Μια
φορά κι έναν καιρό σε έναν όμορφο βουνίσιο τόπο, που κατέβαινε ως τη θάλασσα
και μοσχοβολούσε θυμάρι, πεύκο και θαλασσινή αλμύρα, συνέβη κάτι τρομαχτικό. Ένα
τεράστιο ουράνιο σώμα, έπεσε με απίστευτη ταχύτητα πάνω σε ένα ξέφωτο και
άνοιξε μια μεγάλη τρύπα σαν κρατήρα ηφαιστείου. Δέντρα, λουλούδια, πουλιά, τζιτζίκια
και πεταλούδες, όλα βυθίστηκαν στον πάτο του τεράστιου πηγαδιού, και το
σπουδαιότερο, όλες οι πλευρές του τρύπησαν σαν σουρωτήρι και άδειασαν τις υπόγειες
φλέβες του τόπου, που ήταν γεμάτες πολύτιμες πέτρες.
Στο
παράξενο πηγάδι, όσο και να έβρεχε, στάλα νερό δεν έμενε και λέγανε πως γύρω
τριγύρω στον βυθό υπήρχαν κρυφές σήραγγες που έφταναν ως τη θάλασσα. Από εκεί
έφευγε το νερό και γυάλιζε σαν χρυσάφι στις εκβολές του. Κανείς δεν μπορούσε ούτε
να βγει ούτε να φτάσει σ’ εκείνο το βαθύ πηγάδι, ακόμη και τα πετούμενα. Τις
νύχτες ακούγονταν λυπημένα κελαηδίσματα από το βάθος του πηγαδιού. Ποιος όμως
μάζεψε τα πετρώματα του τόπου στο πηγάδι, ποιος τα άλεθε και τα πετούσε στη
θάλασσα;
Φοβούνταν
οι κάτοικοι ακούγοντας την ιστορία του πηγαδιού, που ρούφηξε όλον τον πέτρινο
πλούτο της γης τους, φτώχυναν, έκλαιγαν τη μοίρα τους. Πέτρες έβγαζαν από τα
σπλάχνα της γης τους, τις έπλεναν σε δεξαμενές με βρόχινο νερό, χώριζαν τις πολύτιμες
και τις λιγότερο σπουδαίες και τις πουλούσαν ακόμη και σε μαχαραγιάδες που έφταναν εκεί με τις
καμήλες τους. Με αυτές τις γυαλιστερές χρωματιστές πέτρες στόλιζαν τα παλάτια
τους στην Ανατολή, τα σαρίκια που φορούσαν στο κεφάλι τους, τα δαχτυλίδια και
τα γυναικεία κοσμήματα, τα τραπέζια που ακουμπούσαν τα φαγητά τους. Τώρα όλα
γίνονταν σκόνη και σκορπίζονταν στη θάλασσα. Μεγάλο κακό τους βρήκε.
Ένας νεαρός βοσκός όμως που μια νύχτα έμεινε
άυπνος και έπαιζε μελωδικά τη φλογέρα εκεί γύρω, σταμάτησε απότομα, γιατί είδε
κάτι φοβερό. Μια μάγισσα βγήκε από το βάραθρο πετώντας πάνω στο σκουπόξυλό της,
έκανε τρεις κύκλους γύρω από το στόμιο της τρύπας, ύστερα ξανοίχτηκε στα γύρω
λοφάκια και με τη σκούπα της σάρωνε ό,τι υπήρχε στο έδαφος και το έριχνε στο
βάραθρο. Κι όλο φτώχαινε η γη. Ο βοσκός κρυμμένος πίσω από έναν θάμνο έβλεπε έκπληκτος. Την
άκουσε κιόλας να μονολογεί:
«Θα σας μάθω εγώ, θα πεινάσετε, αν
δε μου δώσετε την ασημένια κουκουβάγια, που κλειδώνει όλες τις φλέβες του
ασημιού τούτης της γης. Όλα τα πετράδια σας σκόνη θα τα κάνω, στη θάλασσα θα
βυθιστούν. Αν μου τη δώσετε, αλλάζει».
Και
δώσ’ του σκούπιζε και σκούπιζε, ώσπου πετώντας πάνω στο σκουπόξυλό της κατέβηκε
στο βάραθρο.
Ο νεαρός βοσκός, λυπημένος με αυτά που άκουσε, άρχισε να
σκέφτεται πώς θα απαλλάξει τον τόπο από τη μεταλλοκλέφτρα μάγισσα. Νύχτα μέρα
έστρωνε στο μυαλό του ένα σχέδιο. Πρώτα επισκέφτηκε το μουσείο με τα σπουδαία
ευρήματα όλων των εποχών της μεταλλοφόρας γης, γιατί και η αρχαία Αθήνα από
αυτά τα μεταλλεία έφτιαξε τον στόλο της και τα νομίσματά της. Ζωγράφισε σε ένα
χαρτί την ασημένια κουκουβάγια, την προστάτισσα των μεταλλωρύχων, που είχαν
κλεισμένη σε μια βιτρίνα και κανείς δεν μπορούσε να την αγγίξει. Τα μάτια της
γίνονταν κάρβουνα και έκαιγαν πετώντας σπίθες. Γρήγορα έτρεξε στο σπίτι του,
κατέβηκε στο υπόγειο με τα εργαλεία του πατέρα, μεταλλωρύχου με εμπειρία, κατασκεύασε
ένα καλούπι στο σχήμα της κουκουβάγιας, που είχε σχεδιάσει, έλιωσε μολύβι και
έφτιαξε μια ολόιδια με την πολύτιμη και μοναδική κουκουβάγια του μουσείου. Το
σχέδιό του προχωρούσε. Δε μίλησε σε κανέναν γι’ αυτά που είδε και για όσα
σχεδίαζε.
