Μέρα με τη
μέρα, καλάθι με καλάθι, είχα βρεθεί ένα πρωί πλούσιος! Περιουσία να δουν τα
μάτια σου! Ε β δ ο μ ή ν τ α π έ ν τ ε
δραχμές ολοστρόγγυλες! Ούτε δεκάρα λιγότερο! Περιουσία να την βλέπεις και ν’
αλληθωρίζεις! Το πώς την έκανα; Α… Αυτό είναι πάλι μια άλλη ιστορία, μια
λυπητερή Οδύσσεια από μικρά παιδικά πάθη: Σκαρφαλώναμε στα κάγκελα του Σταθμού,
καβγαδίσματα με τους ξενόγλωσσους μουστερήδες, κυνηγήματα και κλωτσιές απ’ τους
καποτρένους, πετριές απ’ τους κλειδούχους και τους χωροφύλακες… και το
χειρότερο: σπρωξιές και κασκαρίκες απ' τους πουλητάδες συντρόφους μου που, κι ο μικρότερός τους ήταν διπλός από
μένα. Τότες λοιπόν, πως τα κατάφερα να συνάξω όλο κείνο το θησαυρό; Τα
κατάφερα: Είχα πάρει παραγιό. Έναν τίμιο παραγιό, που τον άφηνα να χει έγνοια
στο πράμα, κι εγώ άρπαζα δυο δυο τα
μισοκάρικα καλάθια και σκαρφάλωνα στα βαγόνια… Μα τώρα τί ήθελα και τον ανέφερα
τον παραγιό; Τί ήθελα να πάρω –ύστερα από τόσα χρόνια- αυτή τη βραδινή λύπη; Μα
ας είναι… Ας το πιω το ποτήρι.
Σουκρή τον
λέγανε. Ήταν ένα δεκάχρονο τουρκόπουλο που με τιμούσε σαν τρανό αφέντη. Βολικό
και φιλότιμο σαν το σκυλί. Τίμιο σαν άγγελος και άσκημο σαν μάρτυρας. Το
γνώρισα ένα μεσημέρι καθώς περιτριγύριζε ένα γύρω στο Σταθμό μη βρει κάνα
φανταχτερό χαρτί, κάνα πιωμένο τσιγάρο για τη βάβω τη θεριακλίδισσα, κάνα σάπιο
φρούτο για να καταλαγιάσει την πείνα του. Ήταν απ’ τα μπουλούκια τις τούρκικες
φαμελιές που τις είχαν τώρα μήνες στοιβαγμένες μες στα χωράφια για να τις
πάρουνε τα τρένα και να τις πάνε στις καινούριες πατρίδες. Εκεί κάτου, στα
χωράφια που αφήσαμε κι ήρθαμε τόσο μακριά για να τα θυμόμαστε και να λέμε
«αχ…».
Εκεί κάτω
στο Βερτεκόπι γινόταν ένα αντάμωμα λυπητερό. Βαγονιές ρωμιοί και ρωμιόπουλα
ανέβαιναν για τον τούρκικο κάμπο της Καρατζόβας. Κι άλλες βαγονιές με
τουρκόπουλα κατέβαιναν για τους γιαλούς της Ανατολής. Κάτι ταξίδια αθέλητα,
απελπισμένα. Να ζηλεύει ο τούρκος το ρωμιό και ο ρωμιός τον τούρκο.
-Ώρα καλή…
Και –αμάν…- μη μας τα τυραννήσετε τα χωματάκια μας.
Και σμίγανε
τα χέρια τους, μπροστά σε κάτι μάτια κατακόκκινα. Και τα τρένα σφυρίζανε.
Σφυρίζανε και τρέχανε σαν τρελά, με κάτι βαρυκαρδισμένους ανθρώπους μέσα. Κάτι
ήμερα, καλόβουλα δεντριά, που τα ξεριζώσανε άπονα για να τα φυτέψουνε σε πικρά
χώματα και ξένα.
-Εμείς δε
φταίμε, αρκαντάς, δεν το θέλαμε. Ο Αλλάχ ας το πει.
-Αμάν… κι
εμείς δεν το θέλαμε, αδέρφια. Κιαμήλ! Να, το μαντήλι μου… βάλτο παντιέρα
σε μια καλαμποκιά.
