«…Τα ψέματα, αγόρι μου, τα καταλαβαίνει
κάποιος στη στιγμή.
Υπάρχουν
δύο ειδών ψέματα. Αυτά που έχουν κοντά πόδια
Κι
αυτά που έχουν μακριά μύτη. Τα δικά σου
είναι
απ’ αυτά που έχουν μακριά μύτη…»
Κ.Κ.
Πινόκιο: ένας πασίγνωστος
λογοτεχνικός ήρωας που ταυτίστηκε με το ψέμα.
Ποιος ήταν όμως ο
Πινόκιο;
Μία μαριονέτα που
εμπνεύστηκε ο Κάρλο Κολόντι στα τέλη του 19ου αιώνα και παραμένει
γνωστή σε μικρούς και μεγάλους ως τις μέρες μας. Οι πολλαπλές διασκευές, που σε
αρκετές περιπτώσεις έχουν διαστρεβλώσει το αυθεντικό κείμενο, οι άπειρες
ταινίες για παιδιά και ενηλίκους, το ενδιαφέρον και η αγάπη του κόσμου για τον
ξύλινο κούκλο, αποδεικνύουν την επιτυχία του βιβλίου. Τίτλος του: «Οι περιπέτειες του Πινόκιο».
Η υπόθεση ξεκινάει με
ένα τρομακτικό κομμάτι ξύλου στο εργαστήριο του μαστρο-Κεράση, που «μιλάει και κλαψουρίζει σαν παιδί» κάθε
φορά που ο γερο-ξυλουργός το πιάνει στα χέρια του για να το επεξεργαστεί. Έτσι,
όταν ο Τζεπέτο ή Καλαμπόκης, «ένας
χαρούμενος γεράκος», ζητάει από τον φίλο του ένα ξύλο, για να φτιάξει μία
μαριονέτα, ο Κεράσης δεν δυσκολεύεται καθόλου να το αποχωριστεί.
Ο Τζεπέτο έχει τώρα στα
χέρια του το πολυπόθητο απαραίτητο κομμάτι. Ξεκινάει να σμιλεύει τη μαριονέτα
του και αποφασίζει να την ονομάσει Πινόκιο.
«Ένα τέτοιο όνομα θα της φέρει τύχη. Γνώριζα κάποτε κάποιες μαριονέτες με το
ίδιο όνομα… Αν και φτωχές, ήταν όλες τους πολύ τυχερές!».Έκπληκτος διαπιστώνει
πως η κούκλα του ζωντανεύει και, μάλιστα, αρχίζει να τον κοροϊδεύει. Από δω και
πέρα ξεκινούν οι περιπέτειες του Πινόκιο, εξαιτίας του οποίου ο δημιουργός του
καταλήγει στη φυλακή. Και σ’ αυτό το σημείο μπαίνει στην ιστορία και ο σοφός
Γρύλος.
Όταν ο γεράκος βγαίνει
από τη φυλακή, φροντίζει τον αχάριστο και πεινασμένο «γιο» του. Για χάρη του μάλιστα πουλάει το μοναδικό πανωφόρι του
και με τα χρήματα τού αγοράζει ένα αλφαβητάρι. «Ο Πινόκιο κατάλαβε αμέσως τη θυσία που είχε κάνει γι’ αυτόν ο Τζεπέτο
και τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης. Πήδηξε στην αγκαλιά του
πατέρα του και τον γέμισε φιλιά».
Ένα θέατρο αλλάζει τα
σχέδια του άτακτου ξύλινου κούκλου. Με ευκολία ανταλλάσει το αλφαβητάρι του με
ένα εισιτήριο που θα του επιτρέψει να παρακολουθήσει την παράσταση. Και κει
όμως προκαλεί αναστάτωση. Οι μαριονέτες τρέχουν να τον υποδεχτούν και αφήνουν
το έργο στη μέση. «Το θέαμα ήταν πολύ
συγκινητικό, αλλά οι θεατές που είχαν πληρώσει εισιτήριο για να δουν την
παράσταση, άρχισαν να φωνάζουν θυμωμένοι». Τότε ο Μαντζαφούκο, ο
διευθυντής, έξαλλος, διατάζει να ρίξουν τον Πινόκιο στη φωτιά. Τελικά, με
ευγενικά λόγια και παράτολμο θάρρος, κατορθώνει όχι μόνο να γλιτώσει, αλλά να
αποκτήσει και μερικά χρυσά νομίσματα –δώρο του Μαντζαφούκο.
Η εύνοια της τύχης δεν
θα συνεχιστεί για πολύ. Η γνωριμία του με τον Αλεπούδη και τον Γάτο θα είναι
καθοριστική. Αφού τον πείσουν πως στη Χώρα των Αφελών υπάρχει το Λιβάδι των
Θαυμάτων, όπου τα χρυσά νομίσματα φυτεύονται και μετά λίγες ώρες φυτρώνουν
δέντρα φορτωμένα στο χρυσάφι, θα επιχειρήσουν να τον ληστέψουν. Αψηφώντας τη
συμβουλή του Γρύλου να επιστρέψει στο σπίτι του («Μην εμπιστεύεσαι αυτούς που υπόσχονται πλούτη δίχως κόπο, αγόρι μου.
Ή τρελοί θα είναι ή απατεώνες. Άκου με και γύρνα σπίτι σου»), ο Πινόκιο
συνεχίζει να εμπιστεύεται τους δυο «φίλους»
του, που όχι μόνο του κλέβουν τα νομίσματα, αλλά τον κρεμούν και από ένα κλαδί
της Μεγάλης Βελανιδιάς.
Μια όμορφη κοπέλα με
γαλάζια μαλλιά, η Γαλάζια Νεράιδα, είναι αυτή που θα τον σώσει. Σ’ εκείνη θα
πει τα πρώτα του ψέματα που θα κάνουν τη μύτη του να μεγαλώνει: το βασικό
χαρακτηριστικό που τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό. Ντροπιασμένος,
ταπεινωμένος, στέκεται ακίνητος. «Ο
Πινόκιο καθόταν ώρα πολλή στο δωμάτιο κι έκλαιγε για το μήκος της μύτης του,
που δεν του επέτρεπε να κάνει καμία κίνηση». Με την παρέμβαση όμως της
νεράιδας και μιας ομάδας δρυοκολαπτών, η μύτη θα αποκτήσει και πάλι το φυσικό
της μέγεθος.
Οι περιπέτειες της
μαριονέτας του Κολόντι δεν έχουν τέλος: θα μπει φυλακή, θα πιαστεί σε παγίδα,
ένας αμπελουργός θα τον αναγκάσει να πάρει τον ρόλο του σκύλου του, θα πιάσει
τους ληστές του κοτετσιού, θα ελευθερωθεί. Στο μεταξύ θα πληροφορηθεί τον
θάνατο της γαλάζιας νεράιδας και θα παραστεί στην εξαφάνιση του Τζεπέτο, ο
οποίος απεγνωσμένος θα ριχτεί στη θάλασσα ψάχνοντας τον γιο του.
Λίγο πριν χάσει το
κουράγιο του, η αγαπημένη του νεράιδα θα εμφανιστεί και πάλι και θα τον πάρει
υπό την προστασία της. Θα γραφτεί στο σχολείο και θα γίνει ένας από τους πιο
επιμελείς μαθητές. Και πάλι όμως, νέες περιπέτειες θα αλλάξουν τη ζωή του, με
αποκορύφωμα τη φυγή του για τη Χώρα των Παιχνιδιών και, μάλιστα, μία μέρα πριν
γίνει κανονικό αγόρι. Αντί γι’ αυτό, το ατέλειωτο παιχνίδι και η ξεγνοιασιά θα
αποδειχτούν εφήμερα και σε λίγο, μαζί με τον σύντροφό του τον Λουτσινιόλο, θα
μεταμορφωθούν σε γαϊδουράκια: η κατάλληλη «τιμωρία»
για «τα αγόρια που τους άρεσε να
τεμπελιάζουν, που σιχαίνονταν τα βιβλία και το διάβασμα κι ήθελαν να φύγουν από
το σπίτι τους».
