Ήταν ένα Μανταλάκι,
που το λέγανε Λαλάκη.
Ήταν όμορφο, καινούργιο,
μα κακόψυχο,
κακούργο.
«Μμμμ…, σιγά μη σας μιλήσω»,
έλεγε στα γερασμένα,
πιο παλιά, λίγο
σπασμένα
μανταλάκια στην
απλώστρα
και καθόταν σε ξαπλώστρα.
Έκανε ηλιοθεραπεία,
ούτε λέξη για
εργασία!
Μα απ’ τον ήλιο τον
πολύ
και από το καθισιό,
άρχισε να ξεθωριάζει,
να παλιώνει, να
σκουριάζει.
Ξαφνικά ένα πρωινό,
κοίταξε μες στον
καθρέφτη.
Κόντεψε να τρελαθεί!
Τα μαλλιά του
σηκωθήκαν,
κοκκινίσανε τ’ αυτιά
του,
βγαίνανε καπνοί απ’
τη μύτη!
-Ψεύτη! Ψεύτη! Ψεύτη!
Ψεύτη!
φώναζε υστερικά και
χτυπούσε
το μικρό του
καθρεφτάκι δυνατά.
-Μα
πώς έγινε εγώ,
ο Λαλάκης ο ωραίος,
ο καινούργιος, ο
σπουδαίος,
να ’μαι πάνω στην
απλώστρα
γερασμένος,
σκουριασμένος,
άσχημος,
μιζεριασμένος;
Και λες δεν έφτανε
αυτό,
το αβάσταχτο κακό,
τύχανε κι άλλα
μαντάτα,
απροσδόκητα, βαρβάτα.
Η καλή νοικοκυρά,
που άπλωνε πάντα τα
ρούχα
-ξεμυαλίστηκε
τελείως!-
αποφάσισε ν’ αλλάξει
τα παλιά της
μανταλάκια
και να βάλει στην
απλώστρα
μόνο όμορφα, για
μόστρα.
Και χωρίς να χάσει
χρόνο,
κει κοντά στο
μεσημέρι,
ήρθε η νοικοκυρά μας
μ’ ένα φουξ κουβά στο
χέρι.
Μέσα είχε μανταλάκια
όμορφα, χρωματιστά,
όλο σχέδια φορτωμένα,
ξύλινα και πλαστικά,
σπάνια, ακριβά, μεγάλα,
κορδωμένα, στολισμένα,
ή μικρά πιο βολικά,
όλα τρισχαριτωμένα.
Όσα είχαν πια
παλιώσει
πεταχτήκαν βιαστικά
στη μικρή τη
λεκανίτσα,
που στραγγίζαν τα
νερά.
Φανταστείτε τι ντροπή,
τι κατάντια τραγική
ήτανε για τον Λαλάκη
να βρεθεί στο
λεκανάκι
με παλιά και
πεταμένα,
άσχημα και γερασμένα,
μανταλάκια τιποτένια.
Δεν μιλούσε, δεν
λαλούσε,
ούτε καν που τα
κοιτούσε,
όταν ένα πλαστικό,
μπλε και μικροσκοπικό
άρχισε να νευριάζει,
να φουντώνει, να
φωνάζει.
-Άκου να σου πω εσύ,
ποιος νομίζεις ότι
είσαι;
Ένα βρωμομανταλάκι,
σκουριασμένο και παλιό,
που άλλο πια δεν θ’
ανεχτώ!
Κοίτα γύρω σου καλά,
δες τα άλλα
μανταλάκια.
Είναι λίγο
κουρασμένα,
στις ακρούλες τους
σπασμένα
από την πολλή
δουλειά,
μα δεν είναι
σκουριασμένα
από μεγάαααλη
τεμπελιά.
-Όχι δα, δεν θα
καταδεχτώ
σε σένα ν’ απαντήσω,
όμως θα σου άξιζε
πολύ
να ’ρθω να σε
χαστουκίσω.
Μα, όπως σήκωσε το
χέρι
να χτυπήσει το μικρό,
«Κράαακ!», ακούστηκε ένας ήχος
και συνέβη το κακό.
Όλοι τρέξανε κοντά
του
να φροντίσουν την
πληγή,
μίση, έχθρες και
κακίες
ξεχαστήκαν στη
στιγμή.