-Αχ!... Να
κι εσύ το φέσι μου, Βαγγέλ’… βάν’ το σκουφιά στο μποστάνι σου –αχ- να
φευγατίζεις τις κουρούνες.
-Ποιος είν’
ο άπονος που μας το ‘κανε;
-Μπιλμέμ
(δεν ξέρω). Απ΄ τον Αλλάχ να το βρει… Και τα μάτια στάζανε ζεστά δάκρυα, και τα
τρένα χύνανε ζεστά νερά. Κι η μηχανή
έβγαζε σύννεφα που ανηφόριζαν κατά τα σύννεφα τα’ ουρανού. Και πάνου απ’ τα
σύννεφα της μηχανής και τα’ ουρανού, αντάμωσαν ο Έλληνας Θεός με τον Τούρκο
Θεό, που αλλάζανε κι αυτοί πατρίδες στον ουρανό –και ρωτήθηκαν κι αυτοί
«γιατί», και τα σύννεφα είπαν «μπιλμέμ»… «Μπιλμέμ» είπαν κι αυτά (δεν ξέρω) και
μαύρισαν πιο πολύ…
Η φαμίλια
του Σουκρή έκανε τσαρδί κάτου από μια σκαμνιά και καρτερούσε χωρίς χαρά να ‘ρθει
ένα τρένο και να την πάρει. Ένα μήνα τώρα ήταν για πανιά, και πανιά δεν έκανε.
Η βάβω του είχε κόκκινα μάτια. Έφταιγε το σεκλέτι, έφταιγε κι η καπνιά. Ύστερα
ήταν κι η πείνα, κι η αναποδιά. Σερνικό το σπίτι δεν είχε, τα δυο ξερά χέρια
της μάνας το κουμαντάριζαν. Ήρθε τώρα και το ξεσπίτωμα. Έτσι είναι. Όπου πάει
μια στεναχώρια πλακώνει κι άλλη μια.
Μεγάλος
σεβντάς τον είχε πιάσει τον Σουκρή με την πραμάτεια μου, απ΄ την πρώτη μέρα που
την έστησα κάτω απ΄ το πλατάνι του Σταθμού.
Στεκόταν
εκεί αντίκρυ στα ροδάκινά μου και τα κοιτούσε με κάτι χοντρές χοντρές άσκημες
χειλάρες που στάζανε παχύ σάλιο. Ύστερα γλειφότανε. Τα μάτια του έτρωγαν και τα
χείλη του έγλειφαν. Τότες εγώ ο «έμπορας» -που δεν ήμουνα καθώς φαίνεται και
πολύ της προκοπής έμπορας, γιατί με πήρε η ψυχοπονιά:
-Γκιέλ, του
είπα… Παιδί… του είπα –γκιέλ… (έλα), να, φάε ένα…
Του διάλεξα
το καλύτερο της μόστρας και του το χάρισα.
-Γιόκ… μου
λέει τς… τς… (όχι όχι!) Δεν το παίρνει. Μόνο απλώνει το μαύρο χέρι του και
διαλέγει ένα μικρό, μισοάγουρο και χτυπημένο. Αυτό είναι! Το χώνει βιαστικά
στον κόρφμο του και μου κάνει έναν πλούσιο τεμενά.
Βρε! τί ήταν
αυτό; Κοιτάζω το σουλούπι μου και με πιάνει ντροπή. Ο Σουκρής πάει σαν το
χαρούμενο κουβαλητή στη βάβω του.
Την άλλη, να
σου τον μπροστά μου μαύρος και αποφασισμένος:
-Τσελεμπή…
μου λέει, με θέλεις για παραγιό; και κοκκινίζει.
Κοίταξα τα
χέρια του… ήταν λίγο άπλυτα –διορθωνότανε το κακό. Κοίταξα τα μάτια του. Ήταν
τίμια, τίμια και βολικά. Βολικά για κάθε δουλειά που χρειαζότανε εμπιστοσύνη.
-Σύμφωνος…
(χάρισέ μου τ’ όνομά σου)… Σύμφωνος, Σουκρή… μα μη μου το ξαναπείς για παραγιό.
