Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Τα διπλονόστιμα Χριστούγεννα του Κρίτσι


Μια φορά και κάποτε, ένας λαχανιασμένος ποντικός ζήτησε καταφύγιο σε ένα όμορφο σπίτι μιας μικρής κωμόπολης. Μπήκε τρέχοντας για να γλιτώσει από τα νύχια ενός τεράστιου πορτοκαλί γάτου. Έψαξε πολλή ώρα για κρυψώνα, μέχρι που βρήκε μια ολοστρόγγυλη τρύπα στον τοίχο, σκεπασμένη με ένα μεταλλικό πώμα. Άλλοτε ήταν ο χώρος για το μπουρί της παλιάς σόμπας της οικογένειας. Τώρα έγινε το σπίτι του. Με τα δόντια του ο Κρίτσι -αυτό ήταν το όνομά του- έκανε μια τρυπούλα στο πώμα και έβλεπε τη ζωή μέσα στο σπίτι· πιο συγκεκριμένα στο σαλόνι του σπιτιού.
Τις νύχτες παραμέριζε το σιδερένιο καπάκι, πήγαινε στην κουζίνα ή στην αποθήκη κι έβρισκε κάτι για να χορτάσει την πείνα του. Κάποτε, όμως, φάνηκε απρόσεκτος. Τρύπησε ένα σακουλάκι ζάχαρης και σκόρπισε κόκκους σε όλο το σπίτι. Τότε οι ιδιοκτήτες κατάλαβαν ότι είχαν έναν μικρό εισβολέα και εξοπλίστηκαν με ειδικά όπλα για να τον τσακώσουν. Ο Κρίτσι όμως, έξυπνος καθώς ήταν, απέφευγε τους λαχταριστούς κύβους τυριού και τα τραγανά καρύδια που του άφηναν μέσα σε ποντικοπαγίδες και πάνω σε χαρτόνια πασαλειμμένα με ειδική κόλλα που έπιανε ποντίκια πολύ μεγαλύτερα από εκείνον. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γλίτωσε με ακροβατικά επιθέσεις από σκούπες και παντόφλες. Ευτυχώς που κανείς δεν είχε ανακαλύψει τη φωλιά του! Παρά την άσχημη συμπεριφορά των ανθρώπων όμως, ο Κρίτσι τους συμπαθούσε. Ειδικά τα δύο μικρά παιδιά.  Όταν έπαιζαν στο σαλόνι, τα χάζευε ώρες ολόκληρες μέσα από το “παράθυρό” του.
Οι μήνες περνούσαν, ήρθε ο χειμώνας και το σπίτι στολίστηκε για τα Χριστούγεννα. Ένα απόγευμα το κορίτσι μπήκε στο σαλόνι τσιρίζοντας από χαρά. Στα χέρια της κρατούσε ένα παράξενο σπιτάκι με λεπτά κάγκελα. Το ακούμπησε στο πάτωμα για να το δείξει στο αγόρι. Έτσι είχε την ευκαιρία να το δει προσεκτικά και ο Κρίτσι. Τι παραδεισένιο σπιτικό! Τα παιδιά γέμισαν με νερό ένα καθαρό μπουκάλι που ήταν σκαλωμένο στα κάγκελα και άδειασαν ένα σακουλάκι με τροφή στο μπολ που υπήρχε μέσα. Όλο το πάτωμα ήταν στρωμένο με αφράτο ροκανίδι. «Πω, πω! Αυτό είναι μέρος για ατέλειωτο φαγοπότι και χουζούρι» σκέφτηκε ο Κρίτσι. Καθώς είχε τα μάτια του κολλημένα στο κλουβί, είδε κάτι να κινείται στο κέντρο. Ήταν μια  ποντικίνα ίδια με σύννεφο, που τεντωνόταν μετά τον ύπνο. Το κορίτσι την έβγαλε έξω κι εκείνη έπιασε τη μακριά ουρά στα χέρια της και άρχισε να κόβει βόλτες στο σαλόνι. «Ω! Ναι! Αυτή είναι σίγουρα μια ουρά που ποτέ δεν έχει βουτήξει μέσα σε λάσπες, χυλούς, γάλα –κακάο ή άσπρο-, και ποτέ δεν έχει συρθεί μέσα σε αλεύρι, χώμα, σιμιγδάλι, ούτε άχνη ζάχαρη» συμπέρανε ο Κρίτσι.