Ο Πινόκιο-γάιδαρος θα
βρεθεί αρχικά σε ένα τσίρκο. Και μετά στην ιδιοκτησία ενός ανθρώπου «που θέλει μόνο το τομάρι του», για να
το κάνει μεμβράνη για το τύμπανό του. Για τον λόγο αυτό αποφασίζει να πετάξει
το άτυχο γαϊδουράκι στη θάλασσα, δεμένο με ένα σχοινί. Μια έκπληξη θα τον
περιμένει ότι τραβήξει το σχοινί: ο γάιδαρος έχει μεταμορφωθεί σε μαριονέτα!
Αφού ο Πινόκιο του αφηγηθεί την ιστορία του, θα πηδήξει και πάλι στη θάλασσα.
Ένα τεράστιο σκυλόψαρο θα τον καταπιεί και μέσα στην κοιλιά του θα συναντήσει
τον Τζεπέτο!
Για πρώτη φορά, αληθινά
μετανιωμένος για όλες του τις απερίσκεπτες πράξεις, θα βρει τρόπο να βγάλει τον
πατέρα του από κει. Όταν ελευθερωθούν, θα δουλέψει σκληρά για να φροντίσει τον
άρρωστο γεροντάκο και η καλή νεράιδα θα τον ανταμείψει. «Μπράβο, Πινόκιο! Επειδή έχεις καλή καρδιά, σε συγχωρώ για όλες τις
σκανδαλιές που έχεις κάνει ως σήμερα. Τα παιδιά που αγαπούν και φροντίζουν τους
γονείς τους, όταν αυτοί μεγαλώνουν και αρρωσταίνουν, αξίζουν συγχαρητήρια,
ακόμα κι αν η συμπεριφορά τους δεν είναι τόσο καλή. Συνέχισε έτσι και σύντομα
θα γίνεις πολύ ευτυχισμένος». Ο Πινόκιο είναι πια ένα αληθινό, κανονικό αγόρι!
Παρόλες τις
υπερβολές, τον διδακτισμό και τα όχι και τόσο εύστοχα μηνύματα που προσπαθεί να
περάσει σε κάποια σημεία, ο Κάρλο Κολόντι σίγουρα πέτυχε τον στόχο του: ο
Πινόκιο ανήκει πια στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ένα από τα πιο γνωστά,
πολυδιαβασμένα και αγαπημένα βιβλία!
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν… «Ένας βασιλιάς!» θα πουν αμέσως
οι βιαστικοί αναγνώστες, αλλά θα κάνουν λάθος! Η ιστορία αυτή, βλέπετε, δε
μιλάει για βασιλιάδες, αλλά για μία μαριονέτα που ήταν φτιαγμένη από ξύλο.
Η ιστορία του Πινόκιο,
της σκανδαλιάρικης και ανυπότακτης μαριονέτας που ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο,
όπως την έγραψε ο Κάρλο Κολόντι στα τέλη του 19ου αιώνα και την
εικονογράφησε στις αρχές του 21ου
αιώνα ο Ρόμπερτ Ίνγκπεν με την ονειρική ευαισθησία που τον χαρακτηρίζει.
ΚΑΡΛΟ
ΚΟΛΟΝΤΙ, Οι περιπέτειες του Πινόκιο, εκδόσεις Πατάκη, εικόνες: Ρόμπερτ Ίνγκπεν,
μετάφραση: Φίλιππος Μανδηλάρας.
…
Κάθε μήνα η συγγραφέας
Γιώτα Κοτσαύτη σκιαγραφεί έναν λογοτεχνικό ήρωα και η ζωγράφος-εικονογράφος
Αθηνά Πετούλη φτιάχνει το πορτραίτο του.
Οι παρατηρήσεις και οι
προτάσεις είναι ευπρόσδεκτες στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;