Πολύ τον αγαπούσε τον
παππούλη του ο Τριλιλί, ο μικρούλης κότσυφας. Τον θαύμαζε για την καλοσύνη, τη
σοφία και πιο πολύ για το γλυκό του το τραγούδι. Αρχινούσαν μαζί το κελάηδημα
πρωί πρωί πριν ξεμυτίσει ο ήλιος και τέλειωναν βράδυ βράδυ, μόλις χανότανε πίσω
από το βουνό. Ο παππούς περισσότερο και πολύ λίγο ο Τριλιλί, γιατί ακόμα δεν
ήξερε πως κελαηδούνε.
Είχανε φτιάξει τη φωλιά τους στη λεμονιά του
περιβολιού ενός σπιτιού παραμυθένιου. Μα δεν ήταν μόνοι. Σπουργίτια και χελιδονάκια ένα σωρό τρύπωναν
στα κεραμίδια. Παραδίπλα και μια σταχτοσουσουράδα που είχε την κουρνιά της
κρυφή και δεν ήθελε να έχει πάρε δώσε με κανέναν. Τιτίβιζαν όλοι μαζί χωρίς
σταματημό. Μα μόλις έπεφτε το σούρουπο ησύχαζαν και περίμεναν ν’ ακούσουν το
τραγούδι του γέρο κότσυφα. Κι ας ήτανε λυπητερό, κι ας τους έφερνε δάκρυα στα
μάτια... Ήτανε βλέπεις τελείως τυφλός. Ένα φαρμακερό αγκάθι τον τραυμάτισε
κάποτε και του στέρησε το φως για πάντα.
Ο Τριλιλί πίστευε πως ο παππούς ήταν πολύ
δυστυχισμένος. Ο ίδιος όμως δεν το παραδέχτηκε ποτέ. «Ίσως και να είναι
καλύτερα έτσι» φιλοσοφούσε. «Πάντα μου άρεσε να πετώ εδώ κι εκεί, να κρύβομαι
στις φυλλωσιές, να κυνηγώ τα σύννεφα,
τις πεταλούδες, τις μέλισσες και τις χρυσόμυγες. Έτρεμα τον κίνδυνο και δεν
κελαηδούσα για να μη γίνομαι στόχος. Από τότε που τυφλώθηκα, δεν φεύγω από τη
φωλιά μου. Κουρνιάζω στο πιο ψηλό κλαδί και τραγουδώ όσο θέλω. Μέσα σε τούτο το περιβολάκι ξέρω
πως όλοι με αγαπούν. Δεν φοβάμαι τίποτα πια…»
Ο
Τριλιλί δεν μιλούσε. Κουνούσε μόνο το κεφάλι του, πετούσε μερικές φάλτσες
τρίλιες και φρρρρτττ πηδούσε σκεφτικός στο διπλανό κλαδάκι.
Ώσπου ήρθε η πρώτη άνοιξη της ζωής του. Και
μια μέρα η ρεματιά γέμισε πουλιά.
«Είναι τα’ αποδημητικά» εξήγησε ο παππούς. «Αλλιώτικα
από εμάς που ποτέ δεν φεύγουμε από τον τόπο μας. Αυτά ποτέ δεν μένουν σε ένα
μέρος για όλο τον χρόνο. Έρχονται όταν φεύγει ο χειμώνας και μας αποχαιρετούν
το φθινόπωρο».
Ο Τριλιλί πέταξε από τη χαρά του που θα
έκανε καινούργιους φίλους. Και χάρηκε ακόμα πιο πολύ όταν έμαθε πως όλα εκείνα
τα πετούμενα σε λίγες μέρες θα δίνανε μια μεγάλη συναυλία στο ξέφωτο του
δάσους. Για να γιορτάσουν την επάνοδο.
Ανάμεσα στις προετοιμασίες ήταν και η
διανομή των προσκλήσεων που την ανέλαβαν τ’ αγριοπερίστερα. Αφού τις έγραψαν με
όμορφα καλλιγραφικά γράμματα, τις τύλιξαν σε μικρά ρολά. Ύστερα πολύ προσεχτικά
και για να μην έχει κανείς παράπονο, πήγαιναν κι άφηναν σε κάθε φωλιά από μια.
«Κι ο παππούς μου είναι ένας πολύ καλός
τραγουδιστής» είπε δειλά ο Τριλιλί στο περιστέρι την ώρα που του έδινε τη δική
του πρόσκληση. «Θα μπορούσε να πάρει κι αυτός μέρος στη συναυλία...»
Επειδή όμως εκείνο ούτε που τον είχε
ακουστά, αναγκάστηκε να του εξηγήσει πως ήταν το μόνο τυφλό πουλί του δάσους.
Πως γι αυτόν τον λόγο δεν έφευγε ποτέ από τη φωλιά του και πως ζούσε ολομόναχος
κρυφά ακόμα κι από τον Θεό.
