτούσε χαμογελαστή με τα δυο τεράστια μάτια της.
Το ίδιο βράδυ η
Ασπασία, κουρασμένη αλλά ευχαριστημένη έπεσε στο κρεβάτι αγκαλιά με την κούκλα
της. Κάποια στιγμή, μέσα στην νύχτα, άκουσε μια κοριτσίστικη μελωδική φωνή: «Άσπασία
ξύπνα, ήρθε η ώρα να παίξεις με την Αταξία». Πριν καλά – καλά ανοίξει τα μάτια
της, η μεγαλόσωμη ξανθιά κούκλα είχε φύγει από την αγκαλιά της και έτρεχε
γρήγορα προς το σαλόνι. Η Ασπασία άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, αλλά δεν
μπορούσε. Ήταν σαν να είχε καταπιεί τη γλώσσα της. Η Αταξία είχε ήδη φτάσει και
είχε προλάβει να ανέβει επάνω στο τζάκι. Γύρισε, κοίταξε την Ασπασία, της
χαμογέλασε και άρχισε να πετάει κάτω ό,τι έβρισκε μπροστά της.
Στην αρχή έριξε κάτω
την πράσινη κορδέλα από το τζάκι. Η γιρλάντα γέμισε το πάτωμα με τις πράσινες
βελόνες της και οι χριστουγεννιάτικες μπάλες σκόρπισαν.
Στο τέλος, μες την
τρελή χαρά χτυπούσε παλαμάκια τραγουδώντας:
"Ένα δύο τρία, μικρή
μου Ασπασία,
ένα δύο τρία , πιασ’
την Αταξία".
Χοροπηδούσε από 'δω κι
από ‘κει , μέχρι που κάποια στιγμή κοντοστάθηκε μπροστά στο δέντρο και κοίταξε
πονηρά την Ασπασία. Με μιας, έδωσε μία τεράστια κλωτσιά στο χριστουγεννιάτικο
δέντρο και εκείνο έπεσε κάτω τραντάζοντας το έδαφος. Τα πανέμορφα στολίδια που
έπεσαν κάτω, έγιναν χίλια κομμάτια.
Άρχισε να γελάει με ένα
μοχθηρό γέλιο και φώναξε με όλη της τη δύναμη «μαμάαα!». Η Ασπασία δεν πίστευε
στ' αφτιά της. Κρύος ιδρώτας έλουσε το μέτωπό της. Πριν όμως προλάβει να βρει
μια κρυψώνα να κρυφτεί για πάντα εκεί μέσα, η μαμά εμφανίστηκε στη πόρτα του
σαλονιού.
Η μαμά είχε μείνει
άφωνη μ' αυτά που αντίκρισε. Η Ασπασία έκλεισε τα μάτια και τ ' αφτιά της
περιμένοντας να την ακούσει να βάζει τις φωνές. Εκείνη, όμως, τη τιμώρησε με
την πιο σκληρή τιμωρία του κόσμου!
«Ασπασία, ως εδώ ήταν,
δεν θα σε ανεχτώ άλλο σ' αυτό το σπίτι! Δεν σ’ αγαπάω πια...!». Αυτό είπε η
μαμά της, γύρισε την πλάτη της κι έφυγε.
Δάκρυα άρχισαν να
κυλάνε από τα μάτια της Ασπασίας. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόση στεναχώρια.
Μέχρι τότε, όλα όσα έκανε, της φαίνονταν ένα αστείο παιχνίδι. Τώρα πια δεν
ήξερε τι να σκεφτεί. «Απαίσια κούκλα! Εσύ φταις για όλα! Θέλω να χαθείς από την
ζωή μου για πάντα!», της φώναξε και άρχισε να μονολογεί. «Θέλω η μαμά μου να μ'
αγαπάει όπως πριν, δεν θέλω να ξανακάνω ποτέ αταξίες». Γύρισε, κοίταξε την
κούκλα και την έσπρωξε μακρυά της φωνάζοντας «φύγε, φύγε!». Άλλα εκείνη
γαντζώθηκε επάνω της και δεν έφευγε με τίποτα.
Τότε ακούστηκε η φωνή
της μαμάς:
«Ασπασία ξύπνα! Ένα
όνειρο είναι!»
«Τι έγινε, έφυγε;»
«Ποιος να φύγει κορίτσι
μου;»
«Η Αταξία!»
«Ποιο είναι αυτή;»
«Η Αταξία, η κούκλα που
μου χάρισες στα γενέθλια μου»
«Αταξία τη λένε;»,
ρώτησε η μαμά.
«Ναι και ξέρεις τι
έκανε; Ζωντάνεψε και πήγε στο σαλόνι, έκανε ένα σωρό ζημιές, μετά είπε ψέματα
ότι τις έκανα εγώ και εσύ είπες ότι δεν μ' αγαπάς πια!»
«Εγώ είπα κάτι τέτοιο;
Αποκλείεται, δεν θα το έλεγα ποτέ αυτό.»
«Αλήθεια μανούλα; Ακόμη
κι αν έκανα πολλές ζαβολιές και αταξίες;»
«Ούτε αυτό είπα. Δεν
μου αρέσει να κάνεις σαν μωρό, ούτε να κάνεις αταξίες. Και οι δυο μας
κουραζόμαστε πολύ για να συμμαζέψουμε μετά. Άσε που κάποια στιγμή μπορεί να
χτυπήσεις κατά λάθος. Αλλά δεν θα σε άλλαζα με τίποτα στον κόσμο, γιατί είσαι η
κόρη μου και σε λατρεύω!»
«Είσαι η καλύτερη μανούλα του κόσμου!» , είπε
η Ασπασία. Τότε η μαμά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της έδωσε ένα γλυκό
φιλί. «Έλα να σου φτιάξω ένα φλιτζάνι χαμομήλι, να χαλαρώσεις για να συνεχίσεις
τον ύπνο σου Ασπασάκι μου», είπε η μαμά και βημάτισαν και οι δύο αγκαλιασμένες
προς την κουζίνα.
ΜΑΡΩ
ΠΑΠΠΑ (ανέκδοτο κείμενο)
…
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Την εικόνα έκανε η Έμυ Χριστοδούλου.
…
Το κείμενο έγραψε η Μάρω Παππά.
Ονομάζομαι Μάρω Παππά και
είμαι νηπιαγωγός-συγγραφέας και εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού.
Σπούδασα στο εθνικό
καποδιστριακό πανεπιστήμιο, στο τμήμα των Νηπιαγωγών και έπειτα διδάχτηκα
την τέχνη της παραμυθοποίησης και του
θεατρικού παιχνιδιού σε αθηναϊκά εργαστήρια. Στο tabula rasa και στο βιωματικό
εργαστήρι που είναι και τα δυο στο κέντρο της Αθήνας.
Στο παρόν διάστημα
δουλεύω σε μία ιδιωτική εταιρεία που κάνει εκπαιδευτικές διαδραστικές
παρουσιάσεις στα σχολεία. Ενώ ταυτόχρονα κάνω διαδράσεις των παραμυθιών μου σε
διάφορα μέρη σε όλη την Αθήνα και την Ελλάδα.
Έχω στο ενεργητικό μου
δυο παραμύθια, τις «ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΕΥΧΕΣ», εκδόσεις ΜΙΧΑΛΗ ΣΙΔΕΡΗ και «ΖΙΖΑΝ ΕΝΑ ΖΩΗΡΟ ΞΩΤΙΚΟ», εκδόσεις ΔΥΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ.
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα του «Ένα κείμενο,
μία εικόνα» στο facebook: