Πριν από πολλά χρόνια
ζούσε σ’ ένα κάστρο ένας πλούσιος ευγενής με τη γυναίκα του και το γιό του. Την
παραμονή της γέννησης του παιδιού ο πατέρας είχε δει ένα πολύ παράξενο όνειρο:
ονειρεύτηκε ότι του μίλησε η Μοίρα και του είπε ότι το παιδί θα μεγαλώσει και
θα ζήσει ολόκληρη τη ζωή του μόνο αν μέχρι τα δώδεκα χρόνια του τα πόδια του
δεν πατούσαν καθόλου τη γη.
Ήταν πολύ παράξενο
όνειρο και, μόλις γεννήθηκε το αγόρι, δόθηκε αμέσως εντολή σ’ όσους είχαν
αναλάβει την ανατροφή του να προσέχουν σαν τα μάτια τους να μην ακουμπήσουν τα
πόδια του παιδιού στο χώμα.
Το αγοράκι μεγάλωνε,
όλοι το φρόντιζαν και το αγαπούσαν και, σε λίγες μέρες, θα γιόρταζε τα δώδεκα
χρόνια του και, συνεπώς, θα έληγε και η κατάρα της Μοίρας. Ο πατέρας ετοίμαζε μια
λαμπρή γιορτή για τα γενέθλια του παιδιού για να δείξει τη μεγάλη χαρά του.
Δυστυχώς όμως, την
παραμονή των γενεθλίων, καθώς μια υπηρέτρια κρατούσε το αγόρι στα χέρια της,
ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και αυτή, αντιδρώντας μηχανικά και
αυθόρμητα, άφησε κάτω το παιδί και πλησίασε στο παράθυρο να δει τι συμβαίνει.
Στο μεταξύ ο θόρυβος είχε σταματήσει και, καθώς η υπηρέτρια γύρισε να πάρει το
παιδί, είδε ότι αυτό είχε εξαφανιστεί.
Έβαλε τις φωνές και σε
λίγο μαζεύτηκε όλο το προσωπικό και άρχισε να ψάχνει για το παιδί, δυστυχώς
χωρίς αποτέλεσμα. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν τον πόνο των γονιών του. Ο
πατέρας έστειλε ανθρώπους σε κάθε περιοχή της χώρας, μοίρασε χρήματα αριστερά
και δεξιά, παρακαλούσε τους πάντες να ψάξουν για το παιδί του, αλλά τα ίχνη του
είχαν χαθεί σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Πέρασαν σχεδόν δέκα
χρόνια και κάποια μέρα ο άρχοντας έμαθε ότι σε ένα δωμάτιο του Κάστρου του
ακούγονταν τη νύχτα παράξενες φωνές, βήματα και τριγμοί. Κανένας δεν τολμούσε
να πλησιάσει τον χώρο αυτό και εκείνος, περίεργος να μάθει τι συμβαίνει, δήλωσε
ότι θα δώσει τριακόσια χρυσά φλουριά σε όποιον μείνει όλη τη νύχτα στο δωμάτιο
αυτό, που ήταν από τα πιο ωραία του Κάστρου, και το πρωί του δώσει αναφορά για
το τι είδε και άκουσε.
Πολλοί, από τον πειρασμό
τόσων χρημάτων, προσπάθησαν να πάρουν μέρος στην εξιχνίαση του μυστηρίου. Αλλά
όταν πλησίαζαν μεσάνυχτα και οι κραυγές και οι τριγμοί δυνάμωναν, έκαναν
μεταβολή και το έβαζαν στα πόδια προτιμώντας να χάσουν τα φλουριά, παρά να
βρεθούν αντιμέτωποι με το πλάσμα αυτό που έβγαζε τέτοιες κραυγές.
Κοντά στο κάστρο ζούσε
μια χήρα μυλωνού με τις τρεις άφοβες κόρες της. Ήταν φτωχές και με δυσκολία
κατάφερναν να τα βγάζουν πέρα με τα καθημερινά τους έξοδα. Όταν λοιπόν άκουσαν
για τα τριακόσια φλουριά, είπε η μεγάλη αδελφή:
— Μητέρα, εμείς είμαστε
πάμφτωχες. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, ενώ μπορεί να κερδίσουμε τριακόσια
φλουριά.
Η μάνα στην αρχή είχε
αντιρρήσεις, αλλά η φτώχεια την ανάγκασε να υποχωρήσει και στο τέλος έδωσε τη
συγκατάθεσή της να μείνει η μεγάλη κόρη της ένα βράδυ στο στοιχειωμένο δωμάτιο.
Η κοπέλα πήγε και βρήκε
τον ευγενή και του είπε ότι θέλει να δοκιμάσει κι αυτή.
— Είσαι σίγουρη ότι
μπορείς να περάσεις μια νύχτα σε ένα δωμάτιο με φαντάσματα; ρώτησε εκείνος.
— Θα προσπαθήσω. Αλλά
επειδή πεινώ πολύ, θα ήθελες να μου δώσεις κάποια τρόφιμα για να φτιάξω δείπνο;
Το αφεντικό έδωσε
εντολή να της δώσουν δείπνο, όχι μόνο για ένα, αλλά για τρία άτομα. Έτσι η
κοπέλα, κρατώντας τα τρόφιμα, μερικά καυσόξυλα και μια λαμπάδα μπήκε στο
δωμάτιο μόλις είχε αρχίζει να σκοτεινιάζει. Άναψε το τζάκι, μαγείρεψε φαγητό,
έστρωσε το κρεβάτι της και σχεδόν δεν κατάλαβε πότε ήρθε η ώρα που το μεγάλο
ρολόι του Κάστρου χτύπησε μεσάνυχτα. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν βήματα, το
δωμάτιο άρχισε να τρέμει και κραυγές γέμισαν τον αέρα. Η κοπέλα έτρεχε από
γωνία σε γωνία αλλά δεν είχε πού να κρυφτεί. Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά της
ένας νέος.
Πλησίασε, είδε το
φαγητό και τη ρώτησε:
— Για ποιον είναι αυτό
το φαγητό;
— Για μένα, είπε αυτή
τρέμοντας.
Το ευγενικό πρόσωπο του
νέου μελαγχόλησε. Μετά ρώτησε:
— Για ποιον είναι
στρωμένο αυτό το τραπέζι;
— Για μένα, ξαναείπε
εκείνη.
Το πρόσωπο του νέου
συσπάστηκε σαν από κάποιον εσωτερικό πόνο και αμέσως δάκρυα άρχισαν να τρέχουν
στα μάγουλά του. Σε λίγο εξαφανίστηκε σαν να έγινε καπνός.
Το πρωί η κοπέλα
διηγήθηκε στον ιδιοκτήτη του Κάστρου όσα συνέβησαν, αλλά δεν είπε τίποτα για
την εντύπωση που προκάλεσαν οι απαντήσεις της στον ξένο. Εκείνος τις έδωσε τα
τριακόσια φλουριά, όπως ήταν η συμφωνία, γιατί, αν και δεν είχε λυθεί το
μυστήριο, είχε κάτι μάθει γι’ αυτό.
Την άλλη μέρα
εμφανίστηκε η μεσαία κόρη για να δοκιμάσει την τύχη της στο στοιχειωμένο
δωμάτιο, αφού όμως είχε μάθει από τη μεγαλύτερη αδελφή της τι να απαντάει στον
ξένο. Της έδωσαν κι αυτής τρόφιμα και, αφού άναψε το τζάκι, μαγείρεψε, και
έστρωσε το κρεβάτι της, περίμενε να χτυπήσει το ρολόι μεσάνυχτα. Η ιστορία
επαναλήφτηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: τα βήματα, οι τριγμοί, οι κραυγές και
έπειτα παρουσιάστηκε μπροστά της ο νέος:
— Για ποιον είναι αυτό
το φαγητό;
— Για μένα, είπε σταθερά
αυτή, όπως την είχε συμβουλέψει η μεγάλη αδελφή της.
