Μια φορά κι έναν καιρό
ζούσε ένας έμπορος αρωμάτων με την κόρη του Ντοράνη, την οποία υπεραγαπούσε. Η
Ντοράνη είχε αχώριστη φίλη της μια νεράιδα και οι δυο τους περνούσαν τον
περισσότερο καιρό μαζί, τραγουδώντας, χορεύοντας και παίζοντας.
Η Ντοράνη ήταν μια πολύ
όμορφη κοπέλα με κυριότερο χαρακτηριστικό της τα παράξενα μακριά ξανθά μαλλιά
που είχαν το χρώμα του σιταριού και την ευωδιά του ρόδου. Ήταν όμως τόσο μακριά
που ένιωθε ότι την ενοχλούσαν και γι’ αυτό, κάποια μέρα, ενώ λουζόταν με τη νεράιδα
φίλη της στο ποτάμι, πήρε το ψαλίδι και τα κόντυνε. Άφησε τις κομμένες
πλεξούδες να τις παρασύρει το νερό.
Έτυχε εκείνη τη μέρα να
έχει βγει κυνήγι ο γιος του μαχαραγιά. Είδε τις πλεξούδες που έπλεαν στο
ποτάμι, τις έπιασε στα χέρια του, ένιωσε την ομορφιά τους και το ωραίο τους
άρωμα. Γύρισε στο παλάτι, αλλά δεν μπορούσε να ησυχάσει και οι γονείς του
άρχισαν να ανησυχούν για τον γιο τους.
— Όχι δεν είμαι
άρρωστος, τους είπε, αλλά θα αρρωστήσω αν δεν μάθω σε ποια ανήκουν αυτές οι
χρυσές πλεξούδες.
Από κει και πέρα τα
πράγματα ακολούθησαν τον δρόμο τους και δεν ήταν δύσκολο για τους ανθρώπους του
μαχαραγιά να επισημάνουν την Ντοράνη, μια και τα μαλλιά της ήταν τόσο
φημισμένα, όσο κι η ομορφιά της.
Όταν λοιπόν ήρθαν οι
απεσταλμένοι του μαχαραγιά και της ζήτησαν να παντρευτεί τον γιο του, αυτή είπε
ότι θα βάλει έναν όρο για να δεχτεί: «Όλη τη μέρα θα μένω στο παλάτι, αλλά όταν
νυχτώνει θα φεύγω και θα ξαναγυρίζω το πρωί».
Ο μαχαραγιάς βρήκε τον
όρο αυτόν παράξενο, αλλά τελικά σκέφτηκε ότι, μετά από λίγες μέρες, η νύφη του
θα βαρεθεί να φεύγει από το παλάτι. Όσο για τον πρίγκιπα, αυτός δεν είχε καμιά
απολύτως αντίρρηση ήταν κιόλας τόσο πολύ ερωτευμένος με την Ντοράνη, που θα
δεχόταν όποιον όρο κι αν του έβαζε.
Έγινε λοιπόν ο γάμος με
όλη την πολυτέλεια και μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει στα παραμύθια. Από την πρώτη
κιόλας νύχτα όμως η νύφη έφυγε και δεν γύρισε παρά λίγο πριν από την ανατολή.
Στην αρχή ο πρίγκιπας πίστεψε ότι αυτό δεν ήταν μεγάλο πρόβλημα, μια και θα την είχε κοντά του τη μέρα. Αλλά
τη μέρα η Ντοράνη καθόταν απαθής και αμίλητη, με το κεφάλι στα χέρια και τα
χέρια στα γόνατά της, σαν να μην υπήρχε
τίποτα γύρω της.
Παρά τις προσπάθειες
του πρίγκιπα δεν έλεγε ούτε μια λέξη και έμοιαζε ότι δεν έκανε τίποτα άλλο παρά
να περιμένει πότε θα νυχτώσει για να φύγει από το παλάτι και να γυρίσει
χαρούμενη το πρωί -μια χαρά όμως που κοβόταν αμέσως μόλις πατούσε το πόδι της
στο παλάτι.
Δυστυχισμένος ο
πρίγκιπας έκανε κάποια μέρα βόλτες στον μεγάλο κήπο του παλατιού, όταν
συνάντησε ένα γέρο κηπουρό, ο οποίος τον ρώτησε:
— Τι τρέχει, παιδί μου,
γιατί είσαι τόσο μελαγχολικός;
— Η γυναίκα που
παντρεύτηκα και που είναι τόσο όμορφη όσο τα αστέρια του ουρανού, δεν μου
μιλάει, δεν μου δίνει καμιά σημασία και κάθε βράδυ φεύγει και γυρίζει το πρωί.
Ο γέρο-κηπουρός του είπε
να περιμένει και σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στο χέρι του πέντε-έξι μικρά
σακουλάκια.
