Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Η χρονιά που πέρασε

Λες και δεν πέρασε ποτέ
η χρονιά η περσινή.
Φαντάζει κιόλας μακρινή.

Έμεινε μόνο ένα φύλλο
στο ημερολόγιο του τοίχου,
όπως μέσα στην οθόνη μένει
η σκηνή η τελευταία,
όπου γράφεται το «τέλος»
με μικρά ή κεφαλαία.

Θέλω τον καινούριο χρόνο
φωτεινό κι αστραφτερό,
σαν αφόρετα παπούτσια,
σαν κολλαριστό φουρό.

Τα φετινά παπούτσια…
πού θα με πάνε αλήθεια;
Ουφ, φτάνουν οι ερωτήσεις:
δρόμος μεγάλος, ανοιχτός
είν’ μόνο αυτός που πάει εμπρός!

ΤΖΑΝΙ ΡΟΝΤΑΡΙ, Χαρούμενα μαγικά Χριστούγεννα, εκδόσεις Μεταίχμιο.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Η γαλοπούλα του θαύματος



Ο μακαρίτης ο παππούς μου είχε δύο χάρες. Ήτανε θρήσκος και φαγάς.

-Καλό φαγί και καλή ψυχή, παιδιά μου…, μας έλεγε συχνά.

Έτσι μπορεί να εξηγηθεί ίσως και η μικρή ιστορία που θα σας διηγηθώ.

Είχαμε καθίσει μια χρονιά να φάμε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Με την ώρα ήρθε απ’ το φούρνο και η γαλοπούλα. Την έφεραν με το ταψί στο τραπέζι, να την καμαρώσουμε, και να την κομματιάσει ο παππούς, όπως συνήθιζε πάντα. Ο παππούς σηκώθηκε από τη θέση του, ανασήκωσε τα μανίκια του, τρόχισε το ένα μαχαίρι με το άλλο και, λέγοντάς μας «και του χρόνου», άρχισε να κόβει. Μόλις όμως έχωσε το μαχαίρι στο στήθος της γαλοπούλας για να τη χωρίσει, χύθηκαν από μέσα τα ελέη του Θεού και μοσχοβόλησε ο τόπος. Ένα πλούσιο γέμισμα από καλοψημένο κιμά, κάστανα, σταφίδες, κουκουνάρια και όλα τα καλά.

-Καλέ, τούτη δεν είναι η δική μας γαλοπούλα…, φώναξε η μητέρα μου. Κάτι λάθος θα ‘γινε στο φούρνο. Η δική μας γαλοπούλα δεν ήτανε γεμιστή.

Όλοι κοιτάζαμε με το στόμα ανοιχτό. Πώς βρέθηκε άξαφνα η παραγεμισμένη γαλοπούλα; Ο παππούς μονάχα εξακολουθούσε να κόβει -ήταν μάστορης σ’ αυτή τη δουλειά- χωρίς να βγάζει λέξη.

-Τι κάνεις, χριστιανέ μου, του είπε η μητέρα μου. Την ξένη γαλοπούλα κομματιάζεις; Άστηνε! Θα ‘ρθουνε να τη γυρέψουνε οι άνθρωποι. θα τη δώσουμε, να πάρουμε πίσω τη δική μας.

Ο παππούς εξακολουθούσε να κόβει.

-Σώπα…, της είπε. Δεν ξέρεις εσύ. Η γαλοπούλα είναι δική μας.

Η μητέρα μου στεναχωρήθηκε.

-Μα πώς είναι δική μας, χριστιανέ μου, αφού η δική μας ήτανε σκέτη κι αυτή είναι παραγεμιστή;

Ο παππούς δίχως να σταματήσει καθόλου -τώρα χώριζε τις φτερούγες και τα πόδια- της αποκρίθηκε:

-Την παραγέμισε ο Χριστός.

Γελάσαμε όλοι για το αστείο. Μονάχα ο παππούς δε γέλασε. Αυτός δεν αστειευότανε καθόλου.

-Ο Χριστός;, έκανε η μητέρα μου. Ο Χριστός την παραγέμισε; Ας …κάνω το σταυρό μου.

-Μάλιστα, ο Χριστός…, ξαναείπε ο παππούς. Τις γαλοπούλες των καλών ανθρώπων τις παραγεμίζει ο Χριστός. Μα πού να καταλαβαίνετε εσείς από τέτοια; Σας λείπει βλέπεις η πίστη. Άπιστη γενεά!

Σιγά-σιγά πιστέψαμε κι εμείς το θαύμα.

Κι αρχίσαμε να τρώμε τη γαλοπούλα του θαύματος. Τέτοια γαλοπούλα, αλήθεια, δεν είχαμε ξαναφάει. Σωστό γλύκισμα. Δεν είχαμε αποφάει, καλά-καλά, και χτυπάει δυνατά η πόρτα. Η υπηρέτρια έτρεξε ν’ ανοίξει. Ακούσαμε ζωηρές ομιλίες στην εμπατή. Σε λίγο μπήκε μέσα στην τραπεζαρία η υπηρέτρια αλαφιασμένη. Μονάχα ο παππούς εξακολουθούσε να ξεκοκκαλιάζει τη φτερούγα του, δίχως να γνοιαστεί καθόλου.

-Τη γαλοπούλα γυρεύουν, κυρία…, είπε η υπηρέτρια. Λάθος, λέει, έγινε στο φούρνο. Η γαλοπούλα ήτανε δική τους. Μας φέρανε τη δική μας να πάρουνε την άλλη…

Βουβαθήκαμε όλοι. Ο παππούς, ξέγνοιαστος πάντα, έγνεψε στη μητέρα μου.

-Αφήστε με να κάνω εγώ καλά…, είπε. Μην ανακατευθείτε καθόλου.

Και πετάχτηκε στην εμπατή. Σε λίγο τον ακούσαμε να μιλάει με τους ανθρώπους, που είχαν έρθει να πάρουν τη γαλοπούλα τους.

-Η γαλοπούλα είναι δική μας, τους έλεγε. Τι γυρεύετε;

-Η δική σας ήτανε σκέτη…, του λέγανε εκείνοι. Να τηνε. Αυτή που πήρατε είναι δική μας.

-Λάθος κάνετε, φώναξε ο παππούς. Αυτή που κρατάτε είναι η δική σας. Πάρτε την και φευγάτε. Μη μας σκοτίζετε, μέρα που είναι.

Οι άλλοι είχανε θυμώσει, φαίνεται.

-Τι λες, μπάρμπα; Κοροϊδεύεις;! Γεμιστή γαλοπούλα είχατε στείλει του λόγου σας στο φούρνο;

-Όχι, σκέτη. Δεν μπορώ να το πω ψέμα…, τους έλεγε ο παππούς. Σκέτη τη στείλαμε.

-Καλά, που το λες, μπάρμπα. Αφού τη στείλατε λοιπόν σκέτη πως βρέθηκε παραγεμιστή;

Ο παππούς δεν τα ‘χασε.

-Τη γέμισε ο Χριστός…, τους είπε.

-Καλά! Τη δική σας τη γέμισε ο Χριστός. Και η δική μας, που τη στείλαμε παραγεμιστή, πώς βρέθηκε άδεια;

Ο παππούς δεν ήτανε από τους ανθρώπους που σαστίζουν εύκολα.

-Τι να σας πω, παιδιά μου; Ξέρω κι εγώ; Ο Χριστός θα την άδειασε. Ποιος ξέρει τι αμαρτίες θα χετε…

Δεν ακούσαμε πια τίποτε. Ακούσαμε μόνο την πόρτα που έκλεισε. Ο παππούς τους είχε καταφέρει, φαίνεται, να πιστέψουν κι οι ίδιοι πως ο Χριστός τους είχε αδειάσει τη γαλοπούλα τους. Ο παππούς ξαναμπήκε στην τραπεζαρία.

-Πάνε, φύγανε…, είπε. Κατάλαβαν κι αυτοί το άδικό τους. Αμ εδώ είναι χειροπιαστό πράμα, παιδί μου. Θαύμα ολοφάνερο.

Και ο παππούς, που ήτανε και θρήσκος και φαγάς, ξανακάθισε να αποτελειώσει τη φτερούγα του.
-Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
 
Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Ανδρονίκη Ντάλλα.



Η Ανδρονίκη αποφοίτησε το 2000 από το 1ο Λύκειο Περιστερίου και έχει, κατά κύριο λόγο, κάνει σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης (τμήμα Θεωρίας και Ιστορία της Τέχνης της ΑΣΚΤ, τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και έργων τέχνης στο ΙΕΚ Γαλατσίου, τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ).

Της αρέσει να ασχολείται με χειροτεχνίες, ζωγραφική και ψηφιδωτό.

Στοιχεία επικοινωνίας:
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Χορεύει ο Καλικάντζαρος



Λαλούν λαγούτα και βιολιά,
λαλούν και τα κλαρίνα,
χορεύει ο καλικάντζαρος
την καλικαντζαρίνα.

«Όμορφη σαν το ποντίκι,
σου κερνώ μισό φιστίκι».

Απ’ την ουρά τηνε κρατά,
την οδηγεί με χάρη,
συχνολυγίζει το λιγνό
τραγίσιο του ποδάρι.

