Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Η Περαδώθε και ο βασιλιάς Κορωναϋιός


Μια φορά κι έναν καιρό -όχι και πολύ παλιά- σε μια χώρα μακρινή και ξένη, που την έλεγαν ‘Περαδώθε’, βασίλευε ένας καλόκαρδος και ευγενικός βασιλιάς, ο βασιλιάς Κορώνας. Όχι. Δεν ήταν αυτό το πραγματικό του όνομα, αλλά ο βασιλιάς λάτρευε τη χρυσή του κορώνα! Δεν την αποχωριζόταν ποτέ, ούτε στον ύπνο μα ούτε και στον ξύπνιο. Την φορούσε ακόμα κι όταν έκανε μπάνιο! 
Ο Κορώνας διοικούσε την Περαδώθε για χρόνια πολλά κι όλα κυλούσαν γοργά. Οι  φασαριόζοι κάτοικοι της ήταν όλο δουλειές, τρέξιμο, βόλτες. Δε προλάβαιναν να μείνουν σπίτι μα ούτε το ήθελαