Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Το μοιρασμένο φλουρί



Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας, που μου ‘πεσε -ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα- βγήκε μοιρασμένο.
Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά!
Ο πατέρας μου όρθιος, μπροστά στο αγιοβασιλίτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε, σα να θυμήθηκε κάτι.
-Ξεχάσαμε, είπε, το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ‘ρθει ύστερα απ’ τους αγίους. Ας είναι όμως. Θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός.
Κατέβασε το μαχαίρι.
-Του φτωχού, ονομάτισε.
Έπειτα ερχότανε το δικό μου το κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος απ’ τα παιδιά.
Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντηλο. Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον κι ο πατέρας όλους μας.
-Ποιανού είναι τώρα το φλουρί; είπε η μητέρα μου. Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου.
Η καημένη η μητέρα. Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε.
-Ούτε του ζητιάνου είναι, είπε ο πατέρας μου, ούτε του Πέτρου. Το σωστό-σωστό. Το φλουρί μοιράστηκε. Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου.
-Και τι θα γίνει τώρα; ρώτησε στεναχωρημένη η μητέρα μου.
-Τι θα γίνει;… συλλογιζόμαστε κι εμείς.
-Μην πονοκεφαλάτε… είπε ο πατέρας.
Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές χρυσές λίρες -το χρυσάφι τότε δεν είχε κρυφτεί ακόμα- και τις ακούμπησε στο τραπέζι.
-Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου.
Και μου την έδωκε.
-Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;
Ήμουν και με το παραπάνω. Η ιδέα μάλιστα πως είχα συντροφέψει με το ζητιάνο, με διασκέδαζε πολύ.
-Θα του τη δώσω εγώ με το χέρι μου, είπα.
Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: ο σύντροφος του ζητιάνου. Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:
-Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί.
Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Κάτι μου ‘λεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτασε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του. Έτρεξα στην πόρτα με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος, με κάτασπρη γενειάδα, γυρτός από τα χρόνια. Και μουρμούριζε ευχές, τρέμοντας από το κρύο.
-Πάρε, παππού, του είπα.
Ο γέρος, που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει φαίνεται παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το ‘φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του, τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα.
-Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου; με ρώτησε. Διάρα γυαλισμένη;
-Μισή λίρα είναι, παππού, του είπα. Πάρ’ τηνε. Δικιά σου είναι.
Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει.
-Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονείς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουνε στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι.
Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. Έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα του μάτια και είπε:
-Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις, παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ‘χεις πάντα όλα τα καλά, να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένος. Την ευχή μου να ‘χεις.
Μου ‘δωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό, τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε με το ραβδί του τη σκάλα.
Έτσι τελείωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα, από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ έναν φτωχό, συλλογίζομαι: τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθια ή ποιήματα), διηγήματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα η Βάσω Ποουτίδου.


Ονομάζομαι Βάσω Ποουτίδου, γεννήθηκα το 1993 και κατάγομαι από Κύπρο. 

Το 2015 ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Τμήμα Πολυμέσων και Γραφικών Τεχνών στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕ.ΠΑ.Κ.) και στη συνέχεια, το 2016 ολοκλήρωσα το Μεταπτυχιακό μου με τίτλο Master of Art in Design στον ΑΚΤΟ στην Αθήνα, με κατεύθυνση Κόμικ και Εικονογράφηση. Τα τελευταία 2 χρόνια ζω στην Αθήνα και εργάζομαι ως εικονογράφος σε παιδικά βιβλία. Ασχολούμαι επίσης με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων, με κόμικ και με τη ζωγραφική.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;