Δεν χρειάστηκε να πει τίποτα περισσότερο. Τα
δακρυσμένα μάτια και το τρέμουλο της φωνής του τα έλεγαν όλα. Ο φτερωτός
ταχυδρόμος συγκινήθηκε. Και η πρόσκληση για τον γέρο τραγουδιστή ετοιμάστηκε
ώσπου να πεις πιπέρι.
Ο γέρο κότσυφας χάρηκε πάρα πολύ. «Μεγάλη
μου τιμή» ψέλλισε ευτυχισμένος. «Θα τα καταφέρω όμως; Τι λες κι εσύ μικρούλη
μου;» Ο Τριλιλί τότε πείσμωσε κι άρχισε να του δίνει κουράγιο κάθε ώρα.
Η μεγάλη μέρα έφτασε. Τα πουλιά ξύπνησαν πριν
ακόμα χαράξει. Δοκίμαζαν τα λαρύγγια τους. Μαλάκωναν τις φωνές τους με
δροσοσταλιές και ροδομέλι. Χτένιζαν με το ράμφος τις φτερούγες τους και
συγκρατούσαν τα κελαηδίσματα για να μην κουράσουν άσκοπα τη φωνή τους. Ο
Τριλιλί πήρε το μπάνιο του σ’ ένα γουβωτό φύλλο φραγκοσυκιάς κι έτσι
φρεσκολουσμένος πέταξε ως τη φωλιά και ράντισε τον παππού με δροσερό νεράκι.
Ήταν έτοιμοι πια και οι δυο...
Η έναρξη της γιορτής κηρύχτηκε μόλις έσκασε
μύτη η πρώτη ηλιαχτίδα. Το ξέφωτο γέμισε πουλιά. Όμως ούτε και τα ζώα έλειψαν
από τη συναυλία. Με τόση διαφήμιση δεν είχε μείνει ούτε ένα πλάσμα στο δάσος
που να μην το μάθει. Ήρθε λοιπόν η αλεπού με την καινούργια της γούνα. Σε λίγο
και ο ασβός περιποιημένος και μοσχομυριστός. Ξοπίσω κι άλλα ζώα. Η λαγίνα με τη
φαμελιά της, το τσακάλι, ο τυφλοπόντικας, μια κολοβή νυφίτσα, ένας φαφούτης
σκίουρος. Ως και η αγριόγατα με τα τρία πόδια και το κουτσουρεμένο αυτί...
Βρήκαν από μια αναπαυτική θέση και κάθισαν ήσυχα ήσυχα ν’ απολαύσουν το
τραγούδι.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα, σιωπή απλώθηκε
παντού. Ένα ένα τα πουλιά, με την παρτιτούρα στο δεξί, ανέβαιναν στην εξέδρα
και τραγουδούσαν. Και τι δεν ακούστηκε. Τραγούδια παλιά και καινούργια. Άλλα
του τόπου και άλλα από χώρες μακρινές. Τραγούδια αστεία και σοβαρά. Κάθε λογής
και σε κάθε τόνο. Το κοινό χειροκροτούσε ενθουσιασμένο.
Ο γερο κότσυφας ήταν ο τελευταίος στη λίστα.
Βρήκε τη θέση του στα τυφλά, ψαχουλευτά σχεδόν, κι άρχισε το λυπητερό του
τραγούδι. Η καρδιά του Τριλιλί σφίχτηκε από την αγωνία.
Με τις πρώτες νότες στο ακροατήριο απλώθηκε
ένας εκνευριστικός ψίθυρος. Η διάθεσή τους χάλασε μονομιάς. «Δεν ήρθαμε εδώ για
να μελαγχολήσουμε» διαμαρτυρήθηκαν κάποιοι κι άρχισαν σιγά σιγά να σηκώνονται
και να φεύγουν. Πρώτη και καλύτερη η αλεπού, ξοπίσω ο ασβός, μετά το τσακάλι
και ο τυφλοπόντικας και τελευταία η λαγίνα με τα πολλά κουτσούβελα. Ύστερα
άλλοι κι άλλοι. Ακόμα και πολλά από τα πουλιά που ήταν καλεσμένα. Τι βαρεμάρα...
Ο Τριλιλί βούρκωσε. «Καθίστε ν’ ακούσετε και
παρακάτω» παρακαλούσε. «Μη φεύγετε σας παρακαλώ. Το τραγούδι του παππού είναι
πολύ όμορφο...».
Κανένας όμως δεν του έδωσε σημασία. Στο
τέλος στο ακροατήριο είχε μείνει ο αγριόγατος με τα τρία πόδια, η κολοβή
νυφίτσα κι ο φαφούτης σκίουρος. Κι από τα πουλιά η σταχτοσουσουράδα, ένας
γλάρος με σπασμένη φτερούγα, ένας βραχνός κοκκινολαίμης κι ένα χελιδόνι με μισή
ουρά. Ο μικρούλης κότσυφας ήταν τόσο λυπημένος που σκέφτηκε πως ο παππούς του
ήταν πολύ τυχερός που δεν είχε πια τα μάτια του να βλέπει.
