«…-Μη
σκέφτεσαι, γέρο, είπε φωναχτά.
Αρμένιζε
εκεί που έβαλες πλώρη, κι άμα
‘ρθει
το κακό, το αντιμετωπίζεις…»
Ε.Χ.
«…Προσπάθησα
να δώσω έναν αληθινό γέρο,
ένα
αληθινό παιδί, μια αληθινή θάλασσα,
ένα
αληθινό ψάρι και αληθινούς καρχαρίες.
Μα
αν τα έδωσα αυτά καλά κι αληθινά,
τότε
θα μπορούσαν πολλά να σημαίνουν…»
Ε.Χ.
Το βιβλίο του Έρνεστ
Χεμινγουαίη «Ο γέρος και η θάλασσα»
έχει δεχτεί πάμπολλες κριτικές: μπορεί πολλοί να το βρίσκουν βαρετό, όμως
υπάρχει και ένα φανατικό κοινό που το λατρεύει. Ανάμεσά τους και γω, που δεν
θυμάμαι πια πόσες φορές το έχω διαβάσει.
Με τη σύντομη φόρμα
του, τον απλοϊκό, συμβολικό του λόγο, με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί κάθε καλλιτέχνης,
κάθε άνθρωπος, διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται με ευχαρίστηση.
Ο Σαντιάγκο, ένας
ηλικιωμένος ψαράς, για ογδόντα τέσσερις μέρες δεν πιάνει ούτε ένα ψάρι.
«Ο
γέρος ήταν λιγνός και ξερακιανός, με το σβέρκο βαθιά αυλακωμένο. Τα μούτρα του
ήτανε γιομάτα ηλιοκάματα από την αντηλιά της τροπικής θάλασσας. Οι παλάμες του
είχανε βαθιά χαρακωθεί από τα σκοινιά, καθώς πάλευε με τα μεγάλα ψάρια. Όμως
καμία απ’ αυτές τις χαρακιές δεν ήτανε φρεσκοχαραγμένη. Ήταν τόσο παλιές, που
μοιάζανε με χάραυλα μιας ξεραμένης θάλασσας άψαρης.
Όλα
σ’ αυτόν ήτανε γερασμένα, έξω από τα μάτια του, που είχανε της θάλασσας το
χρώμα κι ήτανε σπινθηροβόλα κι αδάμαστα».
Ο Μανολίνο, το «παιδί», ο πρώην βοηθός του, τον αγαπάει
και τον φροντίζει. Οι γονείς του θεωρούν πως ο γέρος είναι κακότυχος και το
στέλνουν βοηθό σε άλλη βάρκα. Μα εκείνος δεν παύει να βοηθάει τον ηλικιωμένο
φίλο του.
«Ο
γέρος είχε μάθει στο αγόρι το ψάρεμα, γι’ αυτό και εκείνο τον αγαπούσε».
Εφοδιασμένος με τα
σύνεργα και τα δολώματα που το προμηθεύει το αγόρι, ξεκινάει για τη βάρκα του.
Βυθισμένος στις σκέψεις
του, παρατηρεί την αγαπημένη του θάλασσα.
«…Δεν
έχω πια τύχη. Αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί σήμερα να ‘χω. Το κάθε σήμερα είναι μια
καινούργια μέρα. Είναι καλύτερα να ‘σαι τυχερός. Μα προτιμώ να ‘μια εντάξει στη
δουλειά μου. Έτσι, σαν έρθει η τύχη, είσαι έτοιμος».
Ώσπου κάτι τσιμπάει.
Και, μάλιστα, ένα ψάρι πελώριο, που αρχίζει να παρασύρει το βαρκάκι.
«…-Ας
είχα το παιδί, είπε φωναχτά ο γέρος. Σέρνομαι από ένα ψάρι, σαν καρυδότσουφλο.
Να στερέωνα την πετονιά… Θα τη σπάσει όμως. Αυτό που μου μένει να κάνω είναι να
το κρατάω, και να του αμολάω καλούμπα, όταν χρειάζεται. Δόξα στο Θεό, τραβάει
μπροστά, δεν κατεβαίνει κάτω».