«Φίλε μου καμαροφρύδη,
Σου κερνώ μισό καρύδι».

-Ε! καλικαντζαρίνα μου,
να ζήσ’ η λεβεντιά σου
κι η μακρουλή μουσούδα σου
κι η κατσικοπροβιά σου.

«Μες στο φεγγαριού το δίσκο
μήλα και φουντούκια βρίσκω».

-Τι λες; Δεν είναι πιο καλά
να ζουμ’ εδώ στο γλέντι
παρά να πριονίζουμε
της Γης το μονοδέντρι;

«Δώστε της με το ποδάρι
κι άλλη μια στροφή να πάρει».

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΡΟΚΟΣ

Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Παναγιώτα Χρυσοβαλάντου.



Η Παναγιώτα Χρυσοβαλάντου είναι μαθήτρια της Α΄ Δημοτικού. Της αρέσει πολύ να ζωγραφίζει και να κάνει γυμναστική. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει εικονογράφος και αθλήτρια.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:





Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Οικογενειακά Χριστούγεννα



Χριστούγεννα.

Στο μεγάλο δρόμο περπατούσε, σκυφτός, ένας γηραλέος. Αν τον ρωτούσε κανείς που πάει, δε θα μπορούσε ν’ απαντήσει, γιατί κι ο ίδιος δεν το ήξερε. Ίσως να ήταν ο μόνος άνθρωπος, από τους διαβάτες του μεγάλου δρόμου, που δεν ήξερε που πήγαινε. Έρημος στον κόσμο, τέτοια μεγάλη μέρα, είχε βγει από την καμαρούλα του και τριγύριζε, όπου τον έσερναν τα πόδια του.

Ζύγωνε το μεσημέρι. 

Οι άνθρωποι περνούσαν βιαστικά σιμά του, καθένας με το δρόμο του, σαν τα πλεούμενα που έχουν βγάλει πλώρη, για κάπου και ταξιδεύουν, κρατώντας τη γραμμή τους. Αυτός μονάχα έμοιαζε με πλεούμενο που το σέρνουν, ξυλάρμενο, τα κύματα κι όπου το βγάλουν κι όπου το ρίξουν.

Καθώς περπατούσε αργά στο μεγάλο δρόμο, κοίταζε τους άλλους, που περνούσαν. Ένας μπήκε μέσα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και σε λίγο βγήκε μ’ ένα δίσκο γλυκά. Έστριψε στη γωνία του δρόμου και τράβηξε ίσια τον ανήφορο. Κάπου πήγαινε. Και ήξερε που πήγαινε. Είτε στο σπίτι του, είτε σε σπίτι φίλου.

Άλλος βγήκε από ένα ανθοπωλείο, φορτωμένος μια αγκαλιά τριαντάφυλλα. Φώναξε ένα αμάξι που περνούσε, μπήκε μέσα, ακούμπησε με προσοχή τα λουλούδια του κι έδωκε μια διεύθυνση στον αμαξά. Ήξερε κι αυτός που πήγαινε.

Ένας κύριος, με μια κυρία και δυο παιδάκια περίμεναν στη γωνιά του πεζοδρομίου να περάσει το αυτοκίνητο λεωφορείο. Όταν πέρασε, το σταμάτησαν και μπήκαν μέσα. Χωρίς άλλο, το λεωφορείο θα πήγαινε κατά τη γειτονιά τους και θα τους έβγαζε κοντά στο σπίτι τους, όπου τους περίμενε, ύστερ’ από τον περίπατο που έκαναν, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ο κύριος, καθώς έμπαινε, κοίταξε το ρολόγι του για να βεβαιωθεί πως δε θ’ αργήσουν να φτάσουν.

Ένας ζητιάνος, που καθόταν στα μαρμαρένια σκαλοπάτια ενός μεγάλου σπιτιού, σηκώθηκε έξαφνα, και τράβηξε κουτσαίνοντας τον κατήφορο. Είχε στρώσει κι αυτός το δρομολόγιό του.  Σε κάποια φτωχογειτονιά θα είχε ο φτωχός το σπιτάκι του και κάποιος θα τον περίμενε.

Ο ζητιάνος φαινόταν βιαστικός και ευχαριστημένος. Και με το δεκανίκι του περπατούσε πιο γρήγορα από γερός, γιατί ο άνθρωπος περπατεί περισσότερο με την ψυχή του, παρά με τα πόδια του. 

Τα αυτοκίνητα, οι άνθρωποι, τα λεωφορεία, τα τραμ, ό, τι περνούσε απ’ το μεγάλο δρόμο, το μεσημέρι εκείνο της μεγάλης γιορτής, όλα ήξεραν που να πάνε. Έστριβαν, γύριζαν, λοξοδρομούσαν, καθένα μ’ ένα σκοπό κάπου να φτάσει. Μια γάτα πήδηξε από το πεζούλι ενός τοίχου, πέρασε βιαστικά το δρόμο και χώθηκε στην πόρτα του αντικρινού σπιτιού. Ήξερε κι αυτή που πήγαινε.

