Έρχονταν νύχτες που
τίποτα δεν ακουγόταν, τίποτα δε γινόταν έξω στα Κιμιντένια. Ήταν οι νεκρές
νύχτες. Σε βουβά κύματα κατέβαινε απ’ τα σύννεφα κι απ’ τα βουνά η δροσιά,
κατέβαιναν και κάθονταν πάνω στα φύλλα οι στάλες. Το ταξίδι τους ήταν
αδιατάραχτο, στην καθαρή ατμόσφαιρα που πλέανε κανένα κακό συναπάντημα δεν
είχαν, μονάχο οδηγό τους και σύντροφο είχαν τα άστρα. Όμως δεν είχαν ανάγκη
μήτε από οδηγό, μήτε από σύντροφο. Γιατί από τότε που γεννηθήκανε ψηλά οι
στάλες της δροσιάς, η γη ήταν η μαγική χώρα όπου προορίζονταν. Ξέραν πως τελικά
εκεί ήταν η μοίρα τους κι έτσι η γη τις τραβούσε να πέσουν να χαθούν, τις
έσερνε η γοητεία του τέλους.
-Τα παιδιά -τ’ αδέρφια
μου κι εγώ- μαζεμένα στο δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς μας, ανήσυχα απ’
την τόση γαλήνη, σκύβαμε έξω απ’ το παράθυρο μπας και πάρουμε κανέναν ήχο.
Τίποτα. Καμιά φωνή δε
ζούσε. Όμως η μαγεία της νύχτας, βαθύς κι ανεξερεύνητος κόσμος, μιλούσε στην
καρδιά μας.
-Παππού, τι γίνεται
έξω; Ρωτούσαμε.
-Τι γίνεται! Τίποτα!
-Τίποτα; Μα άκου
λοιπόν!...
Στήλωνε τ’ αυτί του κι
ύστερα επιβεβαίωνε τον πρώτο λόγο του:
-Σας είπα. Δεν ακούω
τίποτα!
Και γυρίζοντας στη
γιαγιά μας:
-Εσύ, ακούς τίποτα,
γιαγιά;
Μα εκείνη ήταν γυναίκα,
ήταν γιαγιά και καταλάβαινε.
-Βέβαια, ακούω, έλεγε
γλυκά, ευλογώντας μας όλους με τη ματιά της.
-Τι είναι; Τι είναι
λοιπόν; ρωτούσαμε με αγωνία να μάθουμε.
-Η Ν ύ χ τ α ξύπνησε,
παιδιά μου, αποκρίνονταν γαλήνια και πειστικά.
Α! Η Νύχτα ξύπνησε…
ΗΛΙΑΣ
ΒΕΝΕΖΗΣ,
Αιολική
Γη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;