Και από δω και πέρα
ξεκινάει η περιπέτειά του.
Μονολογώντας, προσπαθεί
να φροντίζει τον εαυτό του, ώστε να παραμείνει όσο το δυνατόν περισσότερο
ακμαίος και ικανός να ανταπεξέλθει στις αντιξοότητες. Δε νιώθει θυμό, ούτε
μίσος, μα αγάπη, θαυμασμό και συμπόνια γι’ αυτό το τόσο δυνατό ψάρι.
«Είναι
σπουδαίο και παράξενο, και ποιος ξέρει πόσω χρονώ να ‘ναι, σκεφτόταν. Ποτέ δεν
ξανάπιασα τόσο γερό ψάρι και με τόσες παραξενιές».
Πολλές φορές εύχεται να
είχε μαζί του το «παιδί». Μα είναι
πια συμφιλιωμένος με τη μοίρα του.
«Μπορεί
να ήταν καλύτερα, αν δεν ήμουνα ψαράς, συλλογιότανε. Όμως γι’ αυτό γεννήθηκα».
Κάποια στιγμή, εξαιτίας
μιας απότομης κίνησης του ψαριού, πληγώνεται το χέρι του.
Τρώει ωμά ψάρια για να
δυναμώσει.
«…-Πώς
είσαι τώρα, χέρι; ρώτησε το μουδιασμένο μπράτσο του, που ήτανε σχεδόν ξερό κι
αλύγιστο, σχεδόν σαν χέρι νεκρού».
«…Σιχαίνομαι
το μούδιασμα, είπε μέσα του. Είναι μια άτιμη παγίδα που σου στήνει το κορμί.
Αν
ήταν εδώ το παιδί, θα μου το ‘τριβε εκείνο, και θα ξεμούδιαζε, τουλάχιστον από
τον αγκώνα και κάτω, σκέφτηκε. Τι θα κάνει όμως, θα περάσει».
Κάποια στιγμή το ψάρι
πηδάει έξω από το νερό και, μόνο τότε, επιβεβαιώνει ο Σαντιάγκο το μέγεθός του.
«…Γιατί
να πήδηξε τάχα, αναρωτήθηκε ο γέρος. Θα ‘λεγε κανείς πως πήδηξε μόνο και μόνο για
να μου δείξει το μπόι του. Τώρα, όπως και να ‘ναι, ξέρω, σκέφτηκε. Θα ‘θελα να
του ‘δειχνα με τι σόι άνθρωπο έχει να κάνει. Μα τότε θα ‘βλεπε το μουδιασμένο
μου χέρι. Καλύτερα ας με θαρρεί πιο άντρα απ’ ό, τι είμαι, κι εγώ θα κοιτάξω να
είμαι».
Δύο μέρες μετά, ο
γέρος, ψόφιος από την κούραση, είναι ακόμα μέσα στο βαρκάκι που το σέρνει το
ψάρι.
«…Με
σκοτώνεις, ψάρι, είπε ο γέρος. Μα έχεις κι εσύ το δίκιο σου. Ποτέ μου δεν είδα
πιο μεγάλο, πιο όμορφο, πιο ήρεμο και πιο ευγενικό πράγμα από σένα, αδερφέ. Μπρος
λοιπόν, σκότωσέ με. Δε νοιάζομαι ποιος απ’ τους δυο θα σκοτώσει τον άλλο».
Σε λίγη ώρα «νικητής» είναι ο Σαντιάγκο και η
θάλασσα βάφεται κόκκινη. Ούτε κι ο ίδιος δεν μπορεί ακόμα να πιστέψει το
μέγεθος του ψαριού, τώρα που μπορεί να το δει από τόσο κοντά.
«…Θα
ζυγίζει ίσαμε έναν τόνο, συλλογίστηκε. Μπορεί και παραπάνω».