Το πρόσωπο του νέου
μελαγχόλησε απότομα. Μετά ρώτησε:
— Για ποιον είναι
στρωμένο αυτό το τραπέζι;
— Για μένα, ξαναείπε
εκείνη.
Το πρόσωπο του νέου
συσπάστηκε από πόνο και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά του. Σε λίγο
εξαφανίστηκε.
Το πρωί η μεσαία αδελφή
διηγήθηκε στο αφεντικό τι είχε συμβεί, δεν είπε τίποτα για τα συναισθήματα του
νέου, πήρε τα τριακόσια φλουριά και πήγε να εξηγήσει στη μικρή αδελφή της τι πρέπει να κάνει κι αυτή.
Το άλλο βράδυ ζήτησε
και η μικρότερη αδελφή να πάει στο στοιχειωμένο δωμάτιο. Η μητέρα της δεν ήθελε
να την αφήσει, γιατί ήξερε ότι ήταν παράξενος και απρόβλεπτος χαρακτήρας, της
εξήγησε ότι τώρα είχαν αρκετά χρήματα, αλλά η μικρή δεν ήθελε να ακούσει με
τίποτα. Τελικά η μητέρα της υποχώρησε, σκεφτόμενη ότι αφού τίποτα κακό δεν
συνέβη στις άλλες κόρες της, δεν θα συμβεί ούτε στη μικρότερη.
Η νέα πήγε και βρήκε
τον ιδιοκτήτη του Κάστρου και αυτός μετά από δισταγμούς, επειδή η εμπειρία της
προηγούμενης βραδιάς δεν είχε προσθέσει τίποτα το καινούργιο, της επέτρεψε
τελικά να μείνει τη νύχτα στο στοιχειωμένο δωμάτιο. Η κοπέλα μπήκε στο δωμάτιο,
άναψε το τζάκι, μαγείρεψε και έστρωσε το κρεβάτι, όπως την είχαν συμβουλέψει οι
μεγαλύτερες αδελφές της. Τα μεσάνυχτα ακούστηκαν οι γνωστοί τρομακτικοί θόρυβοι
και σε λίγο είδε μπροστά της τον νέο, ο οποίος τη ρώτησε:
— Για ποιον είναι αυτό
το φαγητό;
Η
κοπέλα ήξερε τι έπρεπε να απαντήσει, αλλά καθώς κοίταξε τον ξένο στα μάτια,
είδε μέσα τους μια απέραντη μελαγχολία και έμεινε άφωνη.
— Γιατί δεν απαντάς;
Για ποιον έγινε αυτό το φαγητό; επέμεινε εκείνος.
— Για μένα, είπε αυτή
μηχανικά, αλλά βλέποντας τα θλιμμένα μάτια του, συμπλήρωσε:
— Το έφτιαξα για μένα,
αλλά είσαι καλοδεχούμενος κι εσύ, αν πεινάς.
Η ένταση στο πρόσωπο
του νέου φάνηκε να φεύγει. Ρώτησε πιο χαλαρωμένος τώρα:
— Και για ποιον είναι
στρωμένο αυτό το τραπέζι;
— Για μένα, είπε
εκείνη, αλλά αμέσως συμπλήρωσε: εκτός αν θέλεις να μου κάνεις παρέα να φάμε
μαζί.
Ένα πλατύ χαμόγελο
φώτισε το πρόσωπο του νέου.
— Και τη φωτιά αυτή για
ποιον την έχεις ανάψει;
— Για μένα, αλλά είναι
πιο ωραίο να κάθεται κανείς κοντά στο τζάκι με παρέα.
Ο νέος χτύπησε τα χέρια
του με ενθουσιασμό:
— Αν ήξερες με πόση
χαρά δέχομαι την πρότασή σου!
