Γιανναδάκη Μαρία
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή
πόλη κοντά στο Βανκούβερ, ζούσε ο Ρενέ. Ο Ρενέ ήταν ποντικός κι έμενε σε μια
μεγάλη εξοχική κατοικία μαζί με την οικογένειά του. Το σπίτι ήταν κρυμμένο μες
στις φυλλωσιές των σφενδάμων ενώ, στην ανατολική πλευρά, είχε ένα ξέφωτο με μία
λίμνη.
Ο Ρενέ λάτρευε το φθινόπωρο. Το ξεχώριζε
γιατί τότε τα φυλλοβόλα δέντρα παίρνουν ένα μοναδικό βαθύ κόκκινο χρώμα και η
φύση ντύνεται σε ζεστές πορτοκαλί αποχρώσεις.
Κάθε τόσο ξέφευγε από τις δουλειές του
σπιτιού κι έτρεχε στην όχθη της κοντινής λίμνης, να κάνει ποδήλατο και να
παίξει ποδόσφαιρο με τα πεσμένα βελανιδιά.
Μια βροχερή φθινοπωρινή μέρα είχε
κλειστεί στο κελάρι και τακτοποιούσε τα τυριά. Όταν η βροχή σταμάτησε, άρπαξε
το αδιάβροχο και τις γαλότσες του και όρμησε στον κήπο. Δεν είχε πολύ χρόνο στη
διάθεσή του μιας και ο ήλιος θα έδυε σύντομα. Είχε αποφασίσει να πάει στη λίμνη,
να δει τους φίλους του τους κύκνους. Δεν θα πήγαινε από το συνηθισμένο
μονοπάτι. Διάλεξε την άλλη πλευρά. Εκεί το δάσος γινόταν πιο πυκνό.
Ο μικρός ποντικός παραμέριζε τα κλαδιά
με τα κίτρινα φύλλα όταν ξαφνικά αντίκρισε ένα μεγάλο τοτέμ. Στην κορυφή του
υπήρχε σκαλισμένος ένας αετός και τα χρώματά του είχαν ξεθωριάσει. Βλέποντας το
ψηλό γλυπτό αρχικά τρόμαξε. Μετά όμως κατακλύστηκε από περιέργεια. Ήθελε να
μάθει την ιστορία του. Ποιος να το είχε τοποθετήσει εκεί; Πόσον καιρό στέκεται
σ’ αυτό το σημείο; Ήξερε από τον παππού του ότι, πολλά χρόνια πριν, φυλές
Ινδιάνων κατασκεύαζαν αυτά τα γλυπτά για να εξιστορήσουν τα γεγονότα της φυλής
τους.
Η ώρα πέρασε γρήγορα. Οι ήχοι του δάσους
έβγαλαν τον Ρενέ από τον κόσμο της φαντασίας κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι.
Τα κιτρινισμένα φύλλα που είχαν πέσει στο μονοπάτι πετάγονταν δεξιά και
αριστερά. Η μαμά θα είχε ανησυχήσει.
Καθώς περνούσε το κατώφλι του σπιτιού
του, αποφάσισε να μιλήσει για την ανακάλυψή του στην υπόλοιπη οικογένεια. Ίσως
μαζί να ξαναζωγράφιζαν το τοτέμ και να έβαζαν τη δική τους πινελιά στο αρχαίο γλυπτό,
αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό το πανέμορφο φθινοπωρινό τοπίο που απλώνονταν
τριγύρω.
Λεοκάτα Μελίνα
Φθινοπωρινή γιορτή
Ο Βίκτωρας ο ποντικούλης βγήκε εκείνο το
πρωινό γεμάτος χαρά από τη φωλιά του κι άρχισε να χορεύει στη βροχή. «Επιτέλους!
Ο καιρός άλλαξε και τα πρωτοβρόχια άρχισαν» μονολόγησε. Λάτρευε το φθινόπωρο.
Ήταν η αγαπημένη του εποχή. Οι ζέστες υποχωρούσαν, τα φύλλα άλλαζαν χρώμα και ξεκινούσαν
σιγά σιγά να πέφτουν κάνοντας φιγούρες καθώς τα φυσούσε ο άνεμος. Τα χάζευε
ώρες ολόκληρες.
Όπως ήταν ψιλοβρεγμένος έτρεξε στη φωλιά
του καλύτερού του φίλου, να του πει τι σκέφτηκε. Την ώρα που έφτασε είδε να
βγαίνει από εκεί η δασκάλα τους. Είχε πάει για να μαζέψει όλα τα ποντικάκια της
περιοχής, ώστε να αρχίσουν τα πρώτα μαθήματα. Δεν άφησε την ευκαιρία να χαθεί.
