Ο μπάρμπα Θανάσης ήταν
ένας ηλικιωμένος, καλοσυντρόφιαστος, περιποιητικός άνθρωπος, γύρω στα
εβδομήντα, που ζούσε σ’ ένα χωριό της Σαμοθράκης με μόνιμη συντροφιά του πλέον,
τον Kανέλο, ένα γιγαντόσωμο σκυλί και το γαϊδουράκο του τον Παχνούλη.
Το σκυλί είχε όπως
καταλαβαίνουμε κανελί χρώμα, αλλά ο γάιδαρος; Πώς πήρε αυτό το όνομα;
Μια φορά ο μπάρμπα
Θανάσης, τότε που είχε μόνο το σκυλί, παραπονέθηκε σ’ ένα φίλο του:
-Ξέρεις τώρα έμεινα
μόνος, κατάμονος, πέθανε και η γυναίκα μου,τα παιδιά έχουν τις δουλειές τους, τι
να κάνω δεν ξέρω.
-Έννοια σου, Θανάση και
θα σου βρω εγώ τι να κάνεις.
Και πήγε στη Λήμνο κι
έφερε έναν γάιδαρο έτοιμο για δώρο, με το σαμάρι του, τα σχοινιά του, το
καπίστρι του, και βεβαίως τα καινούργια του παπούτσια, τα πέταλα. Τι να σας πω,
μόνο το χαρτί περιτυλίγματος του έλειπε.
Μια μέρα, λοιπόν, καβάλησε
το ζωντανό ο Δημητρός και ντι και ντι νάτος στην άκρη του περβολιού του μπάρμπα
Θανάση!
Ο Κανέλος αναγνώρισε τον
Δημητρό όχι όμως και τον γάιδαρο! Άρχιζε να γαβγίζει τόσο που έκανε τ’ αφεντικό
του να βγει στην αυλή και να φωνάζει: τι έγινε Κανέλο, σε τάισα τόσο, έσκασες,
γιατί γαβγίζεις; Ο Κανέλος πήγαινε ως το φράχτη γάβγιζε και κουνώντας την ουρά,
όλος χαρά, ερχόταν και έπεφτε μπροστά στον μπάρμπα Θανάση.
-Κάτι βλέπεις εσύ, μα
τι, βρε Κανέλο!
Ο Δημητρός φώναξε:
-Θανάση, εε Θανάση, πού
είσαι μπρε!
-Ποιος είναι, έλα- έλα
Δημητρό, για σένα γαβγίζει και χαίρεται το ζωντανό;
-Εε, όχι δα, εμένα με
ξέρει καλά αλλά για δες τι σου έφερα!
Κατάπληκτος ο μπάρμπα
Θανάσης:
-Πω, πω, πω τι γαϊδουράκος
είναι αυτός, έτοιμος για όλα, με το σαμάρι του με τα στολίδια του, πω, πω πω, τι
χάντρες! Καλά πού τον βρήκες, τα γαϊδούρια, χρόνια τώρα, έλειψαν από το νησί,
πού τον βρήκες, και πλησιάζοντας άπλωσε το χέρι του και τον χάιδεψε! Ο Κανέλος
συνέχισε να γαβγίζει και κάπου-κάπου σηκωνόταν στα δυο, να κερδίσει αυτός το
χάδι του αφεντικού του .
-Στη Λήμνο, υπάρχουν ακόμη!
Φαίνεται εμείς είχαμε περισσότερα από εσάς! Σκέφτηκα, λοιπόν, να σου φέρω αυτόν
εδώ…
-Τι αυτόν εδώ, δεν έχει
όνομα;
-Εε, θα του δώσουμε
ένα, το μόνο εύκολο.
-Και πόσο κάνει με τα
όλα του;
-Εσύ πάντως παραγγελιά
δεν έδωσες, άρα δεν πληρώνεις, μόνο παίρνεις, και στο κάτω-κάτω τόσα χρόνια που
έρχομαι στο νησί απολαμβάνω τη φιλοξενία σου και προπάντων τη φιλία σου.
-Καλά ας είναι, θα τα
βρούμε αλλιώς.
Κάθισαν οι δυο φίλοι να
πιουν τον καφέ τους αλλά τι καφέ, για ακούστε.
