Αργυροπούλου Βασιλεία
Του ήλιου η
ανατολή
Πλέει στη
γαλάζια θάλασσα
Κόκκινη βάρκα με
πανιά
Αγναντεύει τον
ορίζοντα
Χρυσές ακτίδες
φωτίζουν τον γιαλό
Βότσαλα χορεύουν
Στον ρυθμό μιας
μπαλάντας
Παίζοντας με
πορτοκαλί αστερίες
μαβιά κοχύλια
και φύκια στο
χρώμα του ήλιου
ακτίδες κόκκινες
βυθίζονται στο βαθύ μπλε
παίζοντας με τα
κοράλλια της αυγής
ένας γλάρος
καθισμένος στα βράχια
προσεύχεται
στου ήλιου την
αλμύρα
Βαρθαλίτη Κάρμεν
Παρακάλεσα τον
ήλιο
να μου δώσει μια
αχτίδα,
να την κάνω
μονοπάτι,
να περάσω
θάλασσες,
να περάσω και
βουνά
μακριά για να
φτάσω.
Χαμογέλασε
λιγάκι
με χαμόγελο λοξό,
έκλεισε και το μάτι
και μου είπε: «Θα
το κάνω
γιατί είσαι ένα παιδί
με καθαρή
καρδούλα».
Γακοπούλου Βάγια
Το στεφάνι του
ήλιου σκόνταψε σ’ ένα σύννεφο,
κύλησε στις
γειτονιές, φώτισε τα στενά δρομάκια και κουτούλησε στα κλειστά παραθυρόφυλλα.
Άδικα φώναζαν οι
μανάδες μην τους ξυπνήσει τα παιδιά και δεν είχαν τελειώσει ακόμα τις δουλειές.
Οι αχτίδες του
έσπασαν και τρύπωσαν ανάμεσα στις γρίλιες και στα νυσταγμένα ματόφυλλα.
Χαμόγελα άνθισαν
κι αγκαλιές άνοιξαν, να μαζέψουν φως.
Χαμογέλασε ο
ήλιος, μάζεψε το άτακτο στεφάνι του, άφησε μια μικρούλα αχτίδα να φωτίζει τις
καρδιές κι ανέβηκε ψηλά με το χρυσό του άρμα!
Δάρα Νάσια
Να, ξεφεύγει η
μία του κόρη.
Η ηλιαχτίδα
γαργαλάει τη μύτη.
Να, ξεφεύγει κ η
δεύτερη κόρη.
Γαργαλάει την πατούσα.
Η πιο μεγάλη
κόρη του Ήλιου, όμως, γαργαλάει τα μάτια.
Το παιδί ξυπνάει.
«Αψού!»
Ώρα για θάλασσα.
Ώρα για ζεστό
λουτρό του αφέντη Ήλιου.
Να μας κοιτά από
ψηλά, να χαρίζει ελπίδα.
Να παίζει με τα
κύματα και βράχια να χρυσίζει.
Χαραλάμπους Ελένη
Του ήλιου οι
ακτίδες γλυκά φωτίζουν,
ανοίγουν τα
βλέφαρα,
η μέρα ξεκινάει.
Τρέχουν τα
παιδιά στα φτερά του ήλιου,
στη χρυσή
αμμουδιά παίζουν και γελούν.
Χρυσές,
πορτοκαλί και κόκκινες ακτίδες
φωτίζουν τον
γιαλό
παίζοντας με τα
ψάρια
και τα κοράλλια
του βυθού.
Βαρκούλες
αρμενίζουν στα γαλανά νερά,
στου ήλιου την
ανατολή
χρυσό πέπλο
απλώνεται παντού λικνίζοντας τα κύματα σε ξέφρενο χορό.
Χρυσόνειρα
δεμένα σκορπίζονται στου ήλιου την αγκαλιά.
Χαραμή Μεταξία
Του ήλιου τα
καμώματα
Ο ήλιος του
καλοκαιριού, πύρινο τόπι,
γελάει δυνατά με
τις φωτιές τ’ Αϊ Γιαννιού,
που τα παιδιά
δρασκελίζουν, καθώς καίνε τους Μάηδες.
Σκαρφαλώνει στις
κορυφές με τους Αϊ Λιάδες, δίνει φως, εξαγνίζει τα κορμιά, χαϊδεύει το
σγουρόμαλλο κεφάλι τ’ αγοριού
που κρατεί το
θυμιατό, λίγο πριν γείρει στη δύση.
Κατηφορίζει στην
αμμουδιά, ακούει το κύμα που φλυαρεί,
τους κολυμβητές
που κουβεντιάζουν αφημένοι στα χάδια του.
Ο ήλιος του
καλοκαιριού ζωντανεύει τον τζίτζικα,
που με το
τραγούδι του δίνει σινιάλο στα παιδιά
να ξεχυθούν
λεύτερα εκεί που μπορούν να ονειρευτούν.
Γράφτηκαν με
αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:
https://www.facebook.com/photo?fbid=10228705055564723&set=a.10201219933733855
Μπορείτε ν’
αφήσετε και τις δικές σας εκδοχές στα σχόλια.