Αποφάσισαν ευθύς
τις σκουριές του να λαδώσουν
και μια δεύτερη
ευκαιρία
πως αξίζει να του
δώσουν.
Ο Λαλάκης πληγωμένος,
και για πρώτη του
φορά,
άρχισε να σιγοκλαίει
με το βλέμμα χαμηλά.
-Τι κακόψυχος που
ήμουν,
κι άκαρδος τόσο
καιρό;
Πώς μπορούσα να ’μαι
μόνος,
δίχως φίλους στο
πλευρό;
Γιατί ήμουν
ψηλομύτης,
πεισματάρης και
κακός;
Γιατί σε όλες τις δουλειές σας
να μην είμαι βοηθός;
Εμπρός, μη με κρατάτε
άλλο,
μα πετάξτε με μακριά,
αυτό που μου απομένει
είναι
μια τελευταία
κατραπακιά,
μέχρι που να ξεψυχήσω και…
..Πριν προλάβει να τελειώσει,
..Πριν προλάβει να τελειώσει,
φάνηκε η νοικοκυρά
με κατεβασμένα μούτρα
και πεσμένα τα αυτιά.
Τα καινούργια μανταλάκια
δεν δουλέψανε σωστά
κι όλα τα φορέματά
της
πήρε ο αέρας μακριά.
-Ήρθε η ώρα να μας
πετάξει,
είπε ο σοφός παππούς,
θέλω θάρρος,
ψυχραιμία,
Λαλάκη μου εσύ τ’
ακούς;
Ας πιαστούμε χέρι
χέρι,
ας κάνουμε μια
προσευχή,
όταν είμαστε
ενωμένοι,
γινόμαστε πιο
δυνατοί.
Η νοικοκυρά
πλησιάζει,
παίρνει αγκαλιά το
λεκανάκι,
στην απλώστρα το
πηγαίνει
και ξαφνιάζει τον
Λαλάκη!
Ένα ένα μανταλάκι
παίρνει στο χέρι
στοργικά,
μα, αντί να το
πετάξει,
ευθύς το βάζει στη
δουλειά.
Εδώ τελειώνει η
ιστορία
του Λαλάκη μας
παιδιά,
που κατάλαβε
επιτέλους
τι σημαίνει τεμπελιά.
Πόσο είναι πιο ωραίο
να ’σαι πάντα
ταπεινός,
να ’χεις φίλους στο
πλευρό σου
παρά μόνος και κακός.
«Ήταν ένα μανταλάκι,
που το λέγανε Λαλάκη.
Ήταν άξιο, εργατικό
και απ’ όλα
πιο χαρούμενο
και καταδεκτικό…»
ΓΙΩΤΑ ΚΟΤΣΑΥΤΗ (ανέκδοτο κείμενο)
(Το παραμύθι ενδείκνυται για παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας. Εκτός από το ότι τα φέρνει σε επαφή με τον έμμετρο λόγο, είναι ένας ευχάριστος τρόπος για να κατανοήσουν την έννοια της εργατικότητας και της τεμπελιάς, αλλά και τις έννοιες της συνεργασίας, της φιλίας, της αποδοχής, της ενότητας. Αν είστε εκπαιδευτικός και αποφασίσετε να εργαστείτε πάνω στο κείμενο του Λαλάκη, θα χαρούμε πολύ να μοιραστείτε μαζί μας την εμπειρία σας).
…
Το παραμύθι εικονογράφησε η Ευαγγελία Τεντολούρη.
Η Ευαγγελία γεννήθηκε μια
χιονισμένη μέρα στην πόλη των Τρικάλων, τον Μάρτη του 1993. Η αγάπη της για τη
ζωγραφική και τις τέχνες την οδήγησε στη Σχολή Καλών Τεχνών Φλώρινας, της οποίας
είναι φοιτήτρια. Της αρέσει να ζωγραφίζει, να ακούει μουσική με τις ώρες και να
μαγειρεύει. Ονειρεύεται έναν κόσμο μακριά από την λύπη, γεμάτο χαμόγελα!
...
Το κείμενο έγραψε η Γιώτα Κοτσαύτη.
Στοιχεία επικοινωνίας: yotakotsafti1@yahoo.gr
Facebook Profile: https://www.facebook.com/yota.kotsaftitheofanous
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;