Αν θες για συνεταίρος κάτι γίνεται. Έλα τώρα, ορίστε στο τραπέζι μου. Αυτά τα
λέμε αύριο. Μπούιουρουμ, Σουκρή (ορίστε).
Φάγαμε σαν
βασιλιάδες. Στο τέλος περάσαμε στα δόντια μας από ένα σπιρτόξυλο –όπως είδαμε
να κάνει ο πλούσιος του χωριού, ο κυρ Αυγερινός, που έτρωγε όσες φορές ήθελε…
και ήθελε πολλές, και που μύριζε κρεατίλας… δεν τον χώνευα… -και τα ξύναμε…
Σαν ματώσανε
καλά τα δόντια μας απ’ την καθαριότητα πήγαμε στην τουλούμπα του Σταθμού… Εκεί
φουσκώσαμε τις κοιλιές μας σαν τον κυρ Αυγερινό και ξαπλώσαμε στον παχύ ίσκιο
να τις ξεφουσκώσουμε. Μας πήρε το κουβεντολόι και ξεχαστήκαμε. Είχαμε να πούμε
για χίλια δυο πράματα. Για εμπόρια, για φορεσιές, για τρένα…. Και για κάτι
βάρκες… Για κάτι βάρκες σιδερένιες που μπορούσαν να χωρέσουνε ολάκερα χωριά
μέσα και που τις λέγανε «παμπόρια».
-Ναι… μα τι
θα πει όμως βάρκες;
-Α…. βάρκες…
Να, Σουκρή, σκάφη έχετε; Να, ένα δέντρο σκαλισμένο που πλέουνε τα σκουτιά μέσα…
Ένα τέτοιο… Έχετε;
-Ναι… Ναι…
-Ε, να: Πάρε
μια σκάφη… μεγάλωσ’ την, μεγάλωσ’ την, κάνε την ως μια σπιταρόνα… βάλ’ της και μια μπουρού να σφυράει… και είναι
παμπόρι.
-Α… Εή
(καλά). Και ποιος την τσουλάει;
-Εδώ είναι!
που δεν την τσουλάει κανένας. Πάει με καπνό. Βγάζει καπνό και πάει.
-Α… καίγεται
παναπεί.
-Μμμ… όχι κι
έτσι. Μα, κάτι της καίνε μέσα στο άντερό της και τη θυμώνουνε. Και φεύγει…
-Α… Και που
περπατάει; Στη σούσα; (δημοσιά).
-Αυτό είναι!
Που δεν πάει στη σούσα, μα που κολυμπάει στη θάλασσα.
-Βάι! Τί ‘ναι πάλι αυτό;
-Η θάλασσα;
Σουκρή, να: πάρε μια χαβούζα, μεγάλη, μα πολύ μεγάλη…, που να μην έχει άκρη.
Γιόμισ’ τη γαλάζιο νερό –ναι, πρέπει να
είναι γαλάζιο…
-Ύστερα;
-Ύστερα, Σουκρή,
πρέπει να φροντίσεις γι’ αλάτι. Θα
χρειαστείς ως δέκα σακιά. Πάρε με τη χούφτα σου αλάτι, ρίξε… ρίξε… ρίξε…
-Ε;
-Ε, έκανες
θάλασσα. Μα πρέπει να την καλοπιάνεις. Καμιά φορά –στα καλά καθούμενα-
αναποδιάζει, την πιάνει ο θυμός και πνίγει τις βάρκες της.
-Ωχ!
-Ναι, μα το
Θεό.
-Βάι… τι
λες, εφέντη’ μ;
-Ναι,
Σουκρή, ναι.
Σωπάσαμε και
συλλογιζόμασταν. Πρώτα το τζαναμπέτικο νερό που το πιάνουν οι αναποδιές. Κι
ύστερα για το «παμπόρι», γι’ αυτή τη σιδερένια σκάφη, που είναι σαν κανένας
δράκος ξαπλωμένος ανάσκελα στο νερό και καπνίζει την τσιμπούκα του.
-Ε… να, μ’ αυτό θα πάτε στο χωριό μου, Σουκρή.
-Έτσι ε; Και
πώς το λένε;
-Το χωριό
μου; Έγγερη… Σταμπούλ.
