Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Παιδιά στα αζήτητα






Στις μαμάδες της καρδιάς

Καιρό τώρα προσπαθούν για κάτι που για άλλους είναι δεδομένο. Ορμόνες, θεραπείες, εξωσωματικές. Διαδικασίες χρονοβόρες, επίπονες, υψηλού κόστους. Όχι μόνο οικονομικού, μα, κυρίως, ψυχολογικού, συναισθηματικού, ηθικού, κάθε φορά που δεν τα «καταφέρνουν».

    Και τα χρόνια περνάνε. Κυλάνε σαν νερό. Οι ηλικίες μεγαλώνουν. Το άγχος αυξάνεται. Μαζί μ’ αυτό κι η γκρίνια. Μάλλον όχι η γκρίνια. Η μιζέρια. Μάλλον ούτε μιζέρια. Η απογοήτευση. Η απελπισία. Η απόγνωση. Τρεις λέξεις από άλφα. Όπως το όνομά της.

    Με τις φίλες της ξέκοψε. Δεν έχει πια καμία επαφή. Τουλάχιστον όχι τόσο στενή όσο παλιότερα. Δεν αντέχει να βλέπει τα παιδιά τους να μεγαλώνουν. Όχι, όχι από ζήλια ή κακία. Μα, να, μια μικρή μαχαιριά της τρυπά την καρδιά σε κάθε γελάκι, σε κάθε χαρούμενο γεγονός, σε κάθε αγωνία, σε κάθε δάκρυ, σε κάθε στιγμή που έχασε από τα δικά της παιδιά. Τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν ποτέ.

    Έξω δεν βγαίνει. Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Κι ένας πόνος ατέλειωτος, βουβός. Όλα γίνονται μηχανικά. Λες και είναι ρομπότ. Κι η αποξένωση; Πού την πας την αποξένωση; Ένα ζευγάρι που δεν επικοινωνεί πια. Περισσότερη αλληλεπίδραση έχει με τα ντουβάρια παρά με τον σύντροφό της.

    Μια μέρα, καθώς χάζευε στο διαδίκτυο -τίποτα συγκεκριμένο: αυτό που κάθεσαι ένα λεπτό και περνάνε ώρες- ένα άρθρο κέντρισε την προσοχή της. «Παιδιά στα αζήτητα» ήταν ο τίτλος του. Έκανε λόγο για την υιοθεσία. Για τα παιδιά που δεν είναι πια βρέφη και κανένας δεν τα θέλει. Που μένουν ξεχασμένα στα διάφορα ιδρύματα περιμένοντας… Περιμένοντας τι όμως; Να τα γυρέψει κάποιος αποκλείεται. Κι αν μεγαλώσουν δεν θα έχουν πού να πάνε. Όμως θα πρέπει να φύγουν. Σε τι να ελπίσουν; Στο παρόν; Στο μέλλον; Σε τι; Μικρές ζωούλες, πρόωρα ώριμες, ανυπεράσπιστες, μοναχικές, ανεπανόρθωτα πληγωμένες.



Το επόμενο πρωινό δεν πήγε στη δουλειά. Ξύπνησε από τα χαράματα. Διάβασε και ξαναδιάβασε το άρθρο πολλές φορές. Βυθίστηκε για ώρες στις σκέψεις της δίχως να κάνει τίποτ’ άλλο. Λίγο πριν το μεσημέρι τηλεφώνησε στον πρώτο αριθμό που έδινε το ηλεκτρονικό περιοδικό.



Το ραντεβού είναι σήμερα. Παίζει νευρικά με τα δάχτυλά της. Τα χέρια της είναι ιδρωμένα. Φτιάχνει και ξαναφτιάχνει τα μαλλιά της. Μην τύχει και πετάει κανένα τσουλούφι. Διορθώνει το μακιγιάζ. Ξαναδένει καλύτερα τη γραβάτα του. Κοιτάζει εξεταστικά, σχεδόν ψυχωτικά, τα παπούτσια τους αν είναι καλογυαλισμένα. Πιάνονται από το χέρι και βγαίνουν από το σπίτι.

    Η κυρία που τους μιλάει, η υπεύθυνη για τις υιοθεσίες, είναι πολύ ευγενική. Τους αντιμετωπίζει με οικειότητα, σαν παλιούς της γνώριμους. Εξηγεί τα διαδικαστικά. Τις πιθανές δυσκολίες. Πού και πού τους χαμογελάει ενθαρρυντικά. Σε λίγο μπαίνουν σε έναν χώρο στον οποίο βρίσκονται μερικά παιδιά μεταξύ έξι και οχτώ ετών. Κάποια αδιαφορούν. Κάποια τους κοιτάζουν εχθρικά. Κάποια με φόβο. Με καχυποψία. Ούτε ένα δεν τους βλέπει φιλικά. Κοιτάζονται, ξεροκαταπίνουν και, λίγο πριν απογοητευτούν παντελώς, τον εντοπίζουν! Ένα μελαχρινό αγόρι με μεγάλα κατάμαυρα μάτια. Καθισμένο σε μία γωνιά μόνο του, τους παρατηρεί ντροπαλά. Το βλέμμα του τους χαϊδεύει.

            Η ελπίδα. Αχ, η ελπίδα! Αρχίζει να φωλιάζει δειλά στις καρδιές. Και όχι μόνο στις δικές τους. Μα και στου αγοριού… Στου μικρού αυτού πρίγκιπα που θα γίνει ο γιος τους…



Η επόμενη μέρα θα είναι για όλους γιορτινή. Και φέτος, τη μέρα της μητέρας, η Α. θα βρει μια ζωγραφιά πάνω στο γραφείο της. Και φέτος, τη μέρα του πατέρα, ο Κ. θα βρει μία κάρτα δίπλα από το μαξιλάρι του. Και φέτος, στα γενέθλιά του, ο Μ. θα έχει μία μαμά και έναν μπαμπά να του ευχηθούν με αγάπη. Θα πάψει να είναι πια ένας αριθμός, ένα ασήκωτο βάρος, ένα παιδί στα αζήτητα…

Γιώτα Κοτσαύτη



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;