Τους είπε τη σκέψη του. Ήθελε φέτος η πρώτη μέρα του σχολείου να είναι
αφιερωμένη στο φθινόπωρο και να έκαναν γι’ αυτό μια μεγάλη γιορτή. Η κυρία
Φρόσω ενθουσιάστηκε κι έδωσαν ραντεβού το απόγευμα στο σχολείο, ώστε να
μπορέσουν να οργανωθούν.
Ήταν η ομορφότερη μέρα της ζωής του.
Όλοι, μικροί μεγάλοι, ήρθαν φορώντας τα αδιάβροχά τους και τις πλαστικές τους
μπότες. Όλα τα φαγητά και γλυκά που έφτιαξαν και πρόσφεραν είχαν ως κύριο
συστατικό τους τα σταφύλια. Κάθε τάξη έκανε ένα κολάζ με εικόνες της εποχής,
αλλά αυτό που ξεχώρισε ήταν το κολλάζ με τα γράμματα. Με ξερά φύλλα διαφόρων
χρωμάτων σχημάτισαν το όνομα της εποχής. Μετά διαβάστηκαν, από τα μεγαλύτερα
ποντικάκια, οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους για το φθινόπωρο και, τέλος,
έγινε ένας διαγωνισμός πρωτότυπης ομπρέλας με έπαθλο ένα ολόκληρο τσαμπί
σταφύλια.
Το βράδυ ο Βίκτωρας έφερνε στο μυαλό του
τις εικόνες της ημέρας αυτής κι ένιωσε απίστευτα ευτυχισμένος. Χάρηκε πολύ που
η σκέψη του έγινε πράξη και θα επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο, την πρώτη μέρα του
σχολείου. Κοιμήθηκε μ’ ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο μικρό προσωπάκι του.
Μακαριάν Μαριάννα
Ο παραμυθούλης
«Επιτέλους! Ήρθε το φθινόπωρο, γύρισε ο
Λιλά!» φώναζαν τα ζώα του δάσους.
Ο Λιλά ήταν ένα μικρό, λευκό ποντικάκι
με λιλά μουστάκια, που ζούσε στον τέταρτο κορμό από τα αριστερά, εφτά θάμνους μετά
το ποτάμι. Όλα τα ζώα τον ήξεραν, έλεγε τις πιο υπέροχες ιστορίες. Όπως εκείνη
με τη γάτα που έτρωγε καρπούζι και ήξερε να γαβγίζει ή με τον ιπτάμενο κόκορα
που τον πήγε στην Ιαπωνία. Κάθε Σεπτέμβρη δημιουργούσε, τραγουδούσε και
ταξίδευε με τα παραμύθια του μικρούς και μεγάλους. Οι διηγήσεις του συνοδεύονταν
από τη βροχή και τους κεραυνούς. Στις πρώτες ψιχάλες τους φθινοπώρου έλεγε τη
νέα του ιστορία.
Ο Λιλά αγαπούσε πολύ το φθινόπωρο γιατί
είχε ανακαλύψει πως κάθε σταγόνα που χτύπαγε στα φύλλα ή στο ποτάμι, μαζί με τη
φωνή του, βοηθούσε να χαλαρώσει όλα εκείνα τα ζώα και να πάρουν δύναμη ώστε να
σκεφτούν έξυπνες κρυψώνες από τους κυνηγούς. Κάθε χρόνο ανυπομονούσαν όλοι να
επιστρέψει κι εκείνος δεν τους χαλούσε ποτέ το χατίρι.
«Έτσι ο γίγαντας γκουρού με το παράξενο
γιλέκο με κοίταξε και...» συνέχισε να λέει, ενώ ένας κεραυνός έπεσε κάπου μακριά.
Ποσό λάτρευε να τον βοήθα η φύση. «Αυτή είναι η αποστολή σου στη ζωή, Λιλά, να
λες ιστορίες για να βοηθάς. Κάποτε ήσουν μια μέλισσα και βοηθούσες τη φύση, τώρα
είσαι ένας μυθικός παραμυθούλης, ένα πλάσμα που δημιουργεί με τη μιλιά του,
γεμίζοντας έμπνευση κάθε ον που τον ακούει!»
Στο πάρτι όλοι συζητούσαν για όσα
άκουσαν, όπως κάθε χρόνο. Δεχόταν ευχές και ευγνωμοσύνη και ένιωθε την καρδούλα
του να γεμίζει φως με όσα έβλεπε πως κατάφερνε με τις λέξεις του.
