Ήταν μια φορά μια χώρα
όπου βασίλευε ένας γενναιόδωρος και καλός βασιλιάς. Ο γιος του ήταν δίκαιος και
συνετός άντρας. Ο βασιλιάς τού εμπιστεύτηκε ένα μεγάλο μυστικό που του χάρισε
ακόμα μεγαλύτερη σοφία. Δυστυχώς, ένα από τα χωριά του βασιλιά είχε επαναστατήσει
κι οι κάτοικοί του ήταν πολύ κακοί. Σε αυτό το χωριό, οι άνθρωποι ήταν πολύ
δεμένοι μεταξύ τους και δε συμπαθούσαν τους ξένους. Κάθε φορά που ένας άγνωστος
έφτανε στον τόπο τους, τον έβαζαν να περάσει τη δοκιμασία του χρυσού κύπελλου.
Από το χωριό περνούσε ένας μακρύς δρόμος. Έπιαναν λοιπόν οι κάτοικοι τον ξένο,
γέμιζαν το κύπελλο μέχρι το χείλος, το έβαζαν ανάμεσα στα χέρια του και τον
εξανάγκαζαν να διασχίσει το χωριό. «Αν καταφέρεις να διανύσεις όλη τη διαδρομή
χωρίς να χύσεις ούτε σταγόνα», του έλεγαν, «αυτό το κύπελλο σου ανήκει. Όμως αν
χύσεις έστω και μία σταγόνα, θα μπεις στη φυλακή». Και, για να περιπλέξουν
ακόμα περισσότερο τη δοκιμασία, από τη μία μεριά του δρόμου στέκονταν οι
είρωνες κι από την άλλη οι κόλακες.
Μια μέρα πέρασε από
εκεί ένας ξένος και τον έβαλαν να περάσει τη δοκιμασία. Ήταν τόσο ταραγμένος
που, πριν ακόμα ξεκινήσει, έχυσε το κύπελλό του και βρέθηκε στη φυλακή.
Αργότερα, ακόμα ένας ξένος πέρασε τη δοκιμασία. Εκείνος προχώρησε στο δρόμο,
αλλά άκουσε τους είρωνες που του φώναζαν: «Είσαι άχρηστος, ανίκανος, δε θα τα
καταφέρεις ποτέ». Και έχυσε το κύπελλό του. Ένας τρίτος ξένος υποχρεώθηκε να
περάσει τη δοκιμασία. Προχώρησε χωρίς να ακούει τους είρωνες. Δυστυχώς, άκουγε
τους κόλακες που του έλεγαν: «Μπράβο! Είσαι ο καλύτερος! Είσαι καταπληκτικός!».
Ακούγοντάς τους, έχυσε το κύπελλό του.
Μια μέρα, ο πρίγκιπας,
ο γιος του βασιλιά, έφτασε κι εκείνος στο χωριό. Από την κακία τους, οι
κάτοικοι χάρηκαν πολύ που θα μπορούσαν να τον βάλουν να περάσει την ίδια
δοκιμασία. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο πρίγκιπας πήρε το κύπελλο. Συγκεντρώθηκε
και προχώρησε… χωρίς να ακούει ούτε τους κόλακες ούτε τους είρωνες. Όσο
περισσότερο προχωρούσε, τόσο περισσότερο ούρλιαζαν τα πλήθη με τις ειρωνείες
και τις κολακείες τους. Όταν ο πρίγκιπας έφτασε στην άκρη του χωριού χωρίς να
έχει χύσει ούτε μια σταγόνα, οι κάτοικοι έγιναν έξαλλοι. Με βαριά καρδιά, του
παρέδωσαν το χρυσό κύπελλο που του είχαν υποσχεθεί. Προς μεγάλη τους έκπληξη
όμως, ο πρίγκιπας τους είπε: «Ακούστε, σας επιστρέφω το κύπελλο ως αντάλλαγμα
για τους φυλακισμένους. Ελευθερώστε τους!». Το κύπελλο επιστράφηκε και οι
φυλακισμένοι ελευθερώθηκαν. Αφού εξέφρασαν τη χαρά και την ευγνωμοσύνη τους,
τον ρώτησαν: «Μα πώς κατάφερες να περάσεις τη δοκιμασία;». Κι ο πρίγκιπας τους
απάντησε: «Ο πατέρας μου μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε κάτι που θα με προστάτευε,
όπως μου είπε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Το εξής: «Είσαι το πολυαγαπημένο
μου παιδί και σε σένα έχω χαρίσει όλη τη στοργή μου». Αντί να ακούω τα ειρωνικά
και τα κοροϊδευτικά λόγια, ήμουν συγκεντρωμένος στο κύπελλο και συλλογιζόμουν
αυτό το μυστικό αγάπης. Κι αυτό με έσωσε». Οι φυλακισμένοι που είχαν
απελευθερωθεί έβαλαν με τη σειρά τους αυτό το μυστικό μέσα στην καρδιά τους.
Έπειτα, ο πρίγκιπας τους είπε: «Ελάτε, φίλοι μου, στο γλέντι που έχει ετοιμαστεί
για όλους στο παλάτι του βασιλιά».
ΣΑΦΙΚ
ΚΕΖΑΒΖΙ
Η
Πριγκίπισσα και ο Προφήτης, μετάφραση: Μαρία Ακριβάκη, εκδόσεις Λιβάνη.