-Δημητρό θα σου φτιάξω
έναν καφέ στη χόβολη!
-Τι λες και πού ξέρεις
εσύ τη χόβολη;
-Εμείς εδώ, φαντάζομαι
κι εσείς, τις μαζεμένες πέτρες τις λέμε χοβόλη. Μια μέρα, άκουσα τον εγγονό μου
-είχε έρθει να με δει- που μιλούσε στο τηλέφωνο με το κορίτσι του και έλεγε:
-Μπράβο Μαράκι, καλά
πέρασες, ήπιες και καφέ στη χόβολη… και σαν έκλεισε το τηλέφωνο τον ρώτησα και
μου είπε τι και πώς.
Παλιά που ανάβαμε το
τζάκι βάζαμε το μπρίκι έξω-έξω, στη
ζεστή στάχτη και σιγά-σιγά φούσκωνε κι έκανε ένα καϊμάκι !
-Και τι σοφίστηκες;
-Δεν σοφίστηκα, ρώτησα
τον εγγονό μου και μου είπε, τι ακριβώς είναι η χόβολη κι εγώ, δεν έχασα χρόνο
αυτοσχεδίασα!
Πήρα ένα ταψάκι, έβαλα
μέσα ψιλή άμμο και το έχω μόνιμα πάνω στην ξυλόσομπα. Βάζω λοιπόν το μπρίκι
μέσα και σιγοψήνεται το καφεδάκι μου.
Να σκεφτείς η σόμπα
σβήνει και το ταψάκι κρατάει την άμμο
ζεστή, για πολλές ώρες. Για να μη σου πω ότι εκεί φτιάχνω και το τσάι μου.
-Τώρα τι θα πιούμε,
καφέ ή τσάι;
-Καφέ κι αν θελήσεις
και ένα άλλο ζεστό, το τσαγερό περιμένει, θα ρίξω δυο πρέζες φλισκούνι και έτοιμο!
Μπήκανε μέσα, ο
Κανέλος πρώτος, πέρασε στη θέση του, ο
Δημητρός κάθισε στο τραπέζι κι ο μπάρμπα Θανάσης έριξε δυο ξύλα στη σόμπα και
έχωσε μέσα στη ζεστή άμμο το μπρίκι. Έφερε στο τραπέζι ένα δίσκο με σταρένια
εφτάζυμα παξιμάδια, ένα κομμάτι τυρί και μαύρες ελιές πατητές!
- Θα φάμε όλα αυτά;
-Ναι, θα τα φάμε και να
ξέρεις ότι το πρωινό σου πρέπει να είναι πλούσιο, καλύτερο κι απ’ το
μεσημεριανό.
-Και το παξιμάδι τόσο
μεγάλο και σκληρό, πώς θα το φάμε, τα δόντια μας είναι μάλλον για βιτρίνα κι
όχι για πραγματική χρήση.
Και πήρε τα δυο μεγάλα
παξιμάδια ο μπάρμπα Θανάσης, τα έβρεξε με το νερό της κανάτας γρήγορα και τα
τύλιξε σε μια πετσέτα καλά .
Στο μεταξύ καφές και
τσάι έτοιμα στη… χόβολη. Περίμεναν τον χρόνο τους!
Ο Κανέλος απλώθηκε φαρδιά-πλατιά στο κιλίμι του,
έχωσε τη μουσούδα του στα δυο μπροστινά του πόδια και περίμενε.
Ο γάιδαρος γκάριζε στην
αυλή κι η Τριανταφυλλιά που περνούσε φώναξε:
-Μπάρμπαα, μπάρμπα
Θανάση, ένας γάιδαρος στην αυλή σου!
Ο μπάρμπα Θανάσης
άνοιξε το ένα φύλλο του παραθύρου και:
-Αυτό είναι το καινούργιο
μου αυτοκίνητο!
-Τι όμορφο ζωντανό, και
τι περίεργο χρώμα, σαν να’ ναι παχνιασμένο!
Άλλο που δεν ήθελε ο
Δημητρός να γελάσει.
-Τι λέει το κορίτσι
Θανάση;
-Έχει πάντως δίκιο! Το
χρώμα του είναι γκρίζο αλλά κάπου ανοίγει και φαίνεται σαν να ‘πεσε πάνω του
πάχνη.
