Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Ο μικρός Φλωρεντίνος γραφέας


Ήταν στην τετάρτη Δημοτικού. Ένας χαριτωμένος Φλωρεντίνος δώδεκα χρονών, με μαλλιά μαύρα κι άσπρο πρόσωπο, γιος ενός σιδηροδρομικού υπαλλήλου, που ζούσε πολύ στενάχωρα, επειδή είχε μεγάλη οικογένεια κι ο μισθός του ήταν μικρός. Ο πατέρας του τον αγαπούσε πολύ κι ήταν καλός κι επιεικής μαζί του –επιεικής σε όλα, εκτός απ’ ό,τι είχε σχέση με την εκπαίδευσή του. Στο ζήτημα αυτό ήταν πολύ αυστηρός κι είχε μεγάλες απαιτήσεις, γιατί το παιδί έπρεπε να τελειώσει γρήγορα το σχολείο και να πιάσει δουλειά, για να βοηθά την οικογένεια. Το παιδί μελετούσε, ο πατέρας όμως δεν έπαυε να το παρακινεί να μελετάει ακόμα περισσότερο. Ήταν αρκετά ηλικιωμένος ο πατέρας, η πολλή δουλειά τον είχε γεράσει πρόωρα. Κι όμως, για ν’ αντιμετωπίσει τις ανάγκες του σπιτιού, εκτός απ’ τη δουλειά του, έπαιρνε απ’ όπου έβρισκε κι άλλες γραφικές δουλειές, που τις έκανε στο σπίτι, και περνούσε αρκετές ώρες της νύχτας γράφοντας. Τελευταία είχε αναλάβει από έναν εκδοτικό οίκο να γράψει σε κάρτες τα ονόματα και τις διευθύνσεις των συνδρομητών μιας εφημερίδας και κέρδιζε τρεις λιρέτες για κάθε πεντακόσιες κάρτες.

Όμως η δουλειά αυτή τον κούραζε πολύ και παραπονιόταν συχνά στην οικογένειά του:

-Πονάνε τα μάτια μου… έλεγε. Αυτή η δουλειά της νύχτας με σακατεύει.

Μια μέρα του είπε ο γιος του:

-Πατέρα, άφησέ με να κάνω εγώ αυτή τη δουλειά αντί για σένα. Ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι ακριβώς όμοιος με το δικό σου.

Μα ο πατέρας τού απάντησε:

-Όχι, παιδί μου. Εσύ πρέπει να μελετάς. Το σχολείο σου είναι πιο σπουδαίο απ’ τις κάρτες που γράφω. Θα αισθανόμουν τύψεις, αν αφαιρούσε έστω και μιαν ώρα απ’ τη μελέτη σου. Σ’ ευχαριστώ, μα δεν το θέλω και μη μου το ξαναπείς.

Το παιδί ήξερε καλά πως ήταν περιττό να επιμείνει σ’ αυτό το ζήτημα με τον πατέρα του και δεν επέμεινε. Γνώριζε ότι ακριβώς τα μεσάνυχτα ο πατέρας του άφηνε το γράψιμο και πήγαινε για ύπνο. Μια νύχτα περίμενε ώσπου ν’ αποκοιμηθεί, ντύθηκε σιγά σιγά, πήγε στο μικρό γραφείο, άναψε τη λάμπα του πετρελαίου, κάθισε μπροστά στο τραπεζάκι, όπου ήταν οι κάρτες κι ο κατάλογος των συνδρομητών, κι άρχισε να γράφει, μιμούμενος ακριβώς το γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του.

Κι έγραφε με όρεξη, ευχαριστημένος, με κάποιο μόνο φόβο, και οι κάρτες όλο και πλήθαιναν. Από καιρό σε καιρό άφηνε την πένα, για να τρίψει τα χέρια του, κι έπειτα ξανάρχιζε με περισσότερη προθυμία, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο. Έγραφε, έγραφε… Ύστερα σταμάτησε, έβαλε την πένα στη θέση της, έσβησε τη λάμπα και ξαναγύρισε στο κρεβάτι του πατώντας στις μύτες των ποδιών του.

Την άλλη μέρα, το μεσημέρι, ο πατέρας του ήταν χαρούμενος στο τραπέζι. Δεν είχε καταλάβει τίποτε. Γιατί τη δουλειά την έκανε μηχανικά, μετρώντας μονάχα τις ώρες κι έχοντας αλλού το νου του, και τις κάρτες δεν τις μετρούσε παρά την άλλη μέρα. Κάθισε στο τραπέζι χαρούμενος και χτυπώντας στον ώμο το παιδί του:

-Ε, Τζούλιο, του είπε, ο πατέρας σου είναι ακόμα καλός εργάτης. Σε δυο ώρες χτες το βράδυ έκανα ένα σωρό δουλειά. Τα χέρια μου δουλεύουν ακόμα γρήγορα και τα μάτια μου κάνουν καλά το καθήκον τους.

