Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Η γαλοπούλα του θαύματος



Ο μακαρίτης ο παππούς μου είχε δύο χάρες. Ήτανε θρήσκος και φαγάς.

-Καλό φαγί και καλή ψυχή, παιδιά μου…, μας έλεγε συχνά.

Έτσι μπορεί να εξηγηθεί ίσως και η μικρή ιστορία που θα σας διηγηθώ.

Είχαμε καθίσει μια χρονιά να φάμε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Με την ώρα ήρθε απ’ το φούρνο και η γαλοπούλα. Την έφεραν με το ταψί στο τραπέζι, να την καμαρώσουμε, και να την κομματιάσει ο παππούς, όπως συνήθιζε πάντα. Ο παππούς σηκώθηκε από τη θέση του, ανασήκωσε τα μανίκια του, τρόχισε το ένα μαχαίρι με το άλλο και, λέγοντάς μας «και του χρόνου», άρχισε να κόβει. Μόλις όμως έχωσε το μαχαίρι στο στήθος της γαλοπούλας για να τη χωρίσει, χύθηκαν από μέσα τα ελέη του Θεού και μοσχοβόλησε ο τόπος. Ένα πλούσιο γέμισμα από καλοψημένο κιμά, κάστανα, σταφίδες, κουκουνάρια και όλα τα καλά.

-Καλέ, τούτη δεν είναι η δική μας γαλοπούλα…, φώναξε η μητέρα μου. Κάτι λάθος θα ‘γινε στο φούρνο. Η δική μας γαλοπούλα δεν ήτανε γεμιστή.

Όλοι κοιτάζαμε με το στόμα ανοιχτό. Πώς βρέθηκε άξαφνα η παραγεμισμένη γαλοπούλα; Ο παππούς μονάχα εξακολουθούσε να κόβει -ήταν μάστορης σ’ αυτή τη δουλειά- χωρίς να βγάζει λέξη.

-Τι κάνεις, χριστιανέ μου, του είπε η μητέρα μου. Την ξένη γαλοπούλα κομματιάζεις; Άστηνε! Θα ‘ρθουνε να τη γυρέψουνε οι άνθρωποι. θα τη δώσουμε, να πάρουμε πίσω τη δική μας.

Ο παππούς εξακολουθούσε να κόβει.

-Σώπα…, της είπε. Δεν ξέρεις εσύ. Η γαλοπούλα είναι δική μας.

Η μητέρα μου στεναχωρήθηκε.

-Μα πώς είναι δική μας, χριστιανέ μου, αφού η δική μας ήτανε σκέτη κι αυτή είναι παραγεμιστή;

Ο παππούς δίχως να σταματήσει καθόλου -τώρα χώριζε τις φτερούγες και τα πόδια- της αποκρίθηκε:

-Την παραγέμισε ο Χριστός.

Γελάσαμε όλοι για το αστείο. Μονάχα ο παππούς δε γέλασε. Αυτός δεν αστειευότανε καθόλου.

-Ο Χριστός;, έκανε η μητέρα μου. Ο Χριστός την παραγέμισε; Ας …κάνω το σταυρό μου.

-Μάλιστα, ο Χριστός…, ξαναείπε ο παππούς. Τις γαλοπούλες των καλών ανθρώπων τις παραγεμίζει ο Χριστός. Μα πού να καταλαβαίνετε εσείς από τέτοια; Σας λείπει βλέπεις η πίστη. Άπιστη γενεά!

Σιγά-σιγά πιστέψαμε κι εμείς το θαύμα.

Κι αρχίσαμε να τρώμε τη γαλοπούλα του θαύματος. Τέτοια γαλοπούλα, αλήθεια, δεν είχαμε ξαναφάει. Σωστό γλύκισμα. Δεν είχαμε αποφάει, καλά-καλά, και χτυπάει δυνατά η πόρτα. Η υπηρέτρια έτρεξε ν’ ανοίξει. Ακούσαμε ζωηρές ομιλίες στην εμπατή. Σε λίγο μπήκε μέσα στην τραπεζαρία η υπηρέτρια αλαφιασμένη. Μονάχα ο παππούς εξακολουθούσε να ξεκοκκαλιάζει τη φτερούγα του, δίχως να γνοιαστεί καθόλου.

