Οι παρακάτω ιστορίες γράφτηκαν για ένα παιχνίδι της στιγμής που ξεκίνησε στο προσωπικό μου προφίλ.
Μπορεί
ένα κείμενο να γεννηθεί με αφορμή μία εικόνα; Σίγουρα ναι! Μπορεί όμως αυτό το
κείμενο να μην ξεπερνάει και έναν συγκεκριμένο αριθμό λέξεων;
Σ’
αυτή την ερώτηση θα απαντήσουν οι ιστορίες μας, οι οποίες γράφτηκαν για να
«ντύσουν» μια υπέροχη ζωγραφιά που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, αλλά δυστυχώς δεν
γνωρίζω τον/την δημιουργό της.
Ανεβάζω
αυτά που γράψαμε με τη σειρά που ανέβηκαν ως σχόλια στο προφίλ μου, ακριβώς
όπως ανέβηκαν και χωρίς καμία παρέμβαση.
Αν
η ζωγραφιά σάς εμπνέει και θέλετε να παίξετε κι εσείς το παιχνίδι μας, αφήστε
την ιστορία σας σε σχόλιο.
Ευχαριστώ.
Γ.Κ.
1.
O
Oνειρούλης/ το παιδί του Φεγγαριού
Μια φορά και ένα καιρό,
ήταν ο Ονειρούλης ένα από τα 7 παιδιά του Φεγγαριού.
Ήταν ο πιο μικρούλης
και ο πιο άτακτος. Κάθε βράδυ που τα παιδιά κοιμούνταν, εκείνος χοροπήδαγε πάνω
από τα κρεβάτια τους. Το Φεγγάρι ανησυχούσε πως μια μέρα θα μπορούσε να τα
ξυπνήσει. Να μην τα πολυλογώ, όλα τα αδέρφια του κάνανε κάτι αλλά αυτός τίποτα.
Το Φεγγάρι σκέφτηκε και είπε: Ονειρολούλη, μιας και σου αρέσει τόσο να
τριγυρνάς στα κρεβάτια των παιδιών, γιατί δεν τους χαρίζεις όνειρα; Μπορείς να
φωτίζεις τις ψυχές τους όταν κλείνουν τα μάτια για να κοιμηθούνε. Τι λες;
Ο Ονειρούλης κατάλαβε
πως τώρα θα έπιανε για τα καλά δουλειά, και θα είχε να κάνει με υπεύθυνα
παιχνίδια από εδώ και στο εξής. Τα παιδιά έως τότε δεν είχαν όνειρα και η
βοήθεια του θα ‘ταν πολύτιμη…
Κάθε βράδυ πήγαινε και
πάει σε κάθε παιδάκι μέχρι το πρωί και τους φωτίζει τα όνειρα.
Οι καρδιές τους γέμιζαν
αγάπη και ότι τα προβλημάτιζε γίνονταν όνειρα. Όμορφα, μελένια με
κάστρα,ιππότες, νεράιδες και ξωτικά. Και η Πόλη του κόσμου, κατάφανη.
Το Φεγγάρι πλέον
περίφανο για τον μικρό του γιο τον νανούριζε μόλις έβγαινε η πρώτη λάμψη της
αυγής…
Βιβή
Μαρκάτος
Κάθε
σπίτι ας έχει μια καρδιά για τα παιδιά
Την είχε δει χθες το
φεγγαράκι, καθώς περνούσε ανάμεσα στα ψηλά σπίτια της έρημης πόλης. Καθόταν στο
πατάκι μιας πόρτας και προσπαθούσε να βολέψει το κορμάκι της να κοιμηθεί. Πού
να πήγαν οι άνθρωποι, γιατί δεν πήγε μαζί με τους δικούς της; Α, θα είναι η
πόλη που την άδειασαν, γιατί θα περνούσε ο τυφώνας. Και η μικρούλα; Πώς ξέμεινε
η μικρούλα; Τα έβαλε με τον εαυτό του, αχ, πόσο άκαρδο φάνηκε και την
προσπέρασε. Σήμερα όμως θα ντυθεί μάγος, να μη φοβηθεί το κοριτσάκι έτσι όρθιο
και ξερακιανό που ήταν σαν φαγωμένη πεπονόφλουδα. Κοκκινάδι στα μάγουλα, μακρύ
πλεκτό σκούφο και… ω, τι καλά, ήταν ακόμη εκεί, έμοιαζε να κοιμάται. Τέντωσε
τόσο πολύ την άκρη της σκούφιας του και την έριξε δίπλα στο παιδί. Του χάιδεψε
απαλά το μάγουλο, μα το παιδί ακίνητο. Πλησίασε περισσότερο, το τύλιξε σφιχτά
και το τράβηξε στην αγκαλιά του. Το παιδάκι είχε γίνει άγγελος. Λυπήθηκε πολύ
το φεγγαράκι. Άπλωσε την άκρη της σκούφιας του πήρε αστέρια, τα έπλασε
καρδούλες χρυσές και το παιδί άγγελος άρχισε να τις μοιράζει όπου περνούσαν σε
όσα σπίτια είχε παιδιά. Τώρα τα παιδιά του κόσμου θα είχαν το δικό τους τυχερό
αστέρι.
Βάντα
Παπαϊωάννου-Βουτσά
3.
Η
κ.Φεγγαρίνα
Αν νομίζετε ότι ο κ.
Φεγγαρίνος είναι κανένας δουλευταράς και δραστήριος, απατάσθε. Είναι
ψιλο-τεμπελάκος. Όλη τη δουλειά την κάνει η κ. Φεγγαρίνα. Τον βάζει νωρίς-
νωρίς για ύπνο, ώστε να απολαμβάνουν όλοι το λιγοστό αλλά γλυκύτατο φως του και
ξεκινά δουλειά. Κάθεται αναπαυτικά στα πόδια του και αρχίζει να σκέφτεται
δυνατά:
- Για να δούμε , τι θα
ετοιμάσουμε απόψε ;
Βάζει στη χουφτίτσα της
πολύ αγάπη, λίγες γλυκές κουβεντούλες, γαλάζια όμορφα όνειρα και αρχίζει να
τρίβει. Όμορφες νιφάδες γέλιου, χαράς, τρυφερότητας και χαρούμενων τραγουδιών,
αρχίζουν να ραίνουν τις πολιτείες των ανθρώπων.
- Ωχ! Κ. Φεγγαρίνα, μας
τρέλανες με αυτό το τρίψε- τρίψε. Άντε, τελείωνε να κοιμηθούμε. Διαμαρτύρεται ο
κ. Φεγγαρίνος .
Η κ. Φεγγαρίνα
συνεχίζει χωρίς να του δίνει σημασία.
- Πρέπει να προλάβω,
πριν ξημερώσει. Να σηκωθούν το πρωί , χαρούμενοι και γελαστοί. Γιατί όλη η
δουλειά γίνεται τη νύχτα, όταν το φως είναι λιγοστό και το σκοτάδι κρατά
κρυμμένες τις ασχήμιες, τις προσβλητικές κουβέντες, και τις κακές σκέψεις . Και
τότε με την πρώτη αχτίδα του ήλιου η καλοσύνη, η ευγένεια και η ανθρωπιά θα
έχουν φτιάξει ένα όμορφο σύννεφο και θα τυλίξουν τους ανθρώπους και θα τους κάνουν
χαμογελαστούς .
Κάποια στιγμή θα τα
καταφέρω!!!
Ευτέρπη
Λύχνου
4.
Στην
αγκαλιά του φεγγαριού, μοιράζοντας καρδούλες
Ο ένας ήταν φλύαρος. Η
άλλη απίιιστευτα κουραστική. Ο τρίτος είχε έπαρση. Κι η τέταρτη τι εγωίστρια! Ο
πέμπτος τόοοσο τσιγκούνης. Κι η επόμενη α πα πα μια ζηλιάρα! Με κανέναν δεν
μπορούσε να ταιριάξει η Μπελίντα. Η Μικρή Πολιτεία δεν τη χωρούσε. Αποφάσισε να
μαζέψει τα υπάρχοντά της και να μετακομίσει στη Μεγάλη Πολιτεία, στην Άκρη του
Κόσμου. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, κάποτε έφτασε στον προορισμό της. Τι φρίκη
ήταν αυτή! Τίποτα δεν ήταν όπως το περίμενε. Πρώτ’ απ’ όλα οι άνθρωποι.
Έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν, χωρίς να κοιτάζουν πίσω τους. Έπειτα κάτι ακόμα
χειρότερο: όλα ήταν γκρίζα! Όπου κι αν γύριζε το βλέμμα της τίποτα, πουθενά
ούτε λίγο χρωματάκι. Κάποια στιγμή σκόνταψε σε κάτι μαλακό. Φτερά; Φτερά! Και
μάλιστα κάτασπρα, όχι γκρίζα! Ε, φυσικά και τα δοκίμασε! Και ξαφνικά άρχισε να
πετάει, να πετάει όλο και πιο ψηλά, ώσπου έφτασε στο φεγγάρι. Εκείνο άνοιξε τα
χέρια, την έβαλε στην αγκαλιά του. Μικρές μικρές καρδούλες φώλιασαν στο
φουστάνι της. Μερικές γλίστρησαν κι έπεσαν στη γη. Γέμισε χρώματα η Μεγάλη
Πολιτεία. Σταμάτησαν να τρέχουν οι άνθρωποι. Κοιτάχτηκαν. Πλησίασαν ο ένας τον
άλλον. Αγκαλιάστηκαν. Έγιναν μια μεγάλη συντροφιά. Κι η Μπελίντα τούς κοίταζε
από ψηλά και καμάρωνε, γιατί είχαν χαθεί όοοολα τα ελαττώματα, ακόμα και το
δικό της.
Γιώτα
Κοτσαύτη
5.
Ο
Καλοσυνάτος στο Φεγγάρι
Μια φορά και έναν καιρό
ήταν ένα αγοράκι, ο Καλοσυνάτος. Ήταν πάντα ευγενικός και τρυφερός με όλους.
Κάθε μέρα προσπαθούσε να βοηθάει και να ευχαριστεί τον κόσμο. Υπήρχε, όμως,
κάτι που τον στεναχωρούσε. Η κακία, η αγένεια των ανθρώπων. Ήθελε να είναι τα
πάντα όμορφα και ευτυχισμένα, αλλά η ασχήμια του κόσμου ήταν τριγύρω σε κάθε
στιγμή και τον απογοήτευε.
-Μα, γιατί αυτός ο
κύριος μίλησε άσχημα σ’ αυτή τη γιαγιά στο δρόμο, σκέφτηκε μια μέρα που
περπατούσε.
-Μα, γιατί αυτό το
παιδάκι δεν έχει φαγητό και ζητιανεύει ξυπόλυτο, σκέφτηκε μια άλλη μέρα.
-Μα, γιατί η δασκάλα
αδίκησε το συμμαθητή μου, τον Ευαίσθητο, σκέφτηκε στο σχολείο.
-Μα, γιατί είπε ψέματα
ο φίλος μου ο Ανειλικρινής, σκέφτηκε πληγωμένος.
-Μα, γιατί κόβουν τα
δέντρα για να χτίσουν τσιμέντο, σκέφτηκε μια μέρα που είδε κάποιον να τα κόβει
στη γειτονιά.
Ακόμα, και τη μαμά και
τον μπαμπά έβλεπε να μαλώνουν, αλλά και τους φίλους του για μία μπάλα στην
παιδική χαρά.
Έτσι, ένα βράδυ, καθώς
δεν άντεχε άλλο, διακτινίστηκε δια μαγείας και χωρίς να το καταλάβει καλά- καλά
έφτασε στο Φεγγάρι. Από κει ψηλά αγνάντευε τον κόσμο που φάνταζε τόσο
μικροσκοπικός. Μοίρασε καρδιές· καρδιές γεμάτες αγάπη για να ζεστάνει τις
άδειες ψυχές των ανθρώπων. Ήθελε να δώσει αγάπη και καλοσύνη, όπως είχε στην
καρδιά του ο Καλοσυνάτος.