«Αχ Λιλά, από μικρός σκεφτόσουν τις πιο
περίεργες ιστορίες μα τούτη εδώ ξεπέρασε κάθε φαντασία». Ο αγαπημένος του δάσκαλος
τον ευχαρίστησε εγκάρδια κι ο Λιλά κούνησε τα μουστάκια του.
«Ποιος είπε πως ήταν απλώς μια ιστορία;»
σκέφτηκε. Αλλά αυτό το κράτησε για τον εαυτό του. Άλλωστε ήταν ένας μικρός
παραμυθούλης, ένα πλάσμα που κανείς δεν ήξερε πως υπάρχει εκτός από εκείνον τον
γκουρού που συνάντησε στις καλοκαιρινές του διακοπές.
Μπαλάσκα Σοφία
Ο Μαξ το ποντίκι αγαπούσε πολύ το φθινόπωρο.
Ήταν η αγαπημένη του εποχή γιατί ξεκινούσαν οι βροχές. Και του άρεσε να παίζει
με τη βροχή τόσο πολύ!
Ένα πρωί που έβρεχε, ο Μαξ βγήκε από τη
φωλίτσα του, για να παίξει. Μπροστά του υπήρχε ένα τεράστιο δέντρο. «Θα
σκαρφαλώσω και θ’ ανέβω όσο πιο ψηλά μπορώ» σκέφτηκε και πλησίασε.
Σκαρφάλωνε γρήγορα ο Μαξ, το δέντρο όμως
του φαινόταν τόσο μεγάλο! Η βροχή δυνάμωσε κι ένας δυνατός αέρας άρχισε να φυσάει.
Ο Μαξ φοβήθηκε για λίγο μα δεν σταμάτησε λεπτό.
Ένας κεραυνός έπεσε πάνω στο δέντρο και
το μικρό ποντίκι προσπάθησε να κατέβει γρήγορα. Έτρεχε, έτρεχε αλλά τα
ποδαράκια του γλιστρούσαν.
Ένας δεύτερος κεραυνός κατάφερε κι έριξε
το δέντρο κάτω. Ο Μαξ, ζαλισμένος, προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν.
«Μαξ μου, πού είσαι;» άκουσε μια φωνή.
Κατάλαβε ότι ήταν η μαμά του.
«Εδώ είμαι μαμά!» απάντησε ενώ
προσπαθούσε να καθαρίσει τα φύλλα του δέντρου από πάνω του.
«Ώρα για την επόμενη περιπέτεια!»
σκέφτηκε κι έτρεξε ξανά στη βροχή.
Συγγούνα Ρούλα
Η πρώτη ευχή του φθινοπώρου
Ο καιρός είχε δροσίσει. Ολόκληρη η φύση
είχε φορέσει τα φθινοπωρινά της ρούχα. Γκρίζα σύννεφα είχαν κρύψει το γαλάζιο
χρώμα τ’ ουρανού. Σκόρπιες κόκκινες, καφέ και κίτρινες αποχρώσεις στόλιζαν το
τοπίο. Ήταν η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Δεν είχε ούτε τη ζέστη του καλοκαιριού,
που σκάει ο τζίτζικας ούτε την παγωνιά του χειμώνα, που τους καθίζει όλους
δίπλα στο τζάκι.
Ο Μους ο ποντικούλης κοιτούσε ανυπόμονα
απ’ το παράθυρό του. Το φθινόπωρο είχε φτάσει επίσημα και περίμενε με αγωνία
πότε θα πέσει το πρώτο φύλλο από τα δέντρα. Ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον να
βρει το πρώτο φύλλο του φθινοπώρου.
Κοιτούσε… ξανακοιτούσε… Το αεράκι
κουνούσε τα φύλλα των δέντρων όμως κανένα δεν άφηνε το κλαδί του. «Πφφφ! Μάλλον
δεν είναι ακόμα η κατάλληλη στιγμή» ξεφύσησε. Κάθισε στο γραφείο του και
διάβασε τα μαθήματά του. Η ματιά του όμως συνεχώς ξεγλιστρούσε έξω από το
παράθυρο. Ακόμα τίποτα…
Ο ήλιος βασίλεψε. Ο Μους φόρεσε τις
πιζάμες του και χουχούλιασε στο κρεβάτι του. Ούτε ένα φύλλο δεν είχε ακουμπήσει
στη γη. Τα μάτια του βάρυναν και ο γλυκός ύπνος τον πήρε.