-Τη γαλοπούλα γυρεύουν, κυρία…, είπε η υπηρέτρια. Λάθος, λέει, έγινε στο φούρνο. Η γαλοπούλα ήτανε δική τους. Μας φέρανε τη δική μας να πάρουνε την άλλη…

Βουβαθήκαμε όλοι. Ο παππούς, ξέγνοιαστος πάντα, έγνεψε στη μητέρα μου.

-Αφήστε με να κάνω εγώ καλά…, είπε. Μην ανακατευθείτε καθόλου.

Και πετάχτηκε στην εμπατή. Σε λίγο τον ακούσαμε να μιλάει με τους ανθρώπους, που είχαν έρθει να πάρουν τη γαλοπούλα τους.

-Η γαλοπούλα είναι δική μας, τους έλεγε. Τι γυρεύετε;

-Η δική σας ήτανε σκέτη…, του λέγανε εκείνοι. Να τηνε. Αυτή που πήρατε είναι δική μας.

-Λάθος κάνετε, φώναξε ο παππούς. Αυτή που κρατάτε είναι η δική σας. Πάρτε την και φευγάτε. Μη μας σκοτίζετε, μέρα που είναι.

Οι άλλοι είχανε θυμώσει, φαίνεται.

-Τι λες, μπάρμπα; Κοροϊδεύεις;! Γεμιστή γαλοπούλα είχατε στείλει του λόγου σας στο φούρνο;

-Όχι, σκέτη. Δεν μπορώ να το πω ψέμα…, τους έλεγε ο παππούς. Σκέτη τη στείλαμε.

-Καλά, που το λες, μπάρμπα. Αφού τη στείλατε λοιπόν σκέτη πως βρέθηκε παραγεμιστή;

Ο παππούς δεν τα ‘χασε.

-Τη γέμισε ο Χριστός…, τους είπε.

-Καλά! Τη δική σας τη γέμισε ο Χριστός. Και η δική μας, που τη στείλαμε παραγεμιστή, πώς βρέθηκε άδεια;

Ο παππούς δεν ήτανε από τους ανθρώπους που σαστίζουν εύκολα.

-Τι να σας πω, παιδιά μου; Ξέρω κι εγώ; Ο Χριστός θα την άδειασε. Ποιος ξέρει τι αμαρτίες θα χετε…

Δεν ακούσαμε πια τίποτε. Ακούσαμε μόνο την πόρτα που έκλεισε. Ο παππούς τους είχε καταφέρει, φαίνεται, να πιστέψουν κι οι ίδιοι πως ο Χριστός τους είχε αδειάσει τη γαλοπούλα τους. Ο παππούς ξαναμπήκε στην τραπεζαρία.

-Πάνε, φύγανε…, είπε. Κατάλαβαν κι αυτοί το άδικό τους. Αμ εδώ είναι χειροπιαστό πράμα, παιδί μου. Θαύμα ολοφάνερο.

Και ο παππούς, που ήτανε και θρήσκος και φαγάς, ξανακάθισε να αποτελειώσει τη φτερούγα του.
-Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
 
Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Ανδρονίκη Ντάλλα.



Η Ανδρονίκη αποφοίτησε το 2000 από το 1ο Λύκειο Περιστερίου και έχει, κατά κύριο λόγο, κάνει σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης (τμήμα Θεωρίας και Ιστορία της Τέχνης της ΑΣΚΤ, τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και έργων τέχνης στο ΙΕΚ Γαλατσίου, τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ).

Της αρέσει να ασχολείται με χειροτεχνίες, ζωγραφική και ψηφιδωτό.

Στοιχεία επικοινωνίας:
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;