Γαρυφαλλιά
Παντέρη
6.
H μικρή Μάγγυ προσπαθεί
να κοιμηθεί. Κοιτάζει γύρω της το κρύο δωμάτιο. Μέρες πολλές είναι που έφυγαν
από το σπίτι τους, από τη χώρα τους. Περπάτησαν, κρύωσαν, πείνασαν, δίψασαν.
Τώρα που έχουν αυτό το υπόγειο δωμάτιο, η μαμά και ο μπαμπάς της είπαν να μην
γκρινιάζει. Άλλοι δεν έχουν ούτε αυτό. Αλλά της Μάγγυ δεν της αρέσει.... Τι έκανε
άλλοτε στο δικό της δωμάτιο όταν δεν της άρεσε κάτι.... Ονειρευόταν....
Η μικρή Μάγγυ κοιμάται
αλλά... τακ τακ! Ένα ολοκίτρινο φεγγάρι με ένα πράσσινο σκούφο και κόκκινα
μάγουλα της χτυπάει το τζάμι! Έλα Μάγγυ, πάμε βόλτα!
Βόλτα; Ρωτάει η μικρή!
Που να πάμε;
Πάμε να χρωματίσουμε
την πόλη!
Πριν το καταλάβει καλά
καλά το φεγγάρι την παίρνει στην αγκαλιά του και ανεβαίνουν στον ουρανό. Μαζί
ρίχνουν χρώματα στην πόλη! Να ρίξουμε και χνουδωτές άσπρες καρδιές να γίνουν
αύριο καλύτεροι οι άνθρωποι ρωτάει η Μάγγυ!
Να ρίξουμε! Λέει το
κίτρινο φεγγάρι...
Η μικρή Μάγγυ,
χαμογελάει στον ύπνο της....
Ελπίδα
Σπυριδοπούλου
7.
Το
φεγγάρι και τα παιδιά
«Να το μαμά, το
φεγγάρι!» είπε το μικρό κοριτσάκι στη μαμά του καθώς γύριζαν από το βραδινό
περίπατο στο πάρκο.
Το φεγγάρι , κρεμασμένο
ψηλά, θαρρείς από μιαν αόρατη μαύρη κλωστή, έκλεισε το μάτι παχνιδιάρικα το
μάτι. Ήταν το τελευταίο παιδί με το οποίο είχε παίξει για απόψε πριν πάει κι
αυτό στο κρεβάτι του για να ξαποστάσει μέχρι αύριο.
Κάθε βράδυ στο πάρκο τα
παιδιά κρυφά από τις μανάδες τους άρπαζαν μια από τις φωτεινές αχτίνες του και
σκαρφάλωναν με λαχτάρα πάνω στη γυαλιστερή, στρογγυλή του επιφάνεια. Κι από
κει…
Από κει ο κόσμος όλος
φαινόταν σαν ένα μεγάλο θαύμα! Σπίτια με φωτεινά παράθυρα, καμινάδες που έβγαζαν
σγουρό καπνό και δρόμοι γεμάτη με τα φευγαλέα φώτα των αυτοκινήτων.
Καμιά φορά από το
μισάνοιχτο τζάμι κάποιας σοφίτας πρόβαλε το κεφαλάκι ενός παιδιού που δεν είχε
αποκοιμηθεί ακόμη και περίμενε ώσπου να περάσει κι απ’ το δικό του παράθυρο το
φεγγάρι και να του χαμογελάσει με το ζεστό, ασημένιο του πρόσωπο. Όταν περνούσε
από το σπίτι του, το φεγγάρι τού χαμογελούσε και του έριχνε κι εκείνου μια
αχτίδα να το συνοδεύσει
στο ταξίδι του. Κι ύστερα εκείνο έβλεπε το ταξίδι στ΄ όνειρό του.