-Εγώ πού να πάω; είπε από μέσα του ο γηραλέος.

Κανένας δε θα μπορούσε να τον πληροφορήσει που πάει και, λιγότερο απ’ όλους, ο εαυτός του.

Ωστόσο, τραβώντας το δρόμο του, βγήκε σε μια εξοχική λεωφόρο. Και, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, εξακολούθησε να περπατεί, να πηγαίνει, όπου τον έσερναν τα πόδια του.

Καθώς πήγαινε, είδε ένα σκύλο να τρέχει. Ο σκύλος, με την ουρά κάτω από τα σκέλια του, καθώς τραβούσε μπροστά, σταματούσε άξαφνα, κοίταζε δεξιά και αριστερά, σα να είχε χάσει το δρόμο του και σταματούσε πάλι, κοίταζε εδώ κι εκεί σα σαστισμένος.

-Χωρίς άλλο -είπε από μέσα το ο γηραλέος- και το δυστυχισμένο αυτό ζώο δεν ξέρει πού να πάει. Ή θα ‘χασε το σπίτι του ή δε θα είχε ποτέ σπίτι. Καλή ώρα σαν κι εμένα.

Η σκέψη πως είχε βρει ένα σύντροφο στην ερημιά του, του έκανε καλό. Μια στιγμή, που ο σκύλος -ένας μεγάλος σκύλος  κανελής, που έφεγγαν τα πόδια του από την αδυναμία- γύρισε και τον κοίταξε, τον φώναξε με καλοσύνη.

-Έλα δω, Λέων, έλα δω…

Του είχε δώσει το όνομα ενός αγαπημένου σκυλιού από τον καιρό που είχε κι αυτός παιδιά και σκυλιά. Ο σκύλος άκουσε στο ξένο όνομα. Ζύγωσε κοντά του και άρχισε να του κουνάει την ουρά. Ο γηραλέος του χάιδεψε το κεφάλι και του είπε:

-Έρημος εσύ, έρημος κι εγώ, πάμε να κάνομε μαζί Χριστούγεννα.

Ο σκύλος του κούνησε πάλι την ουρά του, σα να είχε καταλάβει τα λόγια του και σα να έλεγε:

-Πολύ ευχαρίστως, πολύ ευχαρίστως.

Και τον ακολούθησε.

Γύρισαν μαζί στην πόλη. Ο γηραλέος μπήκε σ’ ένα μαγέρικο, παράγγειλε να του βάλουν στο χαρτί δυο μερίδες ψητό, δυο μερίδες χριστόψωμο και δυο κουραμπιέδες. Πήρε τα ψώνια του και μαζί με τον σύντροφό του, που κουνούσε όλη την ώρα την ουρά του, πανηγυρίζοντας τη μεγάλη μέρα, τράβηξε στην έρημη καμαρούλα του. Κανείς δεν είδε πώς κάθισαν στο τραπέζι ο άνθρωπος και ο σκύλος. Μπορεί όμως να το καταλάβει πως κι οι δυο έρημοι γιόρτασαν, αυτή τη χρονιά, οικογενειακά Χριστούγεννα.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Αθηνά-Μαρία Μιχοπούλου.



Γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1971 στον Βόλο, όπου κατοικεί με τα παιδιά της, τη Φωτεινή και τον Φίλιππο.

Το 1992 πήρε το πτυχίο της νηπιαγωγού από την ιδιωτική σχολή Granits στην Αθήνα. Εργάστηκε στον Βρεφονηπιακό Σταθμό Βόλου για 4 χρόνια και, παράλληλα, φοίτησε στο δημόσιο Ι.Ε.Κ. Βόλου (τμήμα προσχολικής αγωγής).

Παρακολούθησε για έναν χρόνο μαθήματα στο τμήμα καλών τεχνών του Καλλιτεχνικού Οργανισμού του Δήμου Βόλου.

Ζωγραφίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της και σχεδόν πάντα σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

Οι μεγάλες της αγάπες είναι τα παιδιά, τα  βιβλία, η μουσική, η θάλασσα, τα ζώα, οι ζεστές αγκαλιές, το φεγγάρι και ο Βόλος.

Πιστεύει πως η τέχνη, όταν προσεγγίζεται βιωματικά, αποκαλύπτει αλήθεια και μπορεί μ’ ένα μαγικό τρόπο να λυτρώνει και να αγγίζει.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook: