Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Όνειρο σε λευκό χαρτί



Εκείνη την άνοιξη παράτησε τις κούκλες κι άρχισε να ζωγραφίζει. Έτσι ξαφνικά… Λες και κάποια μυστήρια δύναμη κέντρισε το ζήλο της και την έβαλε ν’ ασχοληθεί με αυτή την αρχαία εικαστική τέχνη που εξάπτει τη φαντασία. Κι ας μην είχε μάθει ακόμα να σκιτσάρει σωστά ή να παίζει με τα χρώματα και τη φωτοσκίαση, που δίνει πνοή στ’ άψυχα, ζωντανεύοντας τις νεκρές εικόνες. Άλλωστε, ήταν μικρή. Δεν είχε συμπληρώσει τα έντεκα. Μόλις, όμως, τελείωνε τη μελέτη για το σχολείο, δεν έτρεχε να στρωθεί μπρος στην τηλεόραση σαν τη φίλης της την Άννα, που ονειρευόταν να γίνει χορεύτρια και θαύμαζε τις γελαστές τσαπερδόνες της γυάλινης οθόνης. Μήτε περνούσε την ώρα της κάνοντας τηλεφωνήματα στις συμμαθήτριές της, όπως άλλοτε. Καθότανε στα γωνιά της, άπλωνε λευκές κόλλες πάνω στο τραπεζάκι, έπιανε το μαύρο μολύβι, τραβούσε γραμμές, σχημάτιζε κύκλους, έφτιαχνε με τα κραγιόνια παράξενες φιγούρες ή αλλόκοτες μορφές, κι έπειτα μουντζούρωνε, τσαλάκωνε τα έργα της και τα πετούσε στο καλάθι των αχρήστων, απογοητευμένη…

«Μαργαρίτα, γιατί τα καταστρέφεις;» τη ρώτησε με απορία η μητέρα της ένα βράδυ.

«Δε μ’ αρέσουνε», της απάντησε κάπως απότομα.

«Καλά, δε λυπάσαι τους κόπους σου;»

«Ο κόπος δεν έχει σημασία, το αποτέλεσμα μετράει πάντα…», ψιθύρισε το κορίτσι με ύφος σοβαρό.

«Βασίλη, έλα ν’ ακούσεις…», φώναξε γελώντας η γυναίκα στον άντρα της, που ‘χε θρονιαστεί στον καναπέ του σαλονιού και διάβαζε την εφημερίδα του. «Η κόρη μας μεγάλωσε, ωρίμασε και το ‘ριξε στη φιλοσοφία.»

«Σαχλαμάρες», μουρμούρισε του λόγου του. «Βάλε κάτι να φάμε.»

Η Μαργαρίτα πειράχτηκε, θύμωσε. Μα δεν ξέσπασε, βάζοντας τις φωνές. Συγκρατήθηκε, μάζεψε σιωπηλή τα χαρτιά της, χασμουρήθηκε –παριστάνοντας τη νυσταγμένη- και πήγε στο δωμάτιό της, για ν’ αποφύγει τις εξηγήσεις, τις πολλές κουβέντες… Δεν ήθελε να φανερώσει το μυστικό της, ν’ αποκαλύψει την αλήθεια για τη «μάχη» που ετοιμαζότανε να δώσει, παίρνοντας μέρος σ’ ένα διεθνή διαγωνισμό ζωγραφικής για παιδιά, με θέμα τον κόσμο του μέλλοντος.

Όταν πρωτοδιάβασε την ανακοίνωση με τους όρους συμμετοχής –που ‘χανε τοιχοκολλήσει στο σχολείο τους πριν από δύο βδομάδες-, δίστασε. «Δύσκολα πράγματα…», σκέφτηκε κι έτρεξε στην αυλή. Πήγε κοντά στην παρέα της και άκουσε την Άννα να λέει ότι δεν είχε καμία διάθεση να ψάξει για τα μελλούμενα στην κρυστάλλινη σφαίρα, σαν τη μάγισσα του παραμυθιού.

«Μαζί σου, μεγάλη…», συμφώνησε ο Πέτρος με τα γυαλάκια, που μπέρδευε την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής με τον Πόλεμο των Άστρων και τα καμώματα της πριγκίπισσα Οργκάνα ή του τρομερού Νταρθ Βέιντερ στους πλανήτες της φαντασίας.

«Εσύ, Μαργαρίτα, θα στείλεις τα έργα σου;» τη ρώτησε η Λένα με τα κοντά μαλλιά και τ’ αθλητικά παπούτσια.

Δεν πρόφτασε να της απαντήσει, γιατί χτύπησε το κουδούνι. Όμως το άλλο πρωί πρόσεξε την ανακοίνωση και τότε νόμισε ότι μια περίεργη φωνή της ψιθύρισε στ’ αυτί: «Αν δε σου αρέσει το σήμερα, πώς ονειρεύεσαι το αύριο;»

Τσιμεντένιες ανήλιαγες πολυκατοικίες που τις πνίγανε τα καυσαέρια, πρόσωπα σκυθρωπά, δράκοντες της κακίας, χαλύβδινα θηρία, ξεραμένα δέντρα, βρόμικα πελάγη, σκηνές δυστυχίας και φωτογραφίες πείνας πέρασαν από το μυαλό της με κινηματογραφική ταχύτητα… Θλίψη, αγριάνθρωποι της βίας, σκοτωμοί κι αίματα που ‘χει δει στην τηλεόραση σφίξανε την καρδιά της. «Όχι, δεν τον θέλω, τον σιχαίνομαι αυτό τον κόσμο…», σκέφτηκε. «Με φοβίζει ο πόνος των απελπισμένων. Με τρομάζουν οι σύριγγες του θανάτου στα πάρκα και δε θα ξεχάσω ποτέ μου το χλομό γειτονόπουλο, που μάζεψε το ασθενοφόρο από το πεζοδρόμιο κείνο το απόγευμα…»

Η μικρή Μαργαρίτα, λοιπόν, σημείωνε σ’ ένα τετράδιο τη διεύθυνση που ‘γραφε η ανακοίνωση και βάλθηκε να συμμαζέψει τ’ όνειρό της, για να ζωγραφίσει στο χαρτί. Κι αν δεν ήξερε την τεχνική της ιχνογραφίας, τι την ένοιαζε; Το αποτέλεσμα θα μετρούσε, γιατί θα ήτανε η «γνώμη» και η ελπίδα της για τους χρόνους που θα διαδέχονταν το παρόν… Γι’ αυτό και δεν υπολόγιζε τις χαμένες προσπάθειες, τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε μουντζουρώνοντας μηχανές, ανθρωπάκια κουρδιστά και την απέραντη απονιά που έβλεπε γύρω της.

Αλλά περνούσαν οι μέρες, κυλούσε σαν το ρυάκι ο καιρός, κόντευε να μπει το καλοκαίρι και δεν είχε καταφέρει τίποτα… Ώσπου κάποια Δευτέρα, μια φλόγα φούντωσε μέσα της και φώτισε το νου της… Την ίδια στιγμή ξανάπιασε το μολύβι και τα κραγιόνια κι έφτιαξε με σπουδή όσα της υπαγόρευε η ψυχή της… Χαρούμενα, ηλιόλουστα σπιτάκια με κόκκινα κεραμίδια, γελαστά πρόσωπα, πράσινα δέντρα, πολύχρωμα λουλούδια, πουλιά στον ουρανό, μια πεντακάθαρη μπλε θάλασσα με βαρκούλες, κι εκεί στην άκρη του χαρτιού, στο χρυσό ακρογιάλι της αθωότητας, ένα κορίτσι με τ’ αγόρι της αγάπης, που κοιτούσανε το βάθος του ορίζοντα…

«Ναι, αυτό μ’ αρέσει…», ψιθύρισε η Μαργαρίτα, που δεν είχε μετρήσει ακόμα έντεκα χειμώνες…

Κι έκλεισε το έργο της στο φάκελο, για να το στείλει στο διαγωνισμό. Τώρα πια ήτανε σίγουρη. Έτσι λαχταρούσε να ‘ναι ο κόσμος του μέλλοντος, ο δικός της κόσμος…

ΣΠΥΡΟΣ Γ. ΤΣΙΡΟΣ, Ιστορίες απ’ όλο τον κόσμο, ΙΒΒΥ, εκδόσεις Κέδρος.

Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Ιουλία Δεληγιαννίδου.


Η Ιουλία Δεληγιαννίδου γεννήθηκε στη Δράμα, μεγάλωσε στην Καβάλα και σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη.

Από μικρή αγαπούσε την ενασχόληση με τις εικαστικές τέχνες, αλλά σπούδασε και εργάζεται ως πολιτικός μηχανικός. Παράλληλα είναι στο τελευταίο έτος των σπουδών της ως φοιτήτρια αρχιτεκτονικής.

Τα τελευταία χρόνια παρακολούθησε μαθήματα κεραμικής στο εργαστήρι της  Γ.Γαληνού, μαθήματα αυτοξηρούμενου πηλού με την Μ. Καντζάλη και μικτών τεχνικών με την Α. Κολτσιδοπούλου στο εργαστήρι «Χρώματα και Παραμύθια».

Τη χρονιά 2016-2017 δημιουργεί για τη Design team του εργαστηρίου Decomagia HobbyShow. 
  
Κάποια από τα τελευταία έργα της τα συνοδεύει με ιστορίες που γράφει η ίδια.

Αυτή είναι η πρώτη της εικονογράφηση για παραμύθι.

Δημιουργίες της μπορείτε να δείτε στο blog της


και στη σελίδα της στο facebook

Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;