Κι ο Τζούλιο, ευχαριστημένος, έλεγε από μέσα του: «Τον καημένο τον πατέρα, εκτός από το κέρδος, του δίνω και την ικανοποίηση να νομίζει πως έχει ξανανιώσει. Θάρρος λοιπόν…»

Ικανοποιημένος από την πρώτη του επιτυχία, την ακόλουθη νύχτα, αφού ο πατέρας του τα μεσάνυχτα σηκώθηκε και πήγε για ύπνο, ο Τζούλιο άφησε το κρεβάτι του και στρώθηκε πάλι στη δουλειά. Κι αυτό γινόταν κάμποσες νύχτες. Κι ο πατέρας δεν καταλάβαινε τίποτε. Μόνο μια βραδιά, καθώς έτρωγαν, είπε:

-Περίεργο, τόσο πετρέλαιο ξοδεύουμε σ’ αυτό το σπίτι τώρα τελευταία…

Ο Τζούλιο ταράχτηκε, αλλά η συζήτηση δεν προχώρησε πιο πέρα. Και η νυχτερινή δουλειά εξακολούθησε. Μα επειδή έκοβε έτσι από τον ύπνο του κάθε νύχτα και δεν αναπαυόταν αρκετά, το πρωί ήταν πάντα κουρασμένος και το βράδυ, όταν μελετούσε, μόλις και μετά βίας κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Ένα βράδυ, για πρώτη φορά στη ζωή του, αποκοιμήθηκε πάνω στο τετράδιο.

-Άιντε, άιντε! του φώναξε ο πατέρας του, χτυπώντας τα χέρια του. Στη δουλειά, εμπρός! 

Ο Τζούλιο ξύπνησε τρομαγμένος και συνέχισε το γράψιμο. Αλλά και την άλλη βραδιά έγινε πάλι το ίδιο και χειρότερα. Ο πατέρας του άρχισε να του κάνει παρατηρήσεις, έπειτα ν’ ανησυχεί και στο τέλος τον μάλωσε κιόλας. Ποτέ δεν είχε αναγκαστεί να το κάνει αυτό.

-Τζούλιο, του είπε ένα πρωί, δεν είσαι ο ίδιος όπως πριν. Κι αυτό δε μου αρέσει. Πρόσεχε, όλες οι ελπίδες της οικογένειας στηρίζονται σ’ εσένα. Είμαι πολύ δυσαρεστημένος, καταλαβαίνεις;

Μ’ αυτό το αυστηρό μάλωμα ο μικρός ταράχτηκε. Και είπε μέσα του: «Σωστά. Δεν μπορεί να πάει έτσι το πράγμα. Πρέπει να τελειώσει αυτό το ψέμα».

Αλλά το ίδιο βράδυ στο τραπέζι άκουσε τον πατέρα του να λέει χαρούμενος:

-Ξέρετε, αυτό το μήνα κέρδισα τριάντα δύο λιρέτες παραπάνω από τον περασμένο μήνα από τις κάρτες.

Και, λέγοντας αυτά, έβγαλε ένα χαρτί με γλυκά, που τα είχε αγοράσει για να γιορτάσει με τα παιδιά του το έκτακτο κέρδος. Τότε ο Τζούλιο πήρε πάλι θάρρος και είπε μέσα του: «Όχι, φτωχέ πατέρα, δε θα πάψω να σε ξεγελάω… θα κάνω κάθε προσπάθεια να μελετάω την ημέρα, αλλά τη νύχτα θα εξακολουθήσω να δουλεύω για σένα και την οικογένειά μας».

Κι ο πατέρας συνέχισε:

-Τριάντα δύο λιρέτες παραπάνω! Είμαι ευχαριστημένος… Αλλά αυτός εκεί -κι έδειξε τον Τζούλιο- μου δίνει τόσες λύπες.

Ο Τζούλιο δέχτηκε το μάλωμα σιωπηλά, μόλις και μετά βίας συγκρατώντας δυο δάκρυα, που ήταν έτοιμα να κυλήσουν στα μάτια του.

Κι εξακολούθησε να δουλεύει με κόπο. Μα η πολλή κούραση τον έκανε κάποια στιγμή να μην μπορεί πια ν’ αντέξει. Η κατάσταση αυτή κράτησε δυο μήνες. Ο πατέρας του εξακολουθούσε να τον μαλώνει. Και μια μέρα πήγε να ζητήσει πληροφορίες από το δάσκαλο. Αυτός του είπε:

-Ναι, κάτι συμβαίνει. Δεν έχει πια την όρεξη που είχε πριν. Νυστάζει, χασμουριέται, είναι πάντα αφηρημένος. Οι εκθέσεις του είναι μικρές, γραμμένες βιαστικά, κακογραμμένες. Ω, θα μπορούσε να κάνει περισσότερα, μα πολύ περισσότερα.

