Μια φορά κι έναν καιρό
ζούσε ένας φτωχός γεωργός. Είχε ένα μικρό χωραφάκι και μέρα νύχτα δούλευε σ’
αυτό, για να μπορέσει να ζήσει.
Μιαν ανοιξιάτικη μέρα,
καθώς όργωνε τη γη, βλέπει να πετάει ίσια καταπάνω του ένα κάτασπρο λελέκι.
Πετούσε, όμως, κάπως περίεργα, θαρρείς και τρέμαν τα φτερά του. Ο γεωργός
παραξενεύτηκε, παράτησε τη δουλειά του και το κοίταζε. Ξαφνικά το πουλί δίπλωσε
τις φτερούγες του κι έπεσε δίπλα του σαν πέτρα.
Ο φτωχός γεωργός
πλησίασε προσεκτικά το λελέκι και είδε πως η μια φτερούγα του ήταν σπασμένη.
Λυπήθηκε το δύστυχο πουλί, το πήγε στο σπίτι του, άλειψε την πληγή με αλοιφή
και έδεσε τη φτερούγα.
Το λελέκι άρχισε να συνέρχεται. Κάποια μέρα,
ένιωσε τις δυνάμεις του να ξαναγυρνούν κι άρχισε να φτερουγίζει. Τότε ο φτωχός
γεωργός το πήγε στο χωράφι, το άφησε και είπε:
«Πέτα,
άσπρο λελέκι, ας είσαι ελεύθερο και ευτυχισμένο!»
Πέρασε ένας χρόνος. Ο γεωργός και πάλι δούλευε
στο χωράφι του. Σε μια στιγμή είδε ξανά το άσπρο λελέκι. Εκείνο τον πλησίασε
πετώντας και του έριξε τρία σπόρια από καρπούζι.
Ο φτωχός γεωργός φύτεψε
τους σπόρους και γρήγορα φύτρωσαν οι καρπουζιές. Αυτό είναι το δώρο του άσπρου
λελεκιού, σκεφτόταν καθώς καμάρωνε τα όμορφα φυντάνια.
Το καλοκαίρι πέρασε
μέσα σε δουλειές. Ωρίμασαν και τα καρπούζια. Τρία ήταν όλα κι όλα, όμως έγιναν
τόσο πελώρια που δεν μπορούσες να τ’ αγκαλιάσεις και με τα δυο χέρια.
Προσπάθησε ο γεωργός να σηκώσει ένα καρπούζι, μα ήταν ασήκωτο, δεν μπορούσε να
το ξεκολλήσει απ’ τη γη.
Τότε πήρε ένα
καροτσάκι, φόρτωσε σ’ αυτό και τα τρία καρπούζια και τα πήγε στο σπίτι. Με
τέτοια καρπούζια, σκέφτηκε, πρέπει να καλέσω τους γείτονες, να τους κεράσω.
Μαζεύτηκαν οι καλεσμένοι γείτονες, συγγενείς και παιδιά από τους γύρω δρόμους.
Ο νοικοκύρης άρχισε να κόβει το καρπούζι. Δεν κοβόταν όμως. Δοκίμασε να κόψει
το δεύτερο καρπούζι, ύστερα το τρίτο, μα δεν κόβονταν με κανέναν τρόπο.
Σήκωσε τότε το χέρι του
και μ’ όλη του τη δύναμη έδωσε μια με το μαχαίρι. Το καρπούζι έτριξε, άνοιξε
στα δύο, κοιτάνε μέσα και τι να δουν: γεμάτο χρυσά νομίσματα! Μείναν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα. Ο νοικοκύρης άνοιξε και
τ’ άλλα δυο καρπούζια• και σ’ αυτά
υπήρχε χρυσάφι. Γεμάτος χαρά, το μοίρασε σχεδόν όλο στους καλεσμένους του.
Εκείνοι, ικανοποιημένοι, γύρισαν στα
σπίτια τους.
Δίπλα στο γεωργό ζούσε
ένας πλούσιος που ήταν μεγάλος πλεονέκτης. Σκέφτηκε λοιπόν: ο γείτονάς μου ήταν
όλη του τη ζωή φτωχός και ξαφνικά πλούτισε σε μια μέρα. Πρέπει να μάθω ποιο
είναι το μυστικό των καρπουζιών του.
Έτσι, μια και δυο, ο
άπληστος πλούσιος πηγαίνει επίσκεψη στο γείτονα.
«Πες μου, καλέ μου φίλε»,
του λέει, «πώς πλούτισες, ποιο είναι το
μυστικό των καρπουζιών σου; Πες μου, μη μου το κρύβεις, βλέπεις εμείς οι δυο
είμαστε γείτονες, κι από δω και στο εξής θα γίνουμε και καλοί φίλοι.»
Ο γεωργός δεν έκρυψε
τίποτα. Του τα διηγήθηκε όλα, όπως ακριβώς έγιναν.
Ο πλούσιος γύρισε
τρέχοντας στο σπίτι του. Εγώ πρέπει να ‘χα τέτοιες καρπουζιές, σκεφτόταν. Εγώ
θα ‘ξερα καλά τι να τις κάνω, και με κανέναν δε θα μοιραζόμουν το χρυσάφι!
Νωρίς το άλλο πρωί πήγε
στο χωράφι του και είδε το άσπρο λελέκι. Στεκόταν στο ένα του πόδι και
λαγοκοιμόταν ήσυχα.
Πρέπει να το γιατρέψω, σκέφτηκε ο πλούσιος.
Δεν είναι όμως πληγωμένο… Τι να κάνω; … Θα του σπάσω το πόδι κι ύστερα θα το
κάνω καλά!