-Αχ, τι ακούω!
-Το βρήκα, όχι μόνος
μου, με βοήθησε η Τριανταφυλλιά!
Και το όνομα αυτού,
Παχνούλης!
-Περιμένω να ακούσω, τι
τέλος πάντων σκέφτεσαι.
-Δε σκέφτομαι,
σκέφτηκα. Το γάιδαρο θα τον ονομάσω Παχνούλη!
-Υπέροχο, πρώτη φορά το
ακούω και για γάιδαρο κιόλας!
-Δημητρό μου σ’
ευχαριστώ, σήμερα μου γλύκανες την καρδιά. Θα μπορώ, τώρα που ανοίγει ο καιρός
και μεγαλώνει η μέρα, να πηγαίνω καμιά βόλτα στα κτήματα και να κάνω και κάτι
βρε αδερφέ. Αλλά να, σκέφτομαι ότι πρέπει να σου δώσω κατιτίς, τόσο κόπο
έκανες!
-Θα σου πω την αλήθεια,
γιατί τα φιλαράκια έτσι πρέπει να ξηγιούνται! Ο αδελφός μου πήρε αυτοκίνητο και
το γαϊδουράκι του ήταν πλέον άχρηστο, ήθελε και τη φροντίδα του εδώ που τα
λέμε. Πάνω στην κουβέντα, του έκανα την πρόταση και να το αποτέλεσμα! Και χάρη
του κάναμε, γιατί, τι να το έκανε.
-Α, αν είναι έτσι ο
Παχνούλης είναι σε καλά χέρια.
-Θανάση μου, καλά
ήπιαμε καλά φάγαμε, εξαιρετικά τα παξιμάδια, ωραίες οι ελιές, ψωμωμένες που
λέμε και το τουλουμίσιο το τυρί άφταστο!
-Καλά μη σκεφτείς, εγώ
τίποτα απ’ αυτά δεν κάνω, ας είναι καλά τα παιδιά μου και γιατί όχι τα εγγόνια,
γιατί εκείνα είναι οι ταχυδρόμοι, εκείνα φέρνουν τα δέματα!
-Τα εγγόνια! Ο Θεός,
όλα με τάξη και οικονομία τα έδωσε στον άνθρωπο! Εμένα, η εγγονή μου, είναι
πέντε και ξέρει τα πάντα μες στο σπίτι, τηλέφωνα, κινητά και ακίνητα, τηλεόραση,
να σου βάλει όποιο κανάλι θες, να δώσει φως στην εικόνα, κι ας μην πούμε για
κείνο το διαβολάκι, τον υπολογιστή! Προχθές κάθισε και έπαιζε ένα παιχνίδι.
Πλησίασα και ακούμπησα το πανωφόρι μου στο τραπέζι για να τη χαρώ κι έβγαλε μια
φωνή: παππούου, το ποντίκι! Εγώ, πού να ξέρω ο δόλιος το ποντίκι, πέρα από τα
ποντίκια που είχαμε παλιά στα σπίτια μας και χοροπηδούσαν κάθε βράδυ στο
ταβάνι!
-Όλα καλά κι άγια, αν
γίνουμε και λίγο καλύτεροι σαν άνθρωποι, αν βγάλουμε από μέσα μας την κακία, αν
αδειάσουμε, όπως έκανε ο Χριστός την ψυχή μας και τη γεμίσουμε με αγάπη, αν δεν
ζηλεύουμε τον μόχθο του άλλου, αν νοιαζόμαστε για το μέλλον των παιδιών μας, των
εγγονιών μας όπως είπες, τότε θα έχουμε πιότερο το δικαίωμα να ζήσουμε
ειρηνικά!
-Φίλε μου, πιάσαμε
μεγάλη κουβέντα, θα τα ξαναπούμε σύντομα!
Σηκώθηκαν να βγουν στην
αυλή, ο Κανέλος πρώτος προχώρησε μπροστά και πήγε ίσα στη μούρη του …Παχνούλη.
-Πολύ ήρεμο τον βλέπω!
-Καλοκάγαθο, εκτός από
απασχόληση θα σ’ εξυπηρετεί παντού και είναι μόλις τεσσάρων ετών!
