Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Η μεγάλη τσάντα



Σπίθες πετούν τα μάτια της. Και καθώς στρέφει και κοιτά τον «κύριο», αναταράζεται ολόκληρη. Κρατά μια τσάντα που την κουνά με τρόπο τόσο απειλητικό, ώστε νομίζεις πως θα του την φέρει στο κεφάλι.

-Τι συνέβη;

Πεισματώνει:

-Ούτε και γνωρίζω!

-Σου ‘δωσε ο κύριος χαστούκι;

Φρενιάζει.

-Εντελώς ξαφνικά.

-Γιατί;

Τρέμει ολόκληρη:

-Ούτε και γνωρίζω.

-Είχατε προηγούμενα;

Παίρνει φόρα:

-Προηγούμενα; Εγώ μ’ αυτόν; Αστείο πράγμα. Ούτε τον ξέρω, ούτε με ξέρει. Ούτε του μίλησα, ούτε μου μίλησε. Ούτε τον κοίταξα, ούτε με κοίταξε. Αντιλαμβάνεσθε πως συνέβησαν τα πράγματα. Επήγαινα στην κουνιάδα μου στου Βεΐκου, κ. Πρόεδρε. Εγώ κατοικώ Κολιάτσου. Καθόμουν, λοιπόν, στο τραμ, κι απέναντι μου φάτσα με φάτσα καθόταν αυτός ο παλαβός.

Τρίζει τα δόντια του «αυτός»:

-Εγώ παλαβός! Με λέει παλαβό!

-Σιωπή εσύ.

-Βρίζει, κ. Δικαστά, ακούτε;

-Είπα σιωπή!

Τρέμει ολόκληρος:

-Με συγχωρείτε. Είμαι λιγάκι νευρικός.

Γυρίζει ο πταισματοδίκης στην κυρία:

-Ορίστε λέγε εσύ.

Φυσά και ξεφυσά:

-Λοιπόν ήλθε ο εισπράκτωρ, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, έβγαλα τα λεπτά, του τα έδωκα. Eκοψε απ’ το μπλόκ το εισιτήριο, μου το έδωκε. Αντιλαμβάνεσθε, κ. Πρόεδρε. Ύστερα ήλθε ο επιθεωρητής, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, του το έδωκα. Το κοίταξε, το έκοψε λιγουλάκι, μου το έδωκε.

-Λοιπόν;

-Ο κύριος μ’ αγριοκοίταξε

-Γιατί;

-Ούτε και γνωρίζω

Λυσσά ο «κύριος»:

-Να σας πω εγώ, κ. Πταισματοδίκα.

-Εσύ να πάψεις!

-Λέει, δε γνωρίζει γιατί την αγριοκοίταζα. Και μ’ εκνευρίζει.

-Πάψε, σου είπα!

-Με συγχωρείτε, κ. Δικαστά. Είμαι λιγάκι νευρικός...

Ανάβει και κορώνει, ο πταισματοδίκης:

-Αν είσαι λιγάκι νευρικός, σε στέλνω μέσα και σου περνούν τα νεύρα σου. Σου το λέω για τελευταία φορά, να μην παρεμβαίνεις. Ακούς;

-Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.

-Θέλεις να πας μέσα;

-Όχι, κ. Πρόεδρε.

Αγαθός φαίνεται. Στρογγυλοπρόσωπος. Και υποφέρει. Στέκεται εκεί, λίγο παραπέρα, δαγκώνει τα χείλη, τρώει τα μουστάκια, βγάζει μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα, στρίβει το μαντίλι, το ανοίγει, το τραβά, το ξαναστρίβει. Μάλλον κοντός. Μεσόκοπος. «Λιγάκι» νευρικός. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, παίζουν οι ώμοι του, παίζουν τα πόδια του. Μόλις σηκώνει την κουδούνα ο πταισματοδίκης, μαζεύεται. Ύστερα γυρίζει, βλέπει την κυρία, καρφώνει τα μάτια στο τσαντάκι της και φρίττει. Κάτι συμβαίνει εκεί! Εκεί, στο τσαντάκι, προφανώς, είναι η αιτία του κακού.

