Ένας
βασιλιάς αρρώστησε βαριά. Η υγεία του χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, παρά τις
προσπάθειες των γιατρών του, που δοκίμαζαν κάθε φάρμακο που είχαν στη διάθεσή
τους. Είχαν χάσει πια κάθε ελπίδα όταν η γριά γκουβερνάντα τους πλησίασε και
τους είπε:
— Ξέρω καλά τον βασιλιά,
γιατί τον έχω μεγαλώσει η ίδια. Του λείπει η χαρά. Αν βρείτε κάποιον χαρούμενο
άνθρωπο, πάρτε το πανωφόρι του και ρίξτε το στους ώμους του βασιλιά -τότε θα γιατρευτεί.
Στάλθηκαν επειγόντως
αγγελιοφόροι σε κάθε σημείο του βασιλείου. Αλλά, δυστυχώς, τα μηνύματα δεν ήταν
ευχάριστα. Όλοι παραπονιόντουσαν για κάτι: άλλος για το κρύο, άλλος για τη
ζέστη, άλλος για τις τιμές και τη σκληρή δουλειά, άλλοι γκρίνιαζαν με τις
γυναίκες τους ή τα παιδιά τους, για τους δασκάλους που δεν μπορούν να τα
συμμορφώσουν, για τα σπίτια τους που ήταν μικρά και δεν τους χωρούσαν, για την
κυβέρνηση και τον βασιλιά, που δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να μαζεύουν
φόρους. Αν κάποιος ήταν πλούσιος, παραπονιόταν γιατί δεν ήταν πλουσιότερος, αν
ήταν φτωχός, κατηγορούσε τους άλλους για τη φτώχεια του, Αν είχε την υγεία του,
γκρίνιαζε με την πεθερά του. Αν η πεθερά του ήταν καλή, γκρίνιαζε για τη γρίπη
που είχε κολλήσει και για τους άχρηστους γιατρούς που δεν μπορούσαν να κάνουν
τίποτα. Έμοιαζε σάμπως οι άνθρωποι να μην είχαν τίποτα που να τους κάνει
χαρούμενους.
Ανάμεσα στους αγγελιοφόρους
ήταν και ο γιος του βασιλιά. Κάποιο σούρουπο πέρασε έξω από μια φτωχική καλύβα
και άκουσε μια αντρική φωνή να λέει:
— Τι ωραία είναι η ζωή!
Τέλειωσα τη δουλειά μου στα χωράφια, ήρθα στο σπίτι μου και βρήκα φαγητό για
την οικογένειά μου, τα παιδιά μου διάβασαν τα μαθήματά τους και πήγαν για ύπνο.
Σε λίγο θα ξαπλώσω κι εγώ κι η γυναίκα μου να ξεκουραστούμε και να κοιμηθούμε
έναν βαθύ και ήσυχο ύπνο. Τι άλλο θέλω για να είμαι ευτυχισμένος;
Το πριγκιπόπουλο καταχάρηκε
μόλις άκουσε αυτά τα λόγια. Έδωσε αμέσως εντολή να αγοράσουν από τον φτωχό
μεροκαματιάρη το πανωφόρι του κι ας το πληρώσουν όσο όσο.
Αλλά όταν οι στρατιώτες
μπήκαν στην φτωχική καλύβα για να πάρουν το πανωφόρι του χωρικού, ανακάλυψαν
ότι ήταν τόσο φτωχός που δεν είχε καν πανωφόρι…
(Γαλλία)
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΓΓΟΥΤΑΣ, Η Σοφία των
Λαών, εκδόσεις Σαΐτα.
…
Κάθε
βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής
λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων
λογοτεχνών.
Ένας
εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα
αναλάβει.
Περιμένουμε
τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική
διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Τη
σημερινή εικόνα έκανε η Πόρποδα Μολυβία.
H
Πόρποδα Μολυβία γεννήθηκε το 1982 και μεγάλωσε στο Βόλο. Έχει σπουδάσει
ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Τ. Πατρασκίδη.
Έχει διδάξει ζωγραφική σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, σε παιδιά δημοτικού, σε
ενηλίκους και, παράλληλα, συμμετέχει σε εκθέσεις. Της αρέσουν τα λουλούδια, οι
παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τα παραμύθια, το κόκκινο, τα σύννεφα, οι
καρδιές, η ζάχαρη, η αλήθεια. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Η
σελίδα της Μολυβίας στο facebook:
…
Με
αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα
Κοτσαύτη.
…
Η
σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;