Εκείνο το βράδυ ο πατέρας πήρε παράμερα το παιδί και του είπε τα πιο βαριά λόγια που είχε ακούσει από το στόμα του ποτέ ο μικρός:

-Τζούλιο, βλέπεις πώς δουλεύω, πώς φθείρω τη ζωή μου για την οικογένειά μας. Εσύ όμως δεν παίρνεις παράδειγμα από μένα. Είσαι άκαρδος για τ’ αδέρφια σου, για τη μάνα σου…

-Α, όχι!... Μην το λες αυτό, πατέρα! φώναξε το παιδί ξεσπώντας σε κλάμα. Κι ήταν έτοιμος να τα πει όλα. Μα ο πατέρας του τον έκοψε λέγοντας:

-Γνωρίζεις την κατάσταση της οικογένειας. Ξέρεις ότι χρειάζεται καλή θέληση και θυσίες απ’ όλους μας. Κι εγώ ο ίδιος, βλέπεις, αναγκάστηκα να διπλασιάσω τη δουλειά μου.

Ο Τζούλιο συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτε. Πάντα έλπιζε πως κάποια νύχτα θα ξυπνούσε ο πατέρας τους και θα τον έπιανε ή ότι θα καταλάβαινε την καλοσύνη του τυχαία, μετρώντας τις κάρτες. Έτσι θα τελείωναν όλα πολύ φυσικά…

Ένα βράδυ, στο τραπέζι, βλέποντας η μητέρα του πόσο ήταν πιο αδύνατος και χλωμός, του είπε:
-Τζούλιο, μου φαίνεσαι σαν άρρωστος.

Κι έπειτα, γυρίζοντας κατά τον πατέρα του, του είπε φοβισμένη:

-Ο Τζούλιο είναι άρρωστος. Κοίτα πόσο χλωμός είναι. Τζούλιό μου, τι αισθάνεσαι; 

Ο πατέρας τού έριξε μια γρήγορη ματιά κι είπε:

-Η συνείδησή του τον αρρωσταίνει… Δεν ήταν έτσι τον καιρό που μελετούσε, τότε που ήταν επιμελής μαθητής και παιδί με καρδιά.

-Μα είναι άρρωστος! φώναξε η μητέρα του.

-Δε μ’ ενδιαφέρει πια γι’ αυτόν, απάντησε ο πατέρας.

Τα λόγια αυτά καρφώθηκαν σαν μαχαιριά στην καρδιά του φτωχού Τζούλιο. Δεν τον ενδιέφερε πια!... Ο πατέρας του, που άλλοτε έτρεμε αν τον άκουγε να βήχει…

Έτσι, πήρε την απόφαση να τα πει όλα, γιατί δεν γινόταν πια αλλιώς. 

Όμως, μ’ όλα αυτά, εκείνη τη νύχτα σηκώθηκε πάλι, περισσότερο από συνήθεια παρά από άλλο τίποτε. Θέλησε ν’ αποχαιρετίσει το γράψιμο των καρτέλων, να ξαναδεί για λίγες στιγμές, στην ησυχία της νύχτας, για τελευταία φορά αυτό το καμαράκι, όπου είχε δουλέψει κρυφά τόσες νύχτες, με την ψυχή γεμάτη από ικανοποίηση και τρυφερότητα. Και όταν ξαναβρέθηκε μπροστά από το τραπεζάκι, με τη λάμπα αναμμένη, και είδε τις άσπρες ταινίες, πάνω στις οποίες δε θα ξαναέγραφε πια τα ονόματα των ανθρώπων και τις διευθύνσεις τους, που τα ‘χει μάθει απόξω, ένιωσε μιαν απέραντη θλίψη και με μια σβέλτη κίνηση ξαναπήρε την πένα, για να ξαναρχίσει τη συνηθισμένη δουλειά του. Αλλά καθώς άπλωσε το χέρι, σκόνταψε σ’ ένα βιβλίο, που έπεσε κάτω με θόρυβο. Το αίμα τού ανέβηκε στο κεφάλι. Αν ξυπνούσε ο πατέρας του;… Δε θα τον έπιανε, βέβαια, πάνω σε καμιά κακή πράξη. Κι όμως, το ν’ ακούσει τα βήματά του στο σκοτάδι να πλησιάζουν, να τον πιάσει αυτή την ώρα, μέσα σ’ εκείνη τη σιωπή, η σκέψη ότι ο πατέρας του θα δοκίμαζε κάποια ταπείνωση μπροστά του, όταν θα μάθαινε τα καθέκαστα, όλα αυτά σχεδόν τον τρόμαζαν. Τέντωσε τ’ αυτί, κρατώντας την αναπνοή του.. Δεν άκουσε θόρυβο…