-Εξακολούθει, εσύ

Αναστενάζει η κυρία:

-Και ξαφνικά που λέτε, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμιά, καμιά, καμιά αιτία, μου αστράφτει ο κύριος ένα χαστούκι. Αντιλαμβάνεσθε! Χαστούκι εμένα, που ο ίδιος ο σύζυγος μου, κ. Πρόεδρε, δεν τόλμησε ποτέ να μου απλώσει χέρι. Χέρι; Τι λέω! Μια φορά που τόλμησε να μου πει μισή κουβέντα, έτρεξα στους δικηγόρους να ζητήσω διαζύγιο. Κι ο Γιάννης έπεσε στα πόδια μου. «Φανίτσα και Φανίτσα!» Αντιλαμβάνεσθε. Χαστούκι εμένα! Που μ’ έχει ο σύζυγος μου μη στάξει και μη βρέξει. Ρωτείστε, παρακαλώ, πλατεία Κολιάτσου, Φανή Γελαδινού, του μηχανικού. Απαιτώ να κρεμαστεί εις την Πλατείαν του Συντάγματος! Ούτε πολύ ούτε ολίγον!

-Καλά, καλά.

-Να μάθει τρόπους!

-Πήγαινε!

-Χαστούκι στην Φανή Γελαδινού!

-Στάσου παραπέρα.

-Παρακαλώ, μες στην Πλατεία του Συντάγματος!

Χάνει την υπομονή του ο πταισματοδίκης και χτυπά με μανία την ανάποδη του μολυβιού στην έδρα του. Σωπαίνει, επιτέλους, η κυρία και καλείται ο κύριος, που δαγκώνει τα μουστάκια και στρίβει το μαντίλι, για να κρατήσει την ψυχραιμία και τα νεύρα του.

-Έδωσες, πράγματι, χαστούκι;

-Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.

-Την ξέρεις;

-Όχι κ. Πρόεδρε.

-Ώστε ομολογείς;

-Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.

-Την έχεις δει άλλη φορά;

-Όχι, κ. Πρόεδρε.

-Τότε λοιπόν;

-Είμαι λιγάκι νευρικός!...

-Ωραία δικαιολογία! Σπουδαία δικαιολογία! Επειδή είναι νευρικός ο κύριος, χαστουκίζει τους ανθρώπους μες στο τραμ! Και μάλιστα κυρίες! Ομολογώ πως είμαι κατάπληκτος!

-Κι εγώ, κ. Πρόεδρε.

-Σιωπή!

-Είμαι συντετριμμένος, κ. Πρόεδρε. Το ομολογώ. Ήταν μια στιγμή παραφοράς. Να σας εξηγήσω, κ. Πρόεδρε. Επιτρέπετε να σας εξηγήσω;

-Λέγε.

Αναπνέει βαθιά:

-Ήμαστε μες στο τραμ. Εδώ εγώ, αυτή εκεί. Καθόταν απέναντι μου, καθόμουν απέναντί της. Ακούστε τώρα! Έρχεται ο εισπράκτωρ, της ζητά το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, τα λεφτά, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, δίνει τα λεφτά της στον εισπράκτορα.

-Λοιπόν;

-Της δίνει ο εισπράκτωρ το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα.
-Λοιπόν, λοιπόν;

Αναπνέει βαθιά:

-Της δίνει ο εισπράκτορας τα ρέστα. Τα παίρνει. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα τα ρέστα, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα.
Στριφογυρίζει στην καρέκλα του ο πρόεδρος.

-Ουφ!

-Είσθε νευρικός, κ. Πρόεδρε;

-Προχώρει.

-Όχι παρακαλώ, είσθε;

-Χωρίς ερωτήσεις.

-Θερμώς παρακαλώ, κ. Πρόεδρε...

 Λέει με συντριβή:
 
-Τότε καταδικάστε με κ. Πρόεδρε. Δεν θα με καταλάβετε ποτέ.

-Αυτό είναι δική μου δουλειά. Λέγε τελείωσες;

Σκουπίζει τον ιδρώτα, στραγγίζει το μαντίλι. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, αναστενάζει:

-Όχι, δεν ετελείωσα. Ησύχασα που λέτε για μια στιγμή και έλεγα ότι τελείωσε αυτό το βάσανο. Μαύρη ησυχία. Έξαφνα η κυρία ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βγάζει ένα καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα. Κοιτάζεται λίγο στο καθρεφτάκι. Κι ύστερα ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα.

