Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Ο Πουπουλένιος



Μια φορά και έναν καιρό, βαθιά μέσα στο δάσος, είχε κάνει τη φωλιά της μια οικογένεια ερωδιών. Ήταν τόσο όμορφο θέαμα να βλέπεις αυτά τα πουλιά με τα ολόλευκα πούπουλα και τα μακριά μαύρα ράμφη να κατεβαίνουν ως την όχθη του ποταμού και να τσιμπολογούν μικρά ψαράκια ή έντομα που πέταγαν κοντά στα κρυστάλλινα νερά.  

Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, όλη η οικογένεια είχε πετάξει στο ποτάμι για να βρει φαγητό. Ο άνεμος φυσούσε δυνατά και αυτό έκανε τα ψαράκια να κρύβονται πίσω από τις πέτρες του ποταμού και τα βατραχάκια να κουρνιάζουν πίσω από τα φύλλα. Το μικρότερο πουλάκι πήρε τότε μια απόφαση ηρωική: θα έβαζε το ράμφος του μέσα στο νερό και θα προσπαθούσε να τσιμπήσει κανένα σκουληκάκι που βρίσκεται στο βυθό του ποταμού!

Όπως, όμως, σκύβει να βάλει το ράμφος του μέσα στο νερό, μπλουμ, ακούγεται ξαφνικά ένας ήχος τόσο δυνατός που το έκανε να τρομάξει, να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει μακριά. Ο άνεμος που φυσούσε ήταν δυνατός και αφού πρώτα το στροβίλισε για λίγη ώρα πάνω από τον ποταμό, το σήκωσε ψηλά, πιο ψηλά και από τα πανύψηλα δέντρα και το πήρε μαζί του στο παιχνιδιάρικο ταξίδι του!

«Εεε, πού με πας; Άσε με κάτω γρήγορα, τρομάζω από δω ψηλά!». 

Το πουλάκι φτεροκοπούσε αδιάκοπα, αλλά δεν ήταν αρκετό κι έτσι έπεσε με δύναμη πάνω σε μια βελανιδιά κι έχασε τις αισθήσεις του.

Όταν ξύπνησε, είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει. Γύρω του, η φύση του έμοιαζε άγνωστη, όμως κάτι περίεργο είχε συμβεί. Δεκάδες μάτια τον κοίταζαν διερευνητικά. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί; Πού βρισκόταν;

Πρώτη από όλους μίλησε μια κουκουβάγια: 

«Με λένε Κόκο και μένω σε αυτή τη βελανιδιά. Λίγο έλειψε να μου χαλάσεις τη φωλιά. Τι γυρεύεις σε αυτά τα μέρη; Σίγουρα δεν είσαι από δω.»

«Το όνομά μου είναι Πουπουλένιος. Με πήρε ο άνεμος όταν προσπαθούσα να βρω τροφή στο ποτάμι. Που βρίσκομαι; Η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου θα με ψάχνουν! Πρέπει να τους βρω!».

« Αχ, το κακόμοιρο πουλάκι, τι περιπέτεια!», πετάχτηκε ένα άλλο ζώο που ο Πουπουλένιος δεν είχε ξαναδεί. Είχε κόκκινο τρίχωμα και μια μεγάλη και φουντωτή ουρά. 

«Εγώ είμαι η Πουπέτα. Μην ανησυχείς, θα σε φροντίσουμε. Κόκο, πρέπει γρήγορα να κάνουμε συμβούλιο της γειτονιάς.»

Κι έτσι, όλα τα ζωάκια μαζεύτηκαν γύρω από την κουκουβάγια για να βρούνε μια λύση. 

«Λοιπόν, Πουπουλένιε, θα σε βοηθήσουμε να βρεις πάλι την οικογένειά σου. Η Πουπέτα και ο Σήφης το κοτσύφι, που ξέρουν όλα τα μυστικά του δάσους, θα έρθουν μαζί σου». 

«Σας ευχαριστώ πολύ!», είπε ο Πουπουλένιος και έκανε μια φούρλα πάνω από τα ζωάκια που άρχισαν να χειροκροτούν.

Ξεκίνησαν λοιπόν ο Πουπουλένιος, η Πουπέτα και ο Σήφης κατά μήκος του ποταμού. Καθετί του προξενούσε απορίες και όλο ρωτούσε τους νέους του φίλους: τι είναι αυτό, τι κάνει εκείνο; Ξαφνικά, όπως πήγαιναν, ο Σήφης το κοτσύφι έβγαλε μια κραυγή:

«Προσοχή! Το γεράκι καραδοκεί, κόβει βόλτες να μας αρπάξει…!». 

Δεν πρόλαβε ο Σήφης να τελειώσει τα λόγια του και βλέπει ο Πουπουλένιος το γεράκι να κάνει μια βουτιά και να έρχεται κατευθείαν επάνω του! Πω πω, πώς φοβήθηκε! Μόλις που πρόλαβε να δει μια κουφάλα ενός δέντρου, κρύφτηκε μέσα και ανάσανε ανακουφισμένος…

Όταν πλέον η απειλή απομακρύνθηκε, ο Πουπουλένιος ρώτησε τον Σήφη:

«Μα γιατί θέλει να με φάει; Τι του έκανα;»

«Εσύ, τίποτα, αλλά στη φύση έτσι γίνεται, όλοι χρειαζόμαστε φαγητό και ο μικρότερος σε μέγεθος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση…». Ο Πουπουλένιος δεν πολυκατάλαβε τι θα πει «σε μειονεκτική θέση» αλλά  κατάλαβε ότι θα έπρεπε να έχει τα μάτια του συνέχεια ανοιχτά για τους κινδύνους του δάσους. 