Όλο το σπίτι κοιμόταν. Ο πατέρας του δεν είχε ακούσει. Ησύχασε. Κι άρχισε και πάλι να γράφει. Κι οι κάρτες όλο και πλήθαιναν. Άκουσε το ρυθμικό βηματισμό μιας περιπόλου κάτω στον έρημο δρόμο, έπειτα το θόρυβο μιας άμαξας που σταμάτησε απότομα, ύστερ’ από λίγο μια σειρά κάρα που περνούσαν γοργά, μετά πάλι σιωπή. Κι έγραφε, έγραφε…

Στο μεταξύ, ο πατέρας του βρισκόταν πίσω του… Είχε ξυπνήσει από τον κρότο που έκανε το βιβλίο όταν έπεσε κι από το θόρυβο που έκαναν τα κάρα καθώς περνούσαν. Μπήκε στο καμαράκι δίχως ν’ ακουστεί. Στεκόταν εκεί, με το ασπρισμένο του κεφάλι πάνω απ’ το μαύρο κεφαλάκι του Τζούλιο, κι έβλεπε την πένα του να τρέχει πάνω στις κάρτες… Και σε μια στιγμή τα μάντεψε όλα, τα θυμήθηκε όλα. Και μια απελπισμένη μετάνοια, μια τρυφερότητα απέραντη του πλημμύρισε την ψυχή και τον κρατούσε καρφωμένο εκεί, πίσω από το παιδί του.

Ξάφνου, ο Τζούλιο έβγαλε μια δυνατή κραυγή. Δυο χέρια που έτρεμαν τον αγκάλιασαν σφιχτά.

-Πατέρα!... Πατέρα! Συγχώρεσέ με, φώναξε αναγνωρίζοντας τον πατέρα του που έκλαιγε.

-Εσύ να με συγχωρήσεις! απάντησε ο πατέρας του συγκινημένος. Τα ξέρω όλα, τα κατάλαβα, και τώρα εγώ σου ζητώ συγγνώμη, αγαπημένο και γλυκό παιδί μου!... Σήκω, πάμε, έλα μαζί μου…

Και τον έφερε στο κρεβάτι της μητέρας του, που είχε ξυπνήσει κι αυτή. Τον έριξε στην αγκαλιά της λέγοντας:

-Φίλησε τον άγγελο αυτόν, που επί τρεις μήνες δεν κοιμάται και δουλεύει για μένα. Κι εγώ του πίκρανα τόσο την καρδιά, αυτουνού που κερδίζει το ψωμί μας…

Η μητέρα τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τον κράτησε στο στήθος της δίχως να μπορεί να βγάλει λέξη. Έπειτα του είπε δακρυσμένη:

-Στο κρεβάτι γρήγορα, παιδάκι μου, να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς…

Ο πατέρας του τον σήκωσε στα χέρια του και τον πήγε στο δωμάτιό του. Τον έγδυσε και, τον έβαλε να κοιμηθεί, ενώ διαρκώς τον φιλούσε και τον χάιδευε.

Ο Τζούλιο, καθώς ήταν κουρασμένος, αποκοιμήθηκε έναν ύπνο γαλήνιο, γλυκό, με όνειρα ευχάριστα. Κι όταν άνοιξε τα μάτια του, ο ήλιος έλαμπε παντού. Κοίταξε ολόγυρα κι είδε σιμά στο στήθος του ακουμπισμένο το άσπρο κεφάλι του πατέρα του, που είχε περάσει τη νύχτα δίπλα του, κι ακόμη κοιμόταν, με το μέτωπο ακουμπισμένο πάνω στην καρδιά του παιδιού του.

ΕΝΜΟΝΤΟ ΝΤΕ ΑΜΙΤΣΙΣ
Χάρη Σακελλάριου, Παγκόσμια Ανθολογία Διηγήματος για παιδιά και νέους, εκδόσεις Άγκυρα

Η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθια ή ποιήματα), διηγήματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Πανωραία Χριστοπούλου.

Ονομάζομαι Πανωραία Χριστοπούλου και γεννήθηκα το 1993 στο Αίγιο. Ζωγραφίζω ερασιτεχνικά και χρησιμοποιώ ό,τι μέσα έχω διαθέσιμα, από νερομπογιές, μαρκαδόρους και ξυλομπογιές μέχρι και ψηφιακή ζωγραφική. Έχω σπουδάσει Πληροφορική και μου αρέσει να συνδυάζω την τεχνολογία με την τέχνη μέσω της φωτογραφίας-βίντεο, αλλά και μέσω του 3D modeling και του προγραμματισμού. Επίσης φτιάχνω κατασκευές, κούκλες και αγαλματίδια. 
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;