«Καληνύχτα, κοριτσάκι,
καληνύχτα!».
Μένη
Πουρνή
8.
Το
βασίλειο των ονείρων
Κάπου ανάμεσα στον
κόσμο των ανθρώπων και τον κόσμο των παραμυθιών υπήρχε το βασίλειο των ονείρων.
Κάθε βράδυ ένα παιδί του βασιλείου ανέβαινε στο φεγγάρι, που ήταν ορατό και
στους δυο κόσμους, και έπιανε δουλειά... Αποστολή του να ρίχνει εικόνες μέσα σε
όνειρα από τον έναν κόσμο στον άλλον υπολογίζοντας προσεκτικά τη δόση.
Απόψε ήταν η σειρά της
μικρής Αλίνα να ρίξει τα όνειρα. Το κορίτσι δεν ήταν και πολύ ενθουσιασμένο με
την ιδέα μιάς και το είχε κάνει αρκετές φορές στο παρελθόν και σκεφτόταν ότι
σίγουρα θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν έμπαινε και η ίδια στην καρδιά ενός
ονείρου και ταξίδευε μαζί του... Δεν άργησε να το αποφασίσει, έριξε κλήρο
ανάμεσα στους δύο κόσμους και έτυχε τον κόσμο των παραμυθιών...
Για κακή της τύχη όμως
το όνειρο έπεσε στην μάγισσα της Χιονάτης. Εκείνη κατάλαβε αμέσως πως το
κορίτσι δεν ανήκε σε κάποιο από τους δύο κόσμους και με διάφορα μαγικά
τεχνάσματα κατάφερε να της αποσπάσει τις πληροφορίες που χρειάζονταν. Στη συνέχεια
προσπάθησε να φυλακίσει το κορίτσι μέσα στον καθρέφτη για να πάρει τη θέση της
στον κόσμο των ονείρων και από έκει να μπει και στον κόσμο των ανθρώπων... Η
μικρή Αλίνα φώναζε ασταμάτητα και ενώ είχε αρχίσει να απελπίζεται, ξεπρόβαλλε
μέσα σε όνειρο ένα παιδί και την τράβηξε πίσω στο φεγγάρι.
Από τότε ούτε εκείνη
ούτε κανένα άλλο παιδί από το βασίλειο των ονείρων επιχείρησαν κάτι παρόμοιο,
είναι ευγνώμονες για την αποστολή τους και κατανοούν πόσο σημαντικό είναι να
διατηρείται η ισορροπία των πραγμάτων...
Ράνια
Ορφανάκου
9.
Ασημένιες
καρδούλες
Ένα πανέμορφο κοριτσάκι
κοίταζε το φεγγάρι κι έλεγε κάθε τρεις και λίγο: «Φεγγάρι φεγγαράκι μου, πως
μπορώ να δίνω χαρά στον κόσμο για να μην πονάει;» Το ολόχρυσο φεγγάρι που
κανένα παιδί δεν άφηνε παραπονεμένο του απάντησε με χαμόγελο: «Κορίτσι μου
γλυκό δεν έχεις παρά να ζωγραφίσεις καρδούλες με τα χεράκια σου και όλα θα
γίνουν από μόνα τους!» Το κοριτσάκι απόρησε για λίγο αλλά υπάκουσε. Συγκέντρωσε
ότι υλικά είχε σπίτι της, κάθισε σε μια καρεκλίτσα και με προσοχή ζωγράφιζε μία
– μία ασημένιες καρδούλες.
Μόλις τελείωσε όμως…
Τίποτα δεν συνέβη!... Βγήκε το κοριτσάκι έξω στην αυλή και παραπονέθηκε στο
φεγγάρι: «Μα γιατί δεν νιώθω τίποτα; Τι πρέπει να κάνω για να μοιραστεί η αγάπη
στον κόσμο;» Και το γλυκό φεγγάρι της απάντησε: «Μόλις έμαθες να δημιουργείς!
Μάθε και στον υπόλοιπο κόσμο να δημιουργεί και η επιθυμία σου θα έχει
εκπληρωθεί πια».
