«Μερικοί
άνθρωποι είναι τόσο φτωχοί,
που
το μόνο που έχουν είναι χρήματα.»
Καθισμένος άλλοτε στα
σκαλοπάτια, άλλοτε κάτω από το μικρό σκέπαστρο της πλαϊνής πόρτας, άλλοτε στο
πεζουλάκι του δρόμου, ήταν πάντα εκεί. Κάποιες φορές τον έδιωχναν. Κάποιες
άλλες, όταν έβρεχε για παράδειγμα, ένας λίγο πιο συμπονετικός υπάλληλος τού
επέτρεπε να μένει κάτω από τη σκεπούλα.
Τα μοναδικά του
υπάρχοντα μία μακρόστενη χαρτόκουτα και μία τριμμένη κουβέρτα. Οι περισσότεροι
άνθρωποι, όταν τον αντίκριζαν, γύριζαν τα κεφάλια τους αλλού. Τον προσπερνούσαν
σαν να μην υπάρχει. Στα σπίτια τους θα είχαν σίγουρα ζέστη, ένα στρωμένο
τραπέζι, μια αγκαλιά. Γιατί να τους απασχολεί εκείνος;
Ευτυχώς δεν ήταν όλοι
έτσι. Ένα μικρό κοριτσάκι περνούσε κάπου κάπου και του χάριζε μια ζωγραφιά. Μία
κυρία του πρόσφερε συχνά φαγητό. Ένας άντρας στην ηλικία του του έδωσε μια
παγωμένη βραδιά τον σκούφο και τα γάντια που φορούσε. Και λίγες μέρες πριν τα
Χριστούγεννα άφησαν την ώρα που κοιμόταν ένα πακέτο με κόκκινο γυαλιστερό
περιτύλιγμα στο προσκεφάλι του.
…
Εκείνη τη νύχτα είχε
μείνει στο γραφείο ως αργά. Ήταν ένας απ’ αυτούς που γύριζε αλλού το κεφάλι
όταν τον συναντούσε. Όμως ούτε στρωμένο τραπέζι τον περίμενε στο ζεστό σπίτι
του, ούτε αγκαλιά. Δούλευε πολλές ώρες. Είχε μία από τις υψηλότερες θέσεις στην
εταιρεία.
Εκείνη τη νύχτα είχε
αποφασίσει να μείνει στη δουλειά ως αργά για να τακτοποιήσει ορισμένες
εκκρεμότητες. Όλο το απόγευμα άκουγε τους συναδέλφους του να κανονίζουν πού και
πώς θα περνούσαν τις γιορτές. Δεν τον πολυπλησίαζαν. Ήταν αυστηρός,
ακατάδεκτος, αδίστακτος. Τελείωσε λίγο πριν ξημερώσει αδιαφορώντας για τον
φύλακα που είχε εντολή να περιμένει μέχρι να φύγει. Βγαίνοντας το τσουχτερό
κρύο τον αιφνιδίασε δυσάρεστα. Κατσούφιασε κι άλλο, σήκωσε τον γιακά του και
προχώρησε. Το πρόσωπό του ήταν τόσο σκοτεινό. Λες και κουβαλούσε πάνω του τα
προβλήματα όλου του κόσμου. Δυο απλωμένα χέρια τον σταμάτησαν. Του έτειναν ένα
κόκκινο γυαλιστερό κουτί. Για λίγα δευτερόλεπτα οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν στα
μάτια.
…
Μπορεί η αγάπη να
ξεπηδήσει από ένα κόκκινο κουτί;
Κι όμως μπορεί!
Ο άνθρωπος που δέχτηκε
εκείνο το τόσο απρόσμενο δώρο δεν ξαναείδε ποτέ τον άστεγο που ζούσε έξω από
την εταιρεία. Πολλές φορές το σκέφτηκε: υπήρξε άραγε στην πραγματικότητα ή ήταν
μία οπτασία που ήρθε να του δείξει τις αλήθειες της ζωής;
Κι όμως, παρόλο που δεν
βρίσκεται πια εκεί, στη γνώριμη χαρτόκουτα με την τριμμένη κουβέρτα, τον
συναντάει ακόμα και θα τον συναντάει για πάντα: στα βλέμματα όλων των
ναυαγισμένων ανθρώπων που από εκείνη τη μέρα βοήθησε να αλλάξουν τις ζωές τους.
Ναι, μέσα από κόκκινο
κουτί ξεπήδησε η αγάπη!
Γιώτα
Κοτσαύτη
…
Το κείμενο γράφτηκε το
2016 για το παιχνίδι «Φωτογραφίες που εμπνέουν», με αφορμή μία φωτογραφία και
τον τίτλο που έδωσε η Μαρίνα Τσικριτέα.