Κι αληθινά χαμπάρι δεν φαινόταν πως είχε
πάρει εκείνος απ’ όσα είχαν συμβεί. Συνέχιζε το τραγούδι του ατάραχος με το
κεφάλι στραμμένο προς τον ήλιο. Ήταν ευτυχισμένος, μα ο Τριλιλί ήξερε πως η
ευτυχία του δεν θα κρατούσε πολύ. Κάποια στιγμή θα καταλάβαινε...
Αυτή η στιγμή ωστόσο δεν ήρθε ποτέ. Μόλις
τέλειωσε, ανέβηκαν στην εξέδρα τα πουλιά που ως τώρα δεν είχαν τραγουδήσει. Ο
γλάρος, ο κοκκινολαίμης, το χελιδόνι... Τα τραγούδια τους μιλούσαν για τη ζωή,
για τον ήλιο, τα σύννεφα, τις φυλλωσιές. Μιλούσαν και για τα παθήματα και όλες
τις αναποδιές τους. Ήταν ωστόσο γεμάτα αγάπη, κατανόηση και σεβασμό. Ήταν
όμορφα κι ας έβγαζαν θλίψη και παράπονο... Τελευταία τραγούδησε η
σταχτοσουσουράδα που στο σώμα της δεν είχε το παραμικρό κουσούρι. Εκείνη
διηγήθηκε το φόβο. Την τανάλια δηλαδή που της έσφιγγε την καρδιά και την έκανε να
μην εμπιστεύεται κανέναν. Τι καλή που ήταν τελικά και πόσο την είχαν
παρεξηγήσει...
Ο Τριλιλί τούς άκουσε όλους πολύ προσεχτικά
κι έμεινε σκεφτικός για ώρα πολλή. Μόλις είχε ανακαλύψει μια σπουδαία αλήθεια.
Κατάλαβε πως θα πρέπει να είναι πολύ όμορφη η ζωή για να την επιθυμεί κανείς και να την λατρεύει.
Ακόμα και μέσα στον πόνο του. Ακόμα και με τα τόσα προβλήματά του.
Η συναυλία συνεχίστηκε με πολλά τραγούδια και
πολλούς τραγουδιστές. Γιατί τα πουλιά που ‘φυγαν, ξαναγύρισαν. Και τα ζώα το
ίδιο. Ντροπιασμένα για το φέρσιμό τους και με την ουρά στα σκέλια. Όλοι τους έστηναν
αυτί ν’ ακούσουν. Μάθαιναν την ατυχία των άλλων, συμπονούσαν κι ευχαριστούσαν
τον Θεό που ήταν γερά. Θα μπορούσαν
άνετα να είναι εκείνα στη θέση τους....
...Και το βραβείο στο τέλος δόθηκε -που
αλλού; -στον παππούλη του Τριλιλί.
Από
εκείνη τη μέρα όλα άλλαξαν για τον γέρο κότσυφα. Όλοι τον αποζητούσαν και
γύρευαν το τραγούδι του. Κι εκείνος για να είναι πιο κοντά τους, φώλιασε σ’ ένα
χαμηλότερο κλαδί. Όσο για τη σταχτοσουσουράδα χμ... αυτή δεν άλλαξε
συνήθειες. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει
εντελώς από τους φόβους της και σε κανέναν δεν μαρτύρησε ποτέ την κουρνιά της.
Έγινε όμως πιο καταδεκτική, γιατί κατάλαβε πως οι φίλοι της την δέχονταν όπως
ήταν. Κανείς δεν την αντιπαθούσε πια και κανείς δεν την έλεγε ψηλομύτα. Ζήσανε
λοιπόν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα... Όσο για τον μικρούλη το φίλο μας... Αυτός
μεγάλωσε ώσπου να πεις πιπέρι. Έγινε
ένας όμορφος μελαχρινός κότσυφας με μύτη κατακίτρινη σαν κεχριμπάρι. Με
καρδιά χρυσή γεμάτη τρυφερότητα και συμπόνια. Ο καλύτερος τραγουδιστής του
περιβολιού, να μη σας πω και ολόκληρου
του δάσους...
ΝΙΤΣΑ
ΚΙΑΣΣΟΥ
Γεννήθηκα το 1962 στον
Όρμο Μαραθοκάμπου της Σάμου και ζω πάντα εκεί. Εμφανίστηκα στον χώρο της
λογοτεχνίας το 1990 μ’ ένα θεατρικό έργο για παιδιά που τιμήθηκε με το Β’
Κρατικό βραβείο. Στη συνέχεια βραβεύτηκα επίσης από τη ΓΛΣ για μια ποιητική
συλλογή και δυο μυθιστορήματα. Συνεργάστηκα για πολλά χρόνια με τοπικές
εφημερίδες και περιοδικά. Συνεχίζω να γράφω παραμύθια για παιδιά και ιστορίες
για μεγάλους. Τα βιβλία μου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ΨΥΧΟΓΙΟΥ και
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ.
Ζωγραφιά: Αθηνά Πετούλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;