Κι από τότε το
κοριτσάκι ανέβηκε στο φεγγάρι με δύο πλατινένια φτερά που ζωγράφισε και άφηνε
μία – μία τις καρδούλες να πέσουν σε όλα τα σπίτια του κόσμου, με αποτέλεσμα να
δίνει κίνητρο στους ανθρώπους να δημιουργούν. Γιατί ως γνωστόν: Δημιουργία ίσον
αγάπη και αγάπη ίσον ζωή…
Νίκος
Πολυχρονόπουλος
10.
Τα
Ταξίδι
Ξαπλωμένος στο παιδικο
του κρεβατι , φανταρος πια, ‘και με βαλμένα τα χερια του σαν δευτερο
προσκέφαλο, άφηνε το λευκο φως του φεγγαριου να κάνει βόλτες στο παράθυρό του,
Κι αυτό σαν νεράκι γλιστρουσε από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα στην άκρη του
σεντονιου του.
Λεπτό το λεπτό ανέβηκε
μέχρι στο πρόσωπό του. Ο φανταρος χαμογέλασε.
Ο χρόνος του έκανε τη
χάρη και γυρισε. Κάποια παλιά βράδια ήρθανε και καθισαν στον ώμο του. Τοτε που
οι τζιτζικες «τραγουδαγαν» τις ζεστες νυχτες του καλοκαιριου και κάπου μακρυα
φωναζε μια κουκουβάγια. Οι μικροι συνροφοι του φεγγαριου, τα χιλιάδες
αστεράκια, του φωναζαν να ξανασκαρφαλώσει στο μισοφεγγαρο όπως τότε που ήτανε
παιδι… Τον ενθαρρυναν να μην φοβάται…άλλωστε αν ήταν επικίνδυνο δεν θα στόλιζαν
κι αυτά το μαυρο σεντόνι του ουρανου.
Εκλεισε τα μάτια και
ειδε ένα μικρο παιδι στην αγκαλιά του μισοφεγγαρου που με το φωτεινο του
φαναράκι κοιταζε κάτω στη γή.
«Μπαμπά» ψέλλισε στην
εικόνα του μπαμπά του που έπαιζε μαζι του τρενάκι στο μικρο τους σαλονάκι και
χαμογελασε γεμάτο νοσταλγια.
Το μικρό Ντογκ γαυγιζε
στο συρμο ασταμάτητα…
και η μαμά με κοτσο τα
μαλλιά σκούπιζε τη βραδυνη λάντζα και χαιρόταν ετσι όπως τους κοιταζε να
παιζουν.
Κάποτε κουράστηκε να
παίζει με τον μπαμπά και τον Ντογκ
Κουρνιασε στην τρυφερη
αγκαλιά της μαμάς του και αποκοιμηθηκε ακουγοντας ένα παραμύθι
Μια νεράιδα φτερουγισε γυρω
του και το μικρο της ραβδάκι ακουμπησε στη μυτουλα του. «Ντινκγ ντονγκ...Ξύπνα…
ξημέρωσε » του ειπε με τη λεπτη φωνούλα της « … η μαμά έχει έτοιμα τα ρούχα
σου…και μην αργεις…Θα χάσεις το τρένο και θα φας «καμπάνα» από το λοχαγο »
Το παιδάκι άνοιξε τα
μάτια του και ειδε έναν φανταρο ξαπλωμενο στο κρεβάτι του. Με τα ολοστρόγγυλα
ματάκια του γεμάτα απορία τραβηχτηκε στην άκρη και τον άφησε να σηκωθει με την
ησυχία του. Ο ήλιος που ειχε τρυπώσει για τα καλά στο δωμάτιό του έκανε το
φανταρο να τριβει τα ματιά του και να τον σηκώνει με τις πρώτες του αχτιδες
« Μα τι όνειρο κι αυτό
! »…ειπε μεσα του ..ενω ταυτόχρονα φιλουσε τη μαμά του στο ροδαλο της μάγουλο.
Βούλα
Παπά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;