Τα επόμενα βράδια κατέβαινε στην
ακρογιαλιά και παρακολουθούσε τα σημεία που τρύπωνε το νερό μέσα στη γη, όταν
γινόταν πλημμυρίδα και σε πόσες ώρες έβγαινε με την άμπωτη. Δε δυσκολεύτηκε
πολύ, γιατί τα σημεία εκείνα έλαμπαν τη νύχτα από τα τριμμένα πετράδια που
έστελνε η μεταλλοκλέφτρα μάγισσα από το βάραθρο. Ήταν βέβαιος πια πως τα νερά
έφταναν στο βυθό του βάραθρου σε μία ώρα και σε μία ώρα γύριζαν πίσω και
ενώνονταν με τη θάλασσα, που τραβιόταν βαθιά. Μια νύχτα με φεγγάρι έβαλε σε
εφαρμογή το σχέδιό του. Διάλεξε μια τρύπα στα βραχάκια, έριξε στο νερό το
ξύλινο βαρκάκι του σε μέγεθος παιχνιδιού, που στο κατάρτι του είχε δέσει την
ψεύτικη κουκουβάγια και περίμενε την παλίρροια των νερών κρατώντας κουλουριασμένο
το μακρύ σχοινί που είχε δέσει το βαρκάκι. Μόλις έφτασε η πλημμυρίδα άφηνε το
σχοινί να ξετυλίγεται και το βαρκάκι ταξίδευε προς τον βυθό του πηγαδιού. Με
την κλεψύδρα του μετρούσε τον χρόνο σταγόνα σταγόνα, είχε τα μάτια του
δεκατέσσερα και περίμενε. Πίστευε πως η μάγισσα ξεγελασμένη θα ορμούσε να
αρπάξει τη λαμπερή κουκουβάγια, όταν το βαρκάκι εμφανιζόταν. Τότε ήταν η
κρίσιμη στιγμή επιτυχίας του σχεδίου. Τραβώντας το σχοινί και με βοηθό την
άμπωτη, θα έκανε τη μάγισσα να ακολουθήσει το καραβάκι στη σήραγγα ως την
έξοδο, θα έπεφτε στη θάλασσα και «αντίο» μάγισσα.
Με υπομονή και μελετημένες όλες τις
λεπτομέρειες, έμεινε ώρες στην παραλία ο νεαρός. Μουδιασμένος πάνω στις πέτρες,
ένιωθε τα μέλη του να τα τρυπά το θαλασσινό αγιάζι. Η κλεψύδρα μπροστά του, το
βαρκάκι έτοιμο για τον νυχτερινό απόπλου και τα μάτια καρφωμένα στο νερό. Η ώρα
πλησίαζε, το φεγγαράκι δυο μερών ήταν ακόμη πολύ λαμπερό. Να σου λοιπόν, την
αναμενόμενη ώρα, η θάλασσα έμεινε ακίνητη για λίγο και μετά πήρε δρόμο για την
ακτή. Το καραβάκι γλίστρησε εύκολα στο κανάλι.
Η κλεψύδρα αναποδογύρισε και άρχισε να μετράει τον χρόνο. Τι αγωνία είχε
ο Νικόλας, δε λέγεται. Αιώνας του φάνηκαν τα λεπτά και μετά την τελευταία
σταγόνα του χρόνου που μέτρησε η κλεψύδρα, την ξαναγύρισε και άρχισε να τυλίγει
το σχοινί, χωρίς να γνωρίζει τι έγινε εκεί βαθιά.
Όλα πήγαν ρολόι. Για σκεφτείτε τη
χαρά του, όταν με την εμφάνιση της βαρκούλας βγήκε ξωπίσω και η μάγισσα με τα
χέρια απλωμένα να κυνηγά τη δεμένη κουκουβάγια και να γρυλλίζει απελπισμένα:
«Στάσου, στάσου, δική μου είσαι»!
Ο
Νικόλας αμέσως έκοψε το σχοινί και άφησε την μεταλλοκλέφτρα μάγισσα να
ακολουθεί το καραβάκι και το κακό της όνειρο, ενώ η άμπωτη την πήρε στην
αγκαλιά της θάλασσας για πάντα.
«Χάος»
ονόμασαν οι κάτοικοι του τόπου το βάραθρο, τα μεταλλεία γύρισαν στις φλέβες της
γης, έκλεισαν με παράξενα λουλούδια όλες οι τρύπες. Έμεινε ένα σπουδαίο μνημείο
της φύσης κουβαλώντας την παράδοση και ο τόπος γιόρτασε την ελευθερία του.
Βάντα
Παπαϊωάννου-Βουτσά
Αύγουστος
2018
…
Η
ιστορία γράφτηκε με αφορμή τις Παραμυθοδρομίες και την καρτέλα της μάγισσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;