 Είχε ακούσει ιστορίες για το είδος των ποντικών που ήταν λευκά, με ροζ αυτιά και μεταξένια γούνα και που οι άνθρωποι το αγαπούσαν και το φρόντιζαν. Τις νόμιζε όμως παραμύθια. Ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας στην ποντικίσια καρδιά του. Κοίταξε με απογοήτευση την άγρια γούνα του που έμοιαζε με γκριζωπή μουτζούρα, τα βρόμικα πόδια και την τριχωτή ουρά του που είχε τριφτεί σε κάθε λογής υλικό. Δεν το μίσησε, ωστόσο, το μικρό ποντίκι. Ήταν τόσο χαριτωμένο, άλλωστε. Όσο οι μέρες περνούσαν, ζήλευε όλο και λιγότερο το “παλατάκι”, το αφράτο στρώμα, το καθαρό νερό και τις τραγανές μπουκίτσες, όμως λυπόταν τόσο βαθιά που δεν είχε κι εκείνος την αγάπη των παιδιών. «Τι άδικο να χάνεις την αγάπη για το χρώμα και τη γούνα σου» παραπονιόταν.
Κάποιο βράδυ ο Κρίτσι ξύπνησε από έναν χτύπο στο καπάκι της φωλιάς του. Από την τρύπα είδε την ποντικίνα κι αμέσως της άνοιξε. Η καημένη έτρεμε ολόκληρη. «Γεια, είμαι η Κρίσσσπι, αλλά οι άνθρωποι με φωνάζουν Μπέτττυ» είπε με δόντια που χτυπούσαν ασταμάτητα. «Άφφησσσέ με να μείνω εδώ αππόψψψε». «Κάθισε» της πρότεινε ο Κρίτσι. «Ήξερες πως μένω εδώ»; «Από το πρώτττο βράδυ. Ρίχνω επίτττηδες το φαγηττό μου στο πάτττωμα για σένα. Για να μην κινδυνεύεις πηγαίνοντττας στην κουζζζίνα», του απάντησε. Ο Κρίτσι τα έχασε! «Τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησε. Η ποντικίνα του εξήγησε ότι κάποιος άγνωστος έσπασε το παράθυρο της κουζίνας και μπήκε κρυφά στο σπίτι. Είχε έναν μεγάλο σάκο τον οποίο είχε γεμίσει με πράγματα της οικογένειας. «Ευτττυχώς που η πόρτα από το κλουβί μου ήτττταν ανοιχτττή. Έτρεξξξξα πίσσσσω του. Τώρα είναι στο δδδωμάτιο των παιδδδιών» τελείωσε την αφήγησή της η Κρίσπι. «Πώς; Στο δωμάτιο των παιδιών; Τώρα θα του δείξω εγώ!» Φώναξε ο Κρίτσι και έτρεξε με φόρα στο παιδικό.
Πράγματι, ο κλέφτης ψαχούλευε τη μεγάλη ντουλάπα που βρισκόταν ανάμεσα στα δύο κρεβάτια. Το αγοράκι ξύπνησε από τον θόρυβο και πετάχτηκε όρθιο. Ο άντρας γύρισε απότομα προς το μέρος του και το άρπαξε κλείνοντάς του το στόμα. ΣΣΣΣ! «Θα έρθεις μαζί μου, μικρέ. Έπρεπε να με αφήσεις να κάνω τη δουλειά μου» του ψιθύρισε. Μόλις ο Κρίτσι τον είδε να τραβάει το παιδί έξω από το δωμάτιο, όρμησε επάνω του. Μπήκε από το δεξί μπατζάκι μέσα στο παντελόνι του και τον περίλαβε στις άγριες δαγκωματιές. «Βρομοποντικέ» ο κλέφτης ούρλιαζε από τον πόνο, ενώ το παιδί που κατάφερε να του ξεφύγει έβαλε κι αυτό τις φωνές. Όλη η οικογένεια σηκώθηκε στο πόδι. Ο πατέρας κατάφερε να ακινητοποιήσει τον κλέφτη, καθώς εκείνος είχε τα χέρια του απασχολημένα, προσπαθώντας να πιάσει τον Κρίτσι. Δυστυχώς, πρόλαβε να τον χτυπήσει.