Στον δρόμο για την
επιστροφή, ένας καρχαρίας κάνει την εμφάνισή του. Η αντίστροφη μέτρηση έχει
ξεκινήσει. Η μυρωδιά του αίματος προσελκύει συνεχώς νέους καρχαρίες, παρόλο που
ο γέρος παλεύει με πολλούς και κατορθώνει να σκοτώσει αρκετούς. Μετά από κάποιες
δύσκολες ώρες αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει πια σωτηρία…
«…Ήτανε
πολύ καλό για να κρατήσει. Μακάρι να ήταν όνειρο και να μην είχα ποτέ πιάσει το
ψάρι…».
Επιστρέφει στο λιμάνι
κατάκοπος την ώρα που όλοι κοιμούνται. Το πρωί οι ψαράδες δεν πιστεύουν στα
μάτια τους. Ο τεράστιος σκελετός του ψαριού, δεμένος στο βαρκάκι του γέρου,
τους αφήνει με το στόμα ανοιχτό.
Ο Μανολίνο τρέχει
γρήγορα κοντά του. Ο Σαντιάγκο, άρρωστος, κουρασμένος, νιώθει ότι νικήθηκε.
«…Πρέπει
να γίνεις γρήγορα καλά, γιατί είναι πολλά αυτά που πρέπει να μάθω και μονάχα συ
μπορείς να μου τα μάθεις».
Κάπου εδώ τελειώνει η
ιστορία του γέρου.
«Τούτη
η νουβέλα είναι η πιο πολύπλοκη εργασία του Χεμινγουαίη, έντονη και διαυγής
στην επιφάνεια, αλλά υπονοεί μυριάδες στρώματα από διάφορες έννοιες που δεν
μπορεί κανείς να τις προσεγγίσει εκεί στα σκοτεινά βάθη. Δεν υπάρχει θαρρώ
αμφιβολία ότι σκόπευε σε ένα συμβολικό μύθο, αλλά νομίζω ότι δε θα ήταν σωστό
να υποθέσουμε ότι ο Χεμινγουαίη καθόρισε τα υπονοούμενα στο μύθο προσδοκώντας
από τους αναγνώστες να τα ανασύρουν σαν πετονιές με αστακούς.
[…]
Ο
Σαντιάγκο είναι ο καλλιτέχνης που πρέπει να «ξανοιχτεί» στις θάλασσες της
εμπειρίας του, πέφτοντας στα βάθη της με μεγάλη φροντίδα και τέχνη, για να
πιάσει το μεγαλύτερο ψάρι του καλλιτεχνικού κόσμου και φέρνει πίσω ό, τι μπορεί
για τους αναγνώστες του σαν μια φιλική προσφορά και σαν ένα ερέθισμα της
ανθρώπινης υπεροχής (Earl Rovit)».
«Ο
Γέρος και η Θάλασσα» είναι
«μια μοναχική, χαμένη μάχη, μαζί κι ένας αγώνας, που ο άνθρωπος μπορεί να τον
εξουσιάζει με τέτοιο τρόπο, ώστε ο χαμός του να έχει αξιοπρέπεια και να είναι
σύγκαιρα μια νίκη (Philip
Young)».
Για
το Book-Tour, Γιώτα Κοτσαύτη.
…
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ο ανένδοτος αγώνας για
το επιθυμητό αποτέλεσμα που περνάει μέσα από τις χαρακωμένες παλάμες του γέρου
και την αφιλόξενη ερημιά του ωκεανού. Κι αν γύρισε κουβαλώντας μια γυμνή
ραχοκοκαλιά, δε λυγίζει. Είν’ αποφασισμένος να ξαναδώσει τη μάχη.
«Ο άνθρωπος καταστρέφεται,
ποτέ δε νικιέται…»
ΕΡΝΕΣΤ
ΧΕΜΙΝΓΟΥΑΙΗ, Ο γέρος και η θάλασσα, εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, μετάφραση
Γεωργία Αλεξίου.
…
Κάθε μήνα η συγγραφέας
Γιώτα Κοτσαύτη σκιαγραφεί έναν λογοτεχνικό ήρωα και η ζωγράφος-εικονογράφος
Αθηνά Πετούλη φτιάχνει το πορτραίτο του.
Οι παρατηρήσεις και οι
προτάσεις είναι ευπρόσδεκτες στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;