Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Τα αθάνατα πλατανόφυλλα



Εκείνο το απόγευμα ένα φθινοπωρινό αγέρι, λες και ήταν θυμωμένο, κατέβηκε από το βουνό και ξέσπασε όλη τη φούρια του στα κλαδιά του πανύψηλου γεροπλάτανου κουνώντας τα δυνατά.  Πέντε έξι καφετιά φύλλα  στροβιλίστηκαν στο κενό, αγκαλιάστηκαν, ξαναχώρισαν κι ύστερα ακούμπησαν στο χώμα, σύρθηκαν δεξιά, έστριψαν αριστερά, ώσπου σταμάτησαν δίπλα στη ρίζα της φορτωμένης με τα κόκκινα «λαμπιόνια» της ροδιάς. Ήταν τα πρώτα φύλλα που αποχωρίστηκαν την οικογένειά τους αυτό το φθινόπωρο.

 Η Μαρίζα πίσω από το τζάμι ακολούθησε με τη ματιά της τη χορευτική πτώση τους κι ύστερα γύρισε το κεφάλι στη γωνιά με το λαμπατέρ, το πιο παράξενο λαμπατέρ του κόσμου, που αντί για «καπέλο» είχε δυο τεντωμένα καφετιά πλατανόφυλλα. Πήγαινε συχνά κοντά του και τα χάιδευε με το χέρι της, περνώντας τον αντίχειρα πάνω από τα νεύρα των φύλλων, που κάποτε ήταν ζωντανά, έτρεχαν χυμοί μέσα τους, και τα παρηγορούσε λέγοντάς τους πως έγιναν αθάνατα με την ιδέα που είχαν τα αφεντικά τους.

Αυτά δεν ήταν απλά συνηθισμένα πλατανόφυλλα,  οικογένειά τους ο ψηλός καμαρωτός πλάτανος της γειτονικής αυλής. Πόσο αλλιώτικος ήταν από τα άλλα τα φουντωτά πλατάνια, εκεί κάτω στις όχθες του ποταμού. Εκείνα έγερναν τα κλαδιά τους χαμηλά και άκουγαν τα μυστικά του νερού, αυτός όμως τεντωνόταν προς τον ουρανό με τους κλώνους του ικέτες. Καταγόταν από τον μακρινό  παγωμένο Καναδά και μόνο αυτό; Ήταν βραδύκαυστος, ειδικό δέντρο για τις αυλές, που σε περίπτωση πυρκαγιάς, ο καναδέζικος πλάτανος καιγόταν αργά καθυστερώντας τη φωτιά να πλησιάσει, θυσίαζε το ογκώδες σώμα του για τη σωτηρία των συντρόφων του, των φίλων του, των αφεντικών του.

Δυο μεγάλα πλατανόφυλλα  μάζεψαν η Μαρίζα και ο Νικόλας από το χώμα ξερά και με γυρισμένες τις άκρες τους, τα ύγραναν στο νερό μιας λεκάνης, ύστερα τα στέγνωσαν προσεκτικά, τεντωμένα ανάμεσα σε δυο μαλακές πετσέτες κάτω από βάρος και σε λίγες ώρες έμοιαζαν σιδερωμένα, χάρτινα. Όταν ο Νικόλας τα κόλλησε  σε ένα κομμάτι ξύλου, που το πριόνισε στο ίδιο σχήμα με όλες τις λεπτομέρειες του φύλλου, κέρδισαν την αθανασία.  Έγιναν αιώνια πλατανόφυλλα πάνω από τα λαμπιόνια ενός  παράξενου φωτιστικού, που κι ο κορμός του ήταν από κλαδιά της μοναδικής στη γειτονιά μουριάς. Ήταν άραγε κι ευτυχισμένα; Τα αδέλφια τους έλιωσαν στο χώμα, έγιναν λίπασμα, ενώ εκείνα με το χάλκινο χρώμα των γηρατειών τους  ζούσαν στο φωτισμένο σαλόνι. 

Της Μαρίζας της θύμιζαν την ιστορία του μυθικού  Τιθωνού, που η σύντροφός του θεά Ηώ παρακάλεσε τον Δία να τον κάνει αθάνατο, μα ξέχασε από τη λαχτάρα της να ζητήσει  και την αιώνια νιότη του. Ο Τιθωνός, αθάνατος αλλά γερασμένος, μεταμορφώθηκε τελικά  από τους θεούς σε έναν καλοκαιρινό τραγουδιστή, το αγαπητό τζιτζίκι.

Έτσι έμοιαζε και η ζωή των πλατανόφυλλων. Ζούσαν ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα, φωτεινά, γυαλισμένα, εντυπωσιακά, αλλά ακίνητα, άψυχα, παγερά, χωρίς να μπορούν να ανταλλάξουν κουβέντα μεταξύ τους ούτε ψιθύρους ούτε θροΐσματα, όσο για το πράσινο χρώμα της ζωντάνιας τους ούτε λόγος.  Αθάνατα αλλά γερασμένα.

Ποιος άραγε να ήταν ο τυχερός; Τα πλατανόφυλλα που τελείωσαν τον κύκλο της ζωής τους στον φυσικό τους κόσμο ή αυτά τα δυο που κλείστηκαν σε ένα σαλόνι αιώνια και άψυχα;

                                            ΒΑΝΤΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ-ΒΟΥΤΣΑ



Γεννήθηκε στο Λαύριο Αττικής. Τελείωσε το Ιστορικό-Αρχαιολογικό τμήμα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας και εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στον νομό Ροδόπης, όπου διορίστηκε . Από το διορισμό της και μέχρι σήμερα ζει στην Κομοτηνή. Είναι  παντρεμένη, έχει δύο γιους παντρεμένους επίσης και τέσσερα εγγόνια.

            Εκδόσεις

  1. «Ο Βάνκας» του Αν. Τσέχωφ, κεφ. στο βιβλίο «Η διδασκαλία της ξένης λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο και Λύκειο», Δοκίμια σε κείμενα ξένων λογοτεχνών, που ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία, συνεργασία φιλολόγων του ν. Ροδόπης, Εκδόσεις «Κώδικας», Θεσσαλονίκη 1989
  1. Ν. Ροδόπης, τουριστικός οδηγός, έκδοση Περιφέρειας Αν. Μακεδονίας – Θράκης, παραγωγή ΑΛΦΑΒΗΤΟ, 2005
  2. Ν. Ροδόπης, τρίπτυχο τουριστικό φυλλάδιο, έκδοση Νομαρχίας Ροδόπης, 2006
  3. «Δήμος Μαρώνειας, ευλογημένη γη», τουριστικός οδηγός, έκδοση Δήμου Μαρώνειας, παραγωγή ΑΛΦΑΒΗΤΟ, 2006
  4. «Γεύσεις και αναμνήσεις από τη Ροδόπη» Θανάση Πανδρευμένου, έκδοση Νομαρχίας Ροδόπης, φιλολογική επιμέλεια Β. Παπαϊωάννου-Βουτσά, εκδόσεις ΑΛΦΑΒΗΤΟ, 2007
  5. Λαογραφικά, ιστορικά, αρχαιολογικά και περιβαλλοντικά άρθρα στο τοπικό περιοδικό «Καρυδιά»
  6. «…μύριζε γαζία», ΒΑΝΤΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ-ΒΟΥΤΣΑ, αφηγήματα, εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ, 2014
  7. «Τα λουμινάκια», ΒΑΝΤΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ-ΒΟΥΤΣΑ, νουβέλα, εκδόσεις ΑΩ, 2017


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;