Κάθισαν στο τραπέζι και
έφαγαν συζητώντας ήρεμα. Ύστερα βολεύτηκαν κοντά στο τζάκι και συνέχισαν την
παρέα και τη συζήτησή τους επί ώρες. Κόντευε πια να ξημερώσει όταν ο νέος της
είπε:
— Νιώθω ότι νυστάζω, θα
μπορούσα να κοιμηθώ στον καναπέ για λίγο;
— Ο καναπές αυτός είναι
για μένα και για κανέναν άλλον! του είπε πειράζοντάς τον εκείνη. Και, πριν
προλάβει το πρόσωπο του νέου να σοβαρέψει, συμπλήρωσε γελώντας:
— Είσαι φιλοξενούμενος και θα πρέπει να
κοιμηθείς στο κρεβάτι.
Σε λίγο κοιμόντουσαν
βαθιά και οι δυο, ο νέος στο κρεβάτι, η κοπέλα στον καναπέ.
Ξημέρωσε και ο
ιδιοκτήτης του Κάστρου περίμενε να βγει η κοπέλα να του πει τα νέα. Οι ώρες
περνούσαν και άρχισε να ανησυχεί. Τελικά πήρε την απόφαση και μπήκε ο ίδιος στο
στοιχειωμένο δωμάτιο. Πόση ήταν η έκπληξή του, όχι όταν είδε την κοπέλα να
κοιμάται στον καναπέ, αλλά στο κρεβάτι να κοιμάται ο γιος του που είχε χαθεί από τόσα χρόνια!
Τον αγκάλιασε, έβαλε
τις φωνές από τη χαρά του, ξεσήκωσε όλο το κάστρο και οι δυο πετάχτηκαν επάνω
αγουροξυπνημένοι. Ο νέος χρειάστηκε ώρα να εξηγήσει ότι η Μοίρα του τον είχε καταδικάσει
να ζει σαν φάντασμα μέχρι να νοιαστεί γι’ αυτόν μια κοπέλα. Ο πατέρας αγκάλιασε
την κοπέλα και δεν τον ένοιαζε καθόλου που ο γιος του θα παντρευόταν μια
μυλωνοπούλα...
(Ουκρανία)
ΧΡΗΣΤΟΣ
ΜΑΓΓΟΥΤΑΣ, Η Σοφία των Λαών, εκδόσεις Σαΐτα.
…
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθια ή ποιήματα), διηγήματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων
λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Την εικόνα έκανε η Αλεξάνδρα Ταράση.
Ονομάζομαι Αλεξάνδρα
Ταράση και γεννήθηκα το 1963 στο Κιάτο Κορινθίας. Μετά το Λύκειο ήρθα στην
Αθήνα, για να σπουδάσω Διακόσμηση
Εσωτερικού Χώρου και Σχεδιασμό Ρούχων-Πατρόν, όπου ζω μέχρι και σήμερα.
Από τότε που θυμάμαι
τον εαυτό μου ζωγραφίζω, κάνω κατασκευές με πλήθος υλικών, σχεδιάζω και ράβω
ρούχα.
Κατά διαστήματα έχω
ασχοληθεί με τη διδασκαλία πατρόν και ραπτικής σε νέους και ενήλικες. Έχω
δημιουργήσει κοστούμια για θεατρικές παραστάσεις. Εκτός από ρούχα δημιουργώ
κι αξεσουάρ μόδας. Μεγάλο μέρος της
δημιουργικής μου ζωής αποτελούν οι πλήθος κατασκευών που κάνω, χρησιμοποιώντας
διάφορες τεχνικές (ζωγραφική, κολλάζ κ.α.) και με διάφορα υλικά, ακόμα και
ανακυκλώσιμα. Ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία.
Πριν ένα χρόνο
παρακολούθησα μαθήματα εικονογράφησης παιδικού βιβλίου, κάτι που αγαπώ πολύ.
Το moto μου είναι «Χρώμα
παντού», κάτι που με χαρακτηρίζει, τόσο στην προσωπική μου ζωή, όσο και στις
δημιουργίες μου!
Εδώ μπορείτε να δείτε
την σελίδα μου στο fb : https://www.facebook.com/Alexandras-handmade-creations-566240423511668/
Μπορείτε να μου
στείλετε μήνυμα στο : alextarassi@gmail.com
Ή να με πάρετε τηλ. στο
693-7244992
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα του «Ένα
κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;