— Το βράδυ, όταν η
γυναίκα σου βγει από το παλάτι, άδειασε ένα σακουλάκι επάνω σου. Αυτό θα σε
κάνει αόρατο και θα μπορέσεις να την παρακολουθήσεις χωρίς να σε δει.
Ο νέος έκρυψε τα
σακουλάκια στο τουρμπάνι του, ευχαρίστησε τον κηπουρό και περίμενε την ώρα που
θα άρχιζε η παράξενη περιπέτεια.
Μόλις νύχτωσε και η
Ντοράνη βγήκε από το παλάτι, ο πρίγκιπας άδειασε ένα φακελάκι σκόνη πάνω του
και έγινε αόρατος. Άρχισε να περπατάει δίπλα της και χαιρόταν το λυγερό της
περπάτημα και το άρωμα των μαλλιών της.
Η Ντοράνη κατευθύνθηκε
προς το πατρικό της σπίτι και σε λίγο,βρισκόταν στο δωμάτιό της. Εκεί, και ενώ
ο πρίγκιπας παρακολουθούσε αόρατος, έβαλε δυο λεκάνες, τη μια με νερό και την άλλη με ροδόσταμο.
Έλουσε τα μαλλιά της, φόρεσε το ωραιότερο φουστάνι της, στολίστηκε με τα
κοσμήματα της και πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα στην γωνία του δωματίου.
— Πέταξε, καρέκλα, είπε
και αργά αργά η καρέκλα άρχισε να σηκώνεται στον αέρα, να παίρνει στροφή και να
βγαίνει από το παράθυρο. Ο πρίγκιπας μόλις πρόλαβε την τελευταία στιγμή να
αρπαχτεί από το πόδι της καρέκλας, γιατί αλλιώς θα έχανε την κοπέλα. Πετώντας
πάνω από την πόλη η καρέκλα κατευθύνθηκε προς το δάσος και σε λίγο είχε φτάσει
στο σπίτι της νεράιδας, της παιδικής φίλης της. Η νεράιδα έκανε πολλές χαρές
που την είδε αλλά της είπε:
— Γιατί η καρέκλα σου
πετάει στραβά απόψε; Μήπως το είπες στον άντρα σου;
Η κοπέλα της απάντησε
ότι δεν είχε πει τίποτα και οι δυο γυναίκες δεν έδωσαν συνέχεια στο
περιστατικό. Ανέβηκε και η νεράιδα στην καρέκλα και σε λίγο βρίσκονταν πάλι
στον ουρανό, ενώ ο πρίγκιπας μόλις που είχε προλάβει να αρπαχτεί από το πόδι
της καρέκλας. Από εκεί πέταξαν στο σπίτι του Μεγάλου Μαχαραγιά, του αυτοκράτορα
της απέραντης χώρας. Οι δυο κοπέλες τραγούδησαν, χόρεψαν και έπαιξαν με τον
μαγικό αυλό και ο πρίγκιπας αισθάνθηκε ότι χαίρονταν πάρα πολύ την παρέα τους.
Λίγο πριν να ξημερώσει ξανανέβηκαν στη μαγική καρέκλα, πέρασαν πρώτα από το
σπίτι της νεράιδας και έπειτα από το πατρικό σπίτι της Ντοράνη. Εκεί η κοπέλα
ξανάβαλε τα ρούχα που φορούσε στο παλάτι και, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος,
περνούσε το κατώφλι του ανακτόρου, με τον πρίγκιπα να την ακολουθεί μερικά
βήματα πιο πίσω.
Μόλις μπήκε στο παλάτι
ο πρίγκιπας ξαναέγινε ορατός και είπε στην κοπέλα:
— Απόψε είδα ένα
παράξενο όνειρο.
Η Ντοράνη φαινόταν να
μην τον ακούει καθόλου έχοντας τη γνωστή στάση: το κεφάλι στα χέρια και τα
χέρια στο γόνατά της. Παρ’ όλα αυτά ο πρίγκιπας της διηγήθηκε με λεπτομέρεια
ό,τι είχε δει στο ταξίδι τους. Όταν
τελείωσε η Ντοράνη απλά τον κοίταξε, χωρίς να πει τίποτα αλλά σκέφτηκε: «Είναι
δυνατόν να τα έχει ονειρευτεί όλα αυτά;».
Την άλλη νύχτα
επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία. Ο πρίγκιπας ξαναέγινε αόρατος και ακολούθησε τη
νεαρή γυναίκα του και αυτή τη φορά ξανάγιναν τα ίδια πράγματα, οι δυο φίλες
συναντήθηκαν, μόνο που του φάνηκε ότι η Ντοράνη τραγουδούσε, χόρευε και έπαιζε
φλάουτο ακόμα πιο ωραία, χαιρόμενη τόσο πολύ την παρέα της. Όταν το πρωί
γύρισαν στο παλάτι, ο πρίγκιπας είπε στην κοπέλα:
— Απόψε είδα ένα πολύ
παράξενο όνειρο, και της διηγήθηκε με λεπτομέρεια όσα είχε παρακολουθήσει.
