Μια φορά και έναν
καιρό… και στο μυαλό μου μια φωνή να λέει: «Ποια φορά και ποιόν καιρό». Εκείνη
τη φορά και εκείνον τον καιρό υπήρχε ένα τόσο δα ανθρωπάκι μέσα στην καρδιά
ενός μεγάλου γίγαντα.
Φωνή του νου:
-Πώς ονομάζεται ο
γίγαντας; Θυμωμένος
-Σε ποια περιοχή ζει;
Στο δικό του σώμα.
-Ποιες μαγικές
ιδιότητες έχει η σφεντόνα του; Την έχει ξεχάσει σπίτι του. Κάπου στο σώμα του.
Και δεν έχει πέτρες να πετάξει. Και για αυτό θυμώνει.
-Γιατί είναι θυμωμένος;
Του τελείωσαν οι πέτρες σου είπα. Αλλά είναι και το όνομα του, και η ιδιότητα
του.
-Με ποιόν τρόπο έπιασε
τον ήλιο, το σύννεφο, το φεγγάρι και τα αστέρια και για ποιο λόγο; Γιατί η
καρδιά του δεν χτυπάει όταν είναι ξύπνιος. Κάτι πρέπει να του θυμίζει ότι είχε
καρδιά και δούλευε ρολόι.
-Ποιος είναι ο
χειρότερος εχθρός του και ο καλύτερος φίλος του; Το ίδιο πρόσωπο. Το παιδάκι
στην καρδιά του. Ο ίδιος χωρίς το μέγεθος.
Ο γίγαντας αισθανόταν
τον μικρό που ήθελε να δραπετεύσει και χτύπαγε με δύναμη να σπάσει τα τοιχώματα
της καρδιάς του. Αυτό έστω πίστευε ο γίγαντας γιατί ο μικρός είχε άλλα πλάνα.
Μα η καρδιά ήταν φτιαγμένη από δέρμα ευλύγιστο και κόκκινο παγωμένο αίμα, μια
χιονοστιβάδα σε βουνοκορφή. Χρόνια ο παλμός της είχε σταματήσει, μόνο το
μικροσκοπικό ανθρωπάκι με γροθιές και κλωτσιές την χτύπαγε σαν τεντωμένο πετσί
σε αυτοσχέδιο ταμπούρλο. Δάγκωνε με τα μικρά δοντάκια του παγάκια -μηδέν
θερμοκρασίας και ρέζους- και έβγαζε τις μέρες. Όλα αυτά τα έκανε όταν κοιμόταν
ο γίγαντας γιατί φοβόταν τις αντιδράσεις του υπερμεγέθους κτηρίου και
συγκατοίκου του. Στον ύπνο έμπαινε στα όνειρα του σαν ψίθυρος από αστέρια,
καταιγίδα από άχνη ζάχαρη, χάδι από δροσερό αεράκι, νυχτολούλουδο που έφτασε η
ώρα του να μυρίσει και κάτι που μόνο οι τυφλοί παρατηρούν με τη φαντασία τους.
Συγκάτοικοι χρόνια
τριάντα και βάλε, μα το παιδί να είναι μεγαλύτερο, ωριμότερο και πιο
μικροσκοπικό και από τον ανθό μιας λεμονιάς. Στην καρδιά του γίγαντα τον
σκίαζαν οι πνεύμονες που ξεχνούσαν να αναπνεύσουν, η αιώρα του να κρέμεται από
δυο κλωστούλες -φλέβες και αρτηρίες- και για κουβέρτα είχε τις αναμνήσεις της
φαντασίας του, σκέψεις που δεν γνώριζε αν προϋπήρχαν ή αν ακολουθούσαν, ήταν
βέβαιο όμως με το παιδικό του μυαλό πως κάπου, σε κάποιο άλλο μυαλό, μπορεί να
είχαν ζήσει.
Ο γίγαντας κατάλαβε ότι
κάτι περίεργο συνέβαινε στον ύπνο του γιατί στο τελευταίο ροχαλητό του πάντα
άκουγε ένα τελευταίο χτύπο της καρδιάς του. Μπερδεμένες εικόνες προβάλλονταν
μέσα στα βλέφαρα του σε προβολή που δεν θυμόταν να είχε πάει και ταινίες
έπαιζαν χωρίς τίτλους αρχής και τέλους με εκείνον πάντα πρωταγωνιστή. Κάποιες
στιγμές ήταν ο Ζορρό που ένα μικρό παιδάκι τον μαχαίρωνε πάνω στο παιχνίδι με
καρδιά σταματημένη όμως δεν ήξερε αν είχε πεθάνει στην πραγματικότητα. Άλλες
νύχτες ο εαυτός του ήταν μικροσκοπικός σα μυρμήγκι που μόλις είχε καταταχθεί
στο στρατό έτοιμος να αντιμετωπίσει νεογέννητους βροντόσαυρούς. Το όνειρο που
δεν μπορούσε όμως να ξεπεράσει και να καταλάβει ήταν αυτό που έβλεπε ότι είχε
ένα μικροσκοπικό παιδάκι στην καρδιά του. Τα βράδια που το έβλεπε ξυπνούσε με
ταχυκαρδία. Μάλιστα, άκουγε περισσότερους από έναν χτύπο της καρδιάς. Το δέρμα
του είχε ροζ χρώμα και τα δάχτυλα του αντί για παγωμένα ήταν μουδιασμένα, στα
μάτια του υπήρχαν δάκρυα στεγνά και έτρεχε από το στόμα του σάλιο και η μύτη
του ήταν μπουκωμένη. Αν δεν ήξερα καλά αυτό τον γίγαντα θα έλεγα ότι ήταν
ερωτευμένος.