-Τι να πω, δεν έχω
λόγια, από αύριο αρχίζω δρομολόγια, δεν συμφωνείς;
-Συμφωνώ, αλλά να
προσέχεις, πάντα πρέπει να προσέχουμε, ειδικά όταν βγαίνουμε από το σπίτι μας.
Γιατί τώρα, τώρα που μπερδεύτηκαν τα τροχοφόρα με τα τετράποδα, χίλιοι κίνδυνοι
παραμονεύουν κι απ’ ό, τι ξέρω θα είσαι από τους ελάχιστους που θα
χρησιμοποιούν τον αμαξιτό δρόμο για να τον περπατήσουν και να τον διασχίσουν με
τον… Παχνούλη!
ΑΝΝΑ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ-ΤΣΙΟΥΛΠΑ (ανέκδοτο κείμενο)
…
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Τη εικόνα έκανε η Μαρία-Έφη Καριώτογλου.
Γεννήθηκα το 1967 στην
Αμερική. Από πολύ μικρή ηλικία αγάπησα τη ζωγραφική και σε ηλικία 10 χρονών
διακρίθηκα σε παγκόσμιο διαγωνισμό.
Σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων και παράλληλα ζωγραφική και πιάνο.
Σήμερα ζω και εργάζομαι
στη Σάμο με τον σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά μου, ασχολούμαι με τη ζωγραφική
και το πλέξιμο amigurumi, συμμετέχοντας σε ομαδικές εκθέσεις.
Το διαδικτυακό μου
«σπίτι» είναι το http://mariaeffie.blogspot.gr
…
Το κείμενο έγραψε η Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά.
Η Άννα Ευστρατίου
Δεληγιάννη γεννήθηκε το 1960 στις Μακρυλιές Σαμοθράκης Ν. Έβρου.
Σπουδές: Αποφοίτησε το
1977 από το εξατάξιο Γυμνάσιο Σαμοθράκης.
Είναι πτυχιούχος της
Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Εργασία: εργάζεται ως
Φιλόλογος στο 4ο ΓΕΛ Αλεξανδρούπολης, στο οποίο υπηρέτησε επί σειρά ετών ως
υποδιευθύντρια .
Συγγραφικό έργο: Είναι
ποιήτρια και συγγραφέας, αρθρογράφος-δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και με αυτή την
ιδιότητα παρουσιάζει από το 1994 το έργο Ελλήνων συγγραφέων ποιητών και
πεζογράφων.
Το 2011 διακρίθηκε σε
διαγωνισμό διηγήματος με το διήγημα Τρίτη Ηλικία.
Γράφει έμμετρες ιστορίες
και παραμυθοϊστορίες, διηγήματα που δημοσιεύονται σε ανάλογες διαδικτυακές
σελίδες, όπως στο «Ιπτάμενο Κάστρο», «one story»14-12-2012.
Ηλεκτρονικά βιβλία:
Τεθλασμένη ζωή-εκδόσεις Σαΐτα, Εσωτερικός Μετανάστης στο Εξωτερικό-εκδόσεις
τοβιβλίο.νετ.
Ο αναγνώστης θα τη
συναντήσει και στη σελίδα http://douridasliterature.com/annaDeligianni.html,και
σε άλλες σελίδες,αναγράφοντας το όνομά
της .
Αρθρογραφεί στον
ημερήσιο και περιοδικό τύπο .Πολλά άρθρα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα
Βήμα-Γνώμες online και ελευθεροτυπία.
Σε ό,τι αφορά τη
Σαμοθράκη, επειδή λατρεύει τη ντοπιολαλιά, έγραψε ένα λεξικό και αφηγήματα τα
οποία έλαβε τον Α’ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών το 2013.
Κοινά-κοινωνική
προσφορά: Ασχολήθηκε επί σειρά ετών από διάφορες θέσεις με τα κοινά, και το 2007
ήταν υποψήφια βουλευτής στο Ν. Έβρου.
Για την εθελοντική της
προσφορά τιμήθηκε από το Δήμο Αλεξανδρούπολης το 2012.
Οικογενειακή κατάσταση:
είναι παντρεμένη με τον εκπαιδευτικό Γιώργο Τσιουλπά και έχει δυο παιδιά, τον
Χαρίλαο και την Τριανταφυλλιά.
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα της στήλης
«Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;