Η Ντοράνη, σηκώνοντας
το κεφάλι από τα χέρια, τα χέρια από τα γόνατα, γύρισε στον άντρα της και του
είπε:
— Νομίζω ότι δεν τα
είδες στο όνειρό σου, αλλά ότι ήσουν εκεί.
— Ναι ήμουν εκεί,
απάντησε αυτός, χαρούμενος που κατάφερε μετά από τόσο καιρό να της πάρει έστω
μερικές λέξεις.
— Γιατί όμως; Γιατί με
παρακολουθείς, ενώ είχες συμφωνήσει ότι θα είμαι ελεύθερη να φεύγω κάθε βράδυ;
ρώτησε η κοπέλα.
— Γιατί σε αγαπώ,
Ντοράνη, και το να είμαι μαζί σου είναι η μεγαλύτερη ευτυχία μου.
Τα βλέφαρα της Ντοράνη
ανοιγόκλεισαν μερικές φορές, αλλά δεν είπε τίποτα άλλο όλη τη μέρα.
Όταν όμως
άρχισε να νυχτώνει και ήταν έτοιμη να βγει από το παλάτι, είπε στον άντρα της:
— Αν μ’ αγαπάς, όπως
λες, δείξ’ το μου με το να μη με παρακολουθήσεις απόψε.
— Σε αγαπώ και θα σου
το δείξω, υποσχέθηκε εκείνος και
πραγματικά έμεινε στο παλάτι.
Όταν η νεράιδα είδε την
φίλη της να έρχεται με την μαγική καρέκλα, της είπε:
— Η καρέκλα πετάει τόσο
στραβά που σίγουρα το έχεις πει στον άντρα σου.
— Ναι το έχω πει,
ομολόγησε εκείνη.
Αυτή τη φορά η Ντοράνη
ούτε να χορέψει, ούτε να τραγουδήσει, ούτε να παίξει φλάουτο είχε κέφι.
— Μα τι σου συμβαίνει;
τη ρώτησε η νεράιδα.
— Καλή μου παιδική φίλη,
τον αγαπώ, εξομολογήθηκε η κοπέλα. Όσο κι αν θέλουμε να κρατήσουμε ανέπαφα όσα
κάναμε στην παιδική μας ηλικία, κάποτε τα πράγματα αλλάζουν. Σε αγαπώ και σένα
και θα σε βλέπω όσο συχνά μπορώ, αλλά όχι κάθε βράδυ.
Όταν η Ντοράνη έφτασε
στο παλάτι το πρωί, ρώτησε τον άντρα της:
— Τι ονειρεύτηκες
απόψε;
Αυτός γέλασε τόσο
χαρούμενος που έλαμψε το πρόσωπό του, γιατί ήταν η πρώτη φορά που η γυναίκα του
του απηύθυνε μόνη της τον λόγο.
— Έχω σταματήσει να
ονειρεύομαι για το παρελθόν και αρχίζω να ονειρεύομαι πόσο ευτυχισμένη θα είναι
η ζωή μας στο μέλλον.
Δεν είπαν τίποτα άλλο
αλλά φάνηκε σαν η κοπέλα να τον κοίταξε με λατρεία.
Άρχισε να νυχτώνει, να
βγαίνουν τα πρώτα αστέρια κι ο πρίγκιπας παραξενεύτηκε:
— Ντοράνη, δεν θα
φύγεις απόψε;
Αυτή άνοιξε τα χέρια
και τον αγκάλιασε:
— Δεν θα φύγω ούτε
απόψε, ούτε για πολύ καιρό αρκεί να με θέλεις κι εσύ. Τώρα ξέρω ότι δεν
μπορούμε να ζούμε την παλιά και τη νέα ζωή μας την ίδια στιγμή, αλλά και πάλι
δεν μπορούμε και δεν πρέπει να ξεκόψουμε εντελώς. Πάντως θα είμαι εδώ πολύ
περισσότερες νύχτες από όσες θα λείπω, γιατί μαζί σου έμαθα ότι ο έρωτας μπορεί
να έχει μαγεία περισσότερη και από την ίδια τη μαγεία!
(Πακιστάν)
ΧΡΗΣΤΟΣ
ΜΑΓΓΟΥΤΑΣ, Η Σοφία των Λαών, εκδόσεις Σαΐτα (υπό έκδοση)
...
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Την εικόνα έκανε η Έφη
Εμμανουηλίδη.
Η Έφη Εμμανουηλίδη
γεννήθηκε το 1992 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό τμήμα
Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Παράλληλα με τις σπουδές της, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής δίπλα στην
Ρουμπίνα Σαρελάκου και την Σοφία Αλεξίου. Εργάζεται ως εικαστικός σε διάφορα
project και γράφει ιστορίες για παιδιά.
Η σελίδα της Έφης στο
facebook:
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα του «Ένα
κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;