Πήρε ο πλούσιος ένα
μακρύ ραβδί, κρυφοζύγωσε προσεκτικά το λελέκι και το χτύπησε με το ξύλο στο
πόδι. Το λελέκι έπεσε κάτω. Το άρπαξε ο
πλούσιος στην αγκαλιά του και το πήγε στο σπίτι του. Εκεί, άλειψε με αλοιφή το τραύμα
του κι έδεσε το σπασμένο του πόδι.
Πέρασε καιρός. Το
λελέκι έγινε καλά, άρχισε να περπατάει, όμως κούτσαινε.
Ο πλούσιος το πήγε στο
χωράφι, το άφησε, κι εκείνο πέταξε ψηλά. Ο πλούσιος του φώναξε:
«Γύρνα
την άνοιξη και φέρε τρεις σπόρους καρπουζιού, μην τον ξεχνάς: εγώ σ’ έκανα
καλά!».
Όταν μπήκε η άνοιξη ο
πλούσιος πήγαινε κάθε μέρα στο χωράφι και περίμενε το άσπρο λελέκι.
Όμως αυτό
δε φαινόταν πουθενά. Ο πλούσιος άρχισε να θυμώνει:
«Άδικα
το ‘κανα καλά αυτό το ανόητο πουλί! Και ξόδεψα και τόση τροφή!»
Να, όμως που ένα πρωινό
φάνηκε το άσπρο λελέκι. Πετώντας πλησίασε τον πλούσιο και του έριξε τρεις
σπόρους καρπουζιού. Η καρδιά του πλούσιου πήγε να σπάσει από τη χαρά του: τώρα
θα γίνω ο πιο πλούσιος απ’ όλους στα μέρη μας, σκέφτηκε.
Φύτεψε τους σπόρους στη
γη. Μετά από λίγο ξεπρόβαλαν τα βλαστάρια, βγήκαν τα κοτσάνια, άνθισαν τα
λουλούδια… Κι ήρθε ο καιρός που τα καρπούζια ωρίμασαν. Τρία ήταν όλα κι όλα,
όμως ήταν τόσο πελώρια που και με τα δυο χέρια δεν μπορούσες να τ’ αγκαλιάσεις.
Φόρτωσε ο πλούσιος και τα τρία καρπούζια σ’ ένα καροτσάκι και τα πήγε στο σπίτι
του.
Όμως όχι, εγώ δεν θα
καλέσω κόσμο είπε στον εαυτό του. Κανείς δε θα δει πόσο χρυσάφι έχω!...
Στο σπίτι έκλεισε τις
πόρτες, πήρε ένα τεράστιο μαχαίρι και το έμπηξε με ορμή στο πιο μεγάλο
καρπούζι. Έτριξε το καρπούζι, άνοιξε στα δύο κι από μέσα ξεχύθηκε ένα σμάρι
σφήγκες που βούιζαν αγριεμένες. Όρμηξαν
στον πλούσιο, τον κύκλωσαν από παντού κι άρχισαν να τον τσιμπάνε! Ο πλούσιος
άρχισε να χτυπιέται, φώναζε, βρήκε με δυσκολία την πόρτα, μόλις και μετά βίας
τράβηξε τον σύρτη, πετάχτηκε στο δρόμο και, τρέχοντας σαν τρελός, πήρε των
ομματιών του.
Για πολύ καιρό μετά απ’
αυτό θυμόταν το κουτσό λελέκι.
Όσο για το γείτονά του,
εκείνος ζούσε με άνεση, όμως δεν ξεχνούσε την περασμένη του ζωή και πάντα
βοηθούσε τους φτωχούς.
Το
κουτσό λελέκι, Λαϊκά παραμύθια των Ουζμπέκων, Εκδόσεις Μάλις και Σύγχρονη
Εποχή, 1989, απόδοση: Μ. Βατάγκιν.
…
Κάθε βδομάδα η
Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.
Από τον Δεκέμβριο του
2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Τη σημερινή εικόνα
έκανε ο Άρης Πασματζής.
Γεννήθηκε στις
12/10/1983 στην Πάτρα όπου και ζει.
Σπούδασε Μηχανολόγος-Μηχανικός
στο ΑΤΕΙ Πατρών.
Από μικρός έδειξε
ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και σε ηλικία 10 ετών παρακολούθησε για ένα χρόνο
μαθήματα στον Φυσιολατρικό σύλλογο Πάτρων, όπου και συμμετείχε στην ετήσια
έκθεσή του στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης.
Παράλληλα με το σχολείο
παρακολούθησε γραμμικό και ελεύθερο σχέδιο για την εισαγωγή του στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Από τότε η ενασχόλησή
του με τη ζωγραφική ήταν σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Μέχρι και τον Αύγουστο του
2014. Τότε τον «ανακάλυψε» ο κύριος Κώστας Λεούσσης, Καλλιτέχνης και Καλλιτεχνικός
Επιμελητής Εκθέσεων και του άνοιξε τον δρόμο των εκθέσεων με τη συμμετοχή του στις
“ΑΕΝΑΕΣ ΠΝΟΕΣ”, που έλαβαν χώρα στην
Ποσειδωνία Σύρου.
Παράλληλα ασχολείται με
τη διακόσμηση, καθώς και με χειροποίητα κεριά και λαμπάδες, όλα ζωγραφισμένα
στο χέρι.
Αυτή την περίοδο
ετοιμάζεται για δύο εκθέσεις ζωγραφικής, στη Γλυφάδα και την Αράχωβα.
Η σελίδα του Άρη στο facebook:
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα»
στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;