Προχωρήσανε κι άλλο κατά μήκος του ποταμού, ώσπου η Πουπέτα οσμίστηκε στον αέρα μια μυρωδιά που δεν της άρεσε καθόλου. 

«Τι συμβαίνει;», ανησύχησε ο Πουπουλένιος. 

«Σσσ… κάποιο φίδι βρίσκεται εδώ κοντά. Εάν δεν κάνουμε ησυχία, θα μας καταλάβει και θα μας επιτεθεί…»

Δεν περνάνε μερικά δευτερόλεπτα και βλέπουν κάτω από τα πόδια τους τα πεσμένα φύλλα των δέντρων να κουνιούνται και να ξεπροβάλει το γυαλιστερό σώμα ενός φιδιού. 

Πανικός! Τρέχει η Πουπέτα να κρυφτεί και ο Σήφης ανοίγει διάπλατα τα φτερά του να πετάξει μακριά. Τι να κάνει και ο Πουπουλένιος, δίνει μια και πηδάει στο κλαδί του πιο κοντινού δέντρου, και από κλαδί σε κλαδί φτάνει στην κορυφή, σώος και αβλαβής. Αλλά είχε πάρει μια τρομάρα! Που να ήξερε ότι το δάσος έκρυβε τόσες απειλές!

Συνεχίζουν, λοιπόν, τα τρία ζωάκια το ταξίδι τους, ανταλλάσσοντας ιδέες και τρόπους για να αποφύγουν τις κακοτοπιές του δάσους. 

Ξάφνου, ξεπρόβαλε από έναν θάμνο ένα περίεργο ζώο καλυμμένο με αγκάθια που όμοιό του ο Πουπουλένιος δεν είχε ξαναδεί. Το ζωάκι ήταν λυπημένο και τους αποκάλυψε ότι τα άλλα ζώα δεν το πλησιάζουν γιατί τσιμπάει... Η Πουπέτα το παρηγόρησε λέγοντάς του ότι θα έπρεπε να είναι χαρούμενο που έχει τα αγκάθια του να τον προστατεύουν από τους κινδύνους του δάσους! 

Ο Πουπουλένιος σκέφτηκε ότι και εκείνου δεν του άρεσε το μυτερό του ράμφος αλλά χάρη σε εκείνο μπορούσε να βρει τροφή στο ποτάμι, και αυτόματα αισθάνθηκε πολύ περήφανος! 

«Έλα, σκούπισε τα δάκρυά σου, οι φίλοι σου γρήγορα θα καταλάβουν σε τι χρησιμεύουν τα αγκάθια σου και θα είστε και πάλι μια παρέα».

«Μα να, σε λίγο θα φτάσουμε στην οικογένειά σου», πετάχτηκε ο Σήφης το κοτσύφι που δεν του άρεσαν και πολύ οι δακρύβρεχτες ιστορίες.

Χαρούμενα φτερουγίσματα ακούστηκαν από μακριά  και έφτασαν μέχρι το σημείο του ποταμού όπου η οικογένεια του Πουπουλένιου είχε κατέβει για φαγητό.

 «Μαμά, μπαμπά, επιτέλους σας βρίσκω!», αναφώνησε το μικρό πουλάκι και όρμησε προς τους γονείς του!

«Τι χαρά, μικρέ μου Πουπουλένιε! Νομίζαμε πως είχες χαθεί στο δάσος και πως δεν θα σε ξαναβλέπαμε. Πόσο περήφανη είμαι που κατάφερες και ξεπέρασες όλα τα εμπόδια για να έρθεις να μας βρεις!», είπε η μαμά του συγκινημένη.

«Με βοήθησαν και οι νέοι μου φίλοι», και έδειξε την Πουπέτα και τον Σήφη το κοτσύφι. 

Η μαμά και ο μπαμπάς ευχαρίστησαν τους δύο νέους φίλους του γιού τους, σφιχταγκάλιασαν τον Πουπουλένιο και του είπαν: «Λοιπόν, σίγουρα θα έχεις ένα σωρό ιστορίες να μας διηγηθείς…».

Και ο Πουπουλένιος άρχισε να διηγείται την περιπέτειά του, ώσπου ήρθε το βραδάκι και τον πήρε γλυκά ο ύπνος στην αγκαλιά των γονιών του…

ΑΝΘΗ ΠΟΛΥΜΑΤΙΔΟΥ (ανέκδοτο κείμενο)


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr

Τη σημερινή εικόνα έκανε η Ελεάνα Μάρκου



Η Ελεάνα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1995.

Είναι Φοιτήτρια στο Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική.
Το κείμενο έγραψε η Ανθή Πολυματίδου.



Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα αλλά τα τελευταία 5 χρόνια ζω στην Πάτρα με την οικογένειά μου. Σπούδασα Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια ακολούθησα μεταπτυχιακές σπουδές στο Στρασβούργο όπου ειδικεύτηκα στη μετάφραση και διερμηνεία σε δύο ξένες γλώσσες (γαλλικά και αγγλικά). Έχω διδάξει σε δημοτικά σχολεία της περιοχής των Πατρών με κύριο μέλημά μου να μεταφέρω την αγάπη μου για τη γαλλική γλώσσα και πολιτισμό στα μικρά παιδιά. Οι ιστορίες και τα παραμύθια -γραπτά, προφορικά, ή και επινοημένα στη στιγμή, αποτελούν πλέον μέρος της καθημερινότητάς μου. 

Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;