Σε λίγο η αστυνομία πήρε τον άνδρα από το σπίτι και τα παιδιά χώθηκαν στις αγκαλιές των γονιών τους. Η Κρίσπι σκαρφάλωσε στην παντόφλα του κοριτσιού και άρχισε να χτυπάει το πόδι του με την ουρά της. «Μπέτυ! Έλα» έκανε το κορίτσι να την πάρει, αλλά εκείνη σαν βολίδα έτρεξε κάτω από το δέντρο και ξανά πίσω στην παντόφλα και πάλι στο δέντρο, ώσπου όλοι κατάλαβαν ότι προσπαθούσε να τους δείξει κάτι. Πράγματι, ήθελε να τους δείξει τον Κρίτσι που ήταν ξαπλωμένος, εντελώς ακίνητος πάνω στο χαλί. Είχε πέσει από το παντελόνι του κακοποιού, όταν εκείνος πάλευε με τον πατέρα. Τέσσερα κεφάλια στάθηκαν τώρα πάνω από τον γκρίζο ποντικό. Το αγόρι έσκυψε και τον πήρε στα χέρια του. Δείχνοντάς τον στους δικούς του τους εξήγησε πώς αυτό το μικρό πλασματάκι του είχε σώσει τη ζωή.
Ο Κρίτσι ένιωσε μια ζεστασιά να τον τυλίγει, αλλά δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του. Βυθίστηκε ξανά σε έναν βαθύ ύπνο. Όταν επιτέλους ξύπνησε, βρισκόταν πάνω σε ένα κομμάτι βαμβάκι, μέσα στο όμορφο σπίτι της Κρίσπι. «Μαμά, μπαμπά, συνήλθε» τσίριξαν τα παιδιά. Οι δύο γονείς έτρεξαν προς το μέρος του. Ο πατέρας τον έβαλε με προσοχή στη χούφτα του και τον έφερε στο ύψος των ματιών του. «Τα κατάφερες, λεβέντη μου» του χαμογέλασε. «Αυτό είναι! Θα τον πούμε «Λεβέντη» είπε η μητέρα και τα παιδιά έσκασαν στα γέλια! Ήταν στ’ αλήθεια το πιο παράξενο όνομα που δόθηκε ποτέ σε ποντικό. Η Κρίσπι-Μπέτυ και ο Κρίτσι-Λεβέντης έπαιξαν πολλή ώρα με τα παιδιά, ώσπου νύχτωσε.
Το επόμενο πρωί όλοι βρήκαν τα δώρα τους κάτω από το στολισμένο δέντρο. Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια για τη μαμά, κασκόλ και γάντια για τον μπαμπά, ένα πατίνι-έλκηθρο για το κορίτσι και ένα ηλεκτρικό τρένο για το αγόρι. Δίπλα από τα κουτιά των ανθρώπων υπήρχε μια μικρή πιατέλα με δύο τυρένια δέντρα, στολισμένα με κατακόκκινα ραπανάκια. Τα δύο ποντίκια ρίχτηκαν στο φαγητό, ώσπου οι κοιλιές τους δεν χωρούσαν άλλο. «Καλά Χριστούγεννα, Λεβέντη» είπε στον Κρίτσι ο πατέρας και τον χάιδεψε στην πλάτη. Αυτό το πρώτο χάδι της ζωής του, τον έκανε να νιώσει αλλιώτικος. Θαρρείς μαλάκωσε και γυάλισε η γούνα του, όπου τον είχε αγγίξει η παλάμη… Κατάλαβε τότε πως είναι εύκολο τελικά να γίνεις όμορφος, φτάνει να σ’ αγαπήσει κάποιος.
Το κείμενο γράφτηκε από τη Μαρία Καλαντζή για την παραμυθοκαρτέλα του ποντικού:


Η Μαρία Καλαντζή είναι καθηγήτρια και μεταφράστρια της αγγλικής γλώσσας (HAU, British Council, ΑΠΘ). Επίσης, είναι απόφοιτη του τμήματος «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό» (ΕΑΠ) και μεταπτυχιακή φοιτήτρια του προγράμματος «Μουσειολογία-Διαχείριση Πολιτισμού» της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ. Έχει ολοκληρώσει το πρόγραμμα «Δημιουργική Γραφή και Εκπαίδευση» της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ και παρακολουθεί τα μαθήματα του Εργαστηρίου Συγγραφής «Αλάτι». Κείμενά της έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, μεταξύ άλλων από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (ΠΕΛ) και την Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος (ΕΛΒΕ). Αγαπά την ποίηση και τα παραμύθια.

1 σχόλιο:

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;