-Έχει πολλά
μαγαζιά, λένε, ε;
-Ου, ου!
άλλο τίποτα. Όλο μαγαζιά είναι.
-Έχουνε
πενίρια (τυριά), σουτζούκια, παστουρμάδες, ψωμιά χάσικα;
-Ναι… ναι…
ναι… Όσα θέλεις.
Ο Σουκρής
γλείφτηκε. Τότες εγώ κάτι σκέφτομαι. Το συλλογιέμαι πρώτα μοναχός μου κι ύστερα
τον πιάνω από το χέρι.
-Σουκρή,
όμως…
-Ε;
-Θα σε
παρακαλέσω κάτι. Εκεί στο φεγγίτη του σπιτιού μου θα βρεις ένα χρυσό τζιτζίκι.
-Τζιτζίκι;
-Ναι, σε μια
κλωστή… που έχει και το καρότσι του μαζί –ένα σπιρτόκουτο. Σουκρή…, τότες που
φύγαμε, σηκωθήκαμε βιαστικά και ξέχασα να το μαζέψω… Σουκρή, ξέζεψ’ το, σε παρακαλώ, γιατί θα κουράστηκε τόσον
καιρό ζεμένο. Έτσι, Σουκρή;
-Εή,
αρκαντάς, θα το κάνω.
-Ευχαριστώ,
Σουκρή.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Συννεφιάζει, εκδόσεις Δωρικός.
...
Κάθε βδομάδα η
Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο
παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία
αγαπημένων λογοτεχνών.
Από τον Δεκέμβριο του
2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση αυτά.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Τη σημερινή εικόνα
έκανε ο Χαράλαμπος Μαργαρίτης.
Ονομάζομαι
Χαράλαμπος Μαργαρίτης. Με φωνάζουν Χάρη, Μπάμπη, Χαραλάμπη.
Μόνο η γιαγιά
μου με φώναζε «Λαμπερό», μάλλον επειδή ήμουν από όλα της τα εγγόνια το πιο
μελαχρινό…
Γεννήθηκα και
μεγάλωσα στο Ηράκλειο της Κρήτης, ωρίμασα στην Αθήνα & φοιτώ(ζω) στο Τμήμα
Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας της
Φλώρινας. Αντιμετωπίζω τη ζωή όπως της πρέπει και αυτή το ίδιο. Αγαπώ τα
χρώματα και θα ήθελα μία μέρα όλος ο κόσμος να καταλάβει ότι είμαστε πολύχρωμοι
και όχι μονόχρωμοι.
Μου λείπει η
θάλασσα και για αυτό έχω συνέχεια δίπλα μου ένα ποτήρι μισογεμάτο με νερό (κατά
διαστήματα το πίνω αλλά το ξαναγεμίζω!)…
Συμμετοχές : Βραδιά Ερωτικής ποίησης (Στέγη
Γραμμάτων & Τεχνών Αμυνταίου) 2013, RemBrand2013 (Γκαλερί Λόλα
Νικολάου, Τεχνοχώρος), RemBrand2014 (ArtAthens)
Εικονογραφήσεις: «Η Μπαρή Σεβνταβά» εξώφυλλο (του Θ.
Αλεξανδρή από εκδόσεις Περίπλους), «ΓΕΩ»
ένθετο περιοδικό της Ελευθεροτυπίας, «Ερπετά
και αμφίβια» Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, «Άγρια
Θηλαστικά» Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, “The Amphibians
and Reptiles of Greece” Edition Chimaira Frankfurt am Main , “Conservation
Biology”
εκδόσεις «αει», «Το Βυζάντιο και η
Ελλάδα» εκδόσεις Πατάκη, «Ο Σπυράκος
κ το Κατάστημα Παιχνιδιών» εκδόσεις Μέλει, «Ο Σπυράκος στο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο» εκδόσεις Μέλει, «Ερπετά και αμφίβια της Κύπρου»
Διακοσμήσεις : Brasserie Café Briki, Στο…Α
Café-Beer-Wine Bar,
πίνακες ζωγραφικής εσωτερικού χώρου, ρολόγια τοίχου εσωτερικού χώρου.
Mail: margasgr@yahoo.com
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα «Ένα κείμενο,
μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;