Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία (απόσπασμα)




Ο Σκρουτζ ζύγωσε στο παράθυρο, όλος απόγνωση, όλος περιέργεια, και κοίταξε έξω. Κι είδε τον αέρα γεμάτο στοιχειά, που τριγυρνούσαν αδιάκοπα με βιάση, βογκώντας κι αναστενάζοντας σε κάθε τους βήμα. Όλα τους φορούσαν αλυσίδες, σαν το φάντασμα του Μάρλεϊ. Κάποια (ίσως να ‘τανε μέλη συμβουλίων ή κυβερνήσεων) ήταν δεμένα μεταξύ τους, ανήμπορα να χωρίσουν. Κανένα δεν ήταν ελεύθερο. Πολλά τα γνώρισε ο Σκρουτζ. Τα ήξερε από τότε που ζούσαν. Ένα γέρικο φάντασμα, με άσπρη ρεντιγκότα, ο Σκρουτζ το ‘ξερε καλά. Το είδε τώρα φορτωμένο μ’ ένα θεόρατο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο, δεμένο στον αστράγαλό του, να κλαίει σπαραχτικά. Να κλαίει που δεν μπορούσε να βοηθήσει μια δύστυχη γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της, καθισμένη σ’ ένα κατώφλι. 

Υπέφεραν. Κι ήταν φανερό πως το μαρτύριο ήταν το ίδιο για όλα: βασανίζονταν, επειδή προσπαθούσαν ν’ ανακατευτούν στη ζωή των ζωντανών ανθρώπων και να προσφέρουν βοήθεια. Μόνο που τώρα πια ήταν αργά. Είχαν χάσει αυτή τη δύναμη, αυτή την ευκαιρία, για πάντα…

ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ,
Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, εκδόσεις Αίσωπος,
μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;