Θολώνει το μάτι του πταισματοδίκου. Ιδρώτας τρέχει απ’ το μέτωπο του. Αρπάζει την κουδούνα, την αφήνει, στριφογυρίζει, βουτάει τα χαρτιά, θα σκάσει:

-Ούφ!

-Να σταματήσω, κ. Πρόεδρε;

-Φτάσε στο χαστούκι.

-Είναι παρακάτω.

-Λέγε. Μ’ έσκασες!

-Έτσι μ’ έσκασε κι εμένα.

-Τελείωνε.

Παίρνει βαθιάν ανάσα:

-Ησύχασε πάλι για δυο δευτερόλεπτα. Ησυχάζω κι εγώ. Αλλά πάλι, μαύρη ησυχία. Έρχεται ο επιθεωρητής, της ζητά το εισιτήριο, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, δίνει το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα. Της επιστρέφει ο επιθεωρητής το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι...

-Αναπηδά ο πρόεδρος:

-Φτάνει!

-Βάζει μέσα το εισιτήριο...

-Σώνει!

-Κλείνει το μικρό τσαντάκι...

-Αρκετά!

-Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα...

Γουρλώνει τα μάτια του:

-Πάψε, σου είπα!

-Βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι...

Έξαλλος τινάζεται επάνω:

-Αθώος! Αθώος! Καλά της έκανες!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ, Η Θέμις έχει νεύρα, εκδ. Μαρής, Αθήναι.

Η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε ο Orestix (Ερμείδης Ορέστης).



Ο Orestix (γνωστός και ως Ερμείδης Ορέστης) γεννήθηκε προ 29 ετών στην Θεσσαλονίκη. Έπεσε πολύ μικρός μέσα στην μαρμίτα του δρυίδη Γκοσσινίξ, με αποτέλεσμα να μάθει απ’ έξω όλες τις περιπέτειες του Αστερίξ του Γαλάτη, του Λούκυ Λουκ και του μικρού Νικόλα. Αυτό είχε ως συνέπεια να θέλει, ως άλλος Ιζνογκούντ, να γίνει δρυίδης στην θέση του δρυίδη, φτιάχνοντας ευφάνταστες και αστείες ιστορίες κόμικς, να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία και Ιστορία – Αρχαιολογία στο ΑΠΘ και να ζήσει για 9 μήνες στην Γαλλία ως φοιτητής. Από το 2009 συμμετέχει αδιαλείπτως στις εκθέσεις κόμικς της ομάδας ανεξάρτητων δημιουργών “Inkorrekt” στην γενέτειρα του και έχει σχεδιάσει το comic strip «Κουπέ» (2013).

Η σελίδα του Ορέστη στο διαδίκτυο:

Με αγάπη από τη Φλώρινα,

Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:




8 σχόλια:

  1. Καλημέρα Γιώτα! Τι μου θύμισες με αυτή την αστεία ιστορία! Το Ανθολόγιο των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού! Ειχα να το διαβάσω απο τότε! Όμορφη και η διήγηση του Ορέστη! Καλή συνέχεια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα. Πολύ χαίρομαι που σου άρεσε, Ειρήνη μου! Να είσαι καλά :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Από τα πιο εύθυμα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνία. Συγχαρητήρια και στον Orestix που η εικόνα του έπιασε τον παλμό του κειμένου. Μπράβο, Γιώτα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Με γύρισες πολλά χρόνια πίσω, Γιώτα μου, όταν πρωτοδούλεψα αναπληρώτρια δασκάλα σε κάποιο σχολείο της Αθήνας κι ανέβασα το κείμενο αυτό στο τέλος της χρονιάς, με πρωταγωνιστές δυο χαρισματικά παιδιά της έκτης τάξης. Καλή τους ώρα όπου βρίσκονται. Όσο για τον Orestix απέδωσε αριστοτεχνικά το πνεύμα του κειμένου με τα σκίτσα του. Το απόλαυσα για μία ακόμη φορά! Ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;