Παραλογισμός. Δε
γίνεται να είσαι ερωτευμένος με την καρδιά σου ή ό,τι υπάρχει μέσα της. Η
καρδιά δε γεννά, κάνει μια επαναλαμβανόμενη δουλειά σε όσους την έχουν ανάγκη,
άλλοτε με σταθερό ρυθμό εργασίας και άλλοτε με υπερωρίες και άδειες ασθένειας.
Η καρδιά είναι εργάτης, κομουνισμός στην περεστρόικα, ολοκληρωτικό καθεστώς με
πολίτες σε αγαλλίαση, η καρδιά είναι ένας γαμημένος μυς που για να είμαστε καλά
δεν πρέπει να χτυπάει. Η καρδιά είναι το αντώνυμο του γίγαντα στο λεξικό που
παραμυθιού, βρίσκεται κάτω από όλες τις άλλες λέξεις που τις ορίζει αλφαβητική
σειρά: πόνος, απώλεια, μοναξιά, θλίψη, απογοήτευση. Η καρδιά ενός γίγαντα είναι
πάντα στα λήμματα. Η καρδιά αυτού του γίγαντα είναι λήμμα και δεν τρυπιέται από
καμία λίμα. Δεν έχει κάγκελα μα είναι φυλακή. Δεν έχει όρια μα είναι χάρτης.
Δεν έχει σύνορα αλλά είναι πολιτεία. Δεν είναι στίχος μα φάλτσα μελωδία. Δεν
έχει αντοχές γιατί απλά κοιμάται. Λάθος. Το παραμύθι αυτό δεν έχει τέλος. Έχει
άλλη αρχή… Μια φθορά και έναν καιρό… και ένα καμπανάκι φτιαγμένο από παιδί, ένα
τόσο δα μικρό γίγαντα που θα χτυπάει το ταμπούρλο μέχρι να κοιμηθεί. Ένα
νανούρισμα πικρό, για κάτι τόσο όμορφο και ιερό.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΡΩΜΑΝΟΣ ΛΙΖΑΡΔΟΣ
Εργάστηκα στα
τηλεοπτικά κανάλια SEVEN X, ΕΡΤ, ΑΝΤ1 και ALPHA και συνεργάστηκα μεταξύ άλλων
με τις εφημερίδες Βήμα, Πρώτο Θέμα και Καθημερινή. Στο ραδιόφωνο συνεργάστηκα
μεταξύ άλλων με τους σταθμούς Sport FM, Kosmos, Galaxy 92, ΗΙΤ FM. Σπούδασα
ιστορία Ευρώπης, σκηνοθεσία, computer animation. Ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό
στη θεατρολογία και την επόμενη χρονιά θα ολοκληρωθεί το
δεύτερο μεταπτυχιακό μου στη δημιουργική γραφή. Παράλληλα είμαι υποψήφιος
διδάκτορας στο τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Η μητέρα μου χαίρεται
ιδιαίτερα για τα σεμινάρια Ιατρικής Σεναρίων γιατί μπορεί να λέει στις φίλες
της -πριν γίνω διδάκτορας- ότι ο γιός
της είναι και γιατρός. Εργάστηκα ως σκηνοθέτης, βοηθός σκηνοθέτη, υπεύθυνος
παραγωγής και βοηθός casting σε διεθνείς και ελληνικές κινηματογραφικές
παραγωγές μικρού και μεγάλου μήκους.
Διατέλεσα μέλος του ΔΣ του Ελληνικού Παιδικού Μουσείου και συμμετείχα σε
αρκετά εκπαιδευτικά προγράμματα για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Έχω τρεις
πανέμορφες γάτες για να μου θυμίζουν καθημερινά ότι είμαι αλλεργικός.
Το
κείμενο γράφτηκε για την καρτέλα του γίγαντα, με αφορμή τις Παραμυθοδρομίες
«Φτιάξε ένα παραμύθι».