Το πρωί με το που ξύπνησε, έτρεξε
κατευθείαν στο παράθυρο. Απογοητευμένος έκλεισε την κουρτίνα. Έφαγε το πρωινό
του και κατσουφιασμένος ξεκίνησε για το σχολείο του. Καθώς προσπερνούσε τους
μικρούς νερόλακκους που είχε δημιουργήσει η βροχή το προηγούμενο βράδυ, ένα
μικρό καφέ φυλλαράκι προσγειώθηκε ακριβώς μπροστά στη μύτη του παπουτσιού του. «Το
πρώτο φύλλο του φθινοπώρου!» φώναξε ενθουσιασμένος. Το κράτησε στοργικά κοντά
στην καρδιά του, ακριβώς όπως τον είχε συμβουλέψει η γιαγιά του. Έκλεισε τα
μάτια του κι έκανε μια ευχή. «Αγάπη, υγεία και ειρήνη για όλα τα παιδιά του
κόσμου» είπε και το φύσηξε ψηλά. Ο γλυκός άνεμος το έστειλε κατευθείαν στην
αγκαλιά τ’ ουρανού. Ο Μους ήξερε πως η ευχή του θα γινόταν πραγματικότητα και
με την ελπίδα να φουντώνει στο στήθος του, πέρασε την πόρτα της τάξης του.
Τσεπεντζή Δήμητρα
Ο Τιμ και οι κολοκυθιές του φθινοπώρου
Κάποτε, στο αγρόκτημα της κυρίας Φανής,
ζούσε ένας ποντικός με τη φαμίλια του. Η φωλιά του ήταν φτιαγμένη στην αποθήκη,
πίσω από καλάθια που οι σπιτονοικοκύρηδες αποθήκευαν στάρι και καλαμπόκι.
Αισθανόταν τυχερός και καμάρωνε που είχε φτιάξει εκεί το σπιτικό του. Η γυναίκα
του διαφωνούσε, αλλά εκείνος επέμεινε και κατάφερε να της αλλάξει γνώμη. Εκεί
υπήρχε έτοιμο φαγητό για τις δύσκολες μέρες. Πού αλλού θα ήταν καλύτερα;
Κάθε βράδυ ο Τιμ, αυτό ήταν το όνομά
του, έβγαζε τα παιδιά του στον κήπο και στο γειτονικό χωράφι, να τους μάθει πώς
θα βρίσκουν φαγητό, αλλά και πώς θα φυλάγονται από τα νύχια της κυρά Νάνας, της
γάτας. Μόνο αν έβρεχε ή χιόνιζε δεν έβγαιναν. Έμεναν στη φωλιά και τους έλεγε
ιστορίες με ποντικούς.
Ο Τιμ αγαπούμε πολύ το αγρόκτημα. Το
καλοκαίρι έπαιζε με τα μικρά του κυνηγητό, ανάμεσα στα σπαρτά. Την άνοιξη
μάζευε λουλούδια για τη γυναίκα του. Τον χειμώνα περνούσε όμορφα, λέγοντας τις
ιστορίες του. Όμως το φθινόπωρο ήταν η εποχή που λάτρευε. Δεν έκανε ούτε ζέστη
ούτε κρύο, έπεφταν πολλά φύλλα στο έδαφος και μπορούσε να απολαύσει περισσότερο
το κρυφτό με τα μικρά του, οι βροχερές μέρες ήταν λίγες και οι ηλιόλουστες
αρκετές.
Μα το πιο ενδιαφέρον για τον Τιμ ήταν οι
καρποί του φθινοπώρου. Στη μεγάλη καρυδιά μάζευε φρέσκα καρύδια, που του άρεσαν
πολύ. Από την αμυγδαλιά αμύγδαλα και από το αμπέλι γλυκά σταφύλια. Στη λωτιά
γευόταν νόστιμους λωτούς, ενώ στον κήπο έβρισκε μεγάλες κίτρινες κολοκύθες κι
έτρωγε όλη την ψίχα τους, αφήνοντας μόνο τη φλούδα για τη νοικοκυρά. Όταν
εκείνη πήγαινε να πάρει μία, να φτιάξει κολοκυθόπιτα, διαπίστωνε τι είχε γίνει
και φώναζε θυμωμένη: «Δεν θα σας βρω, παλιοποντίκια, θα σας δείξω εγώ!»
Ο Τιμ καθόταν στα κεραμίδια της αποθήκης
και γελούσε. Του άρεσε το κρυφτό με τη σπιτονοικοκυρά. Ήταν το πιο
διασκεδαστικό παιχνίδι και χαιρόταν που συνέχεια της ξέφευγε, αφού είχε
καταβροχθίσει την κολοκύθα της!
Τις ιστορίες έγραψαν μέλη της Αλατοπαρέας, στα πλαίσια μιας συγγραφικής πρόσκλησης.
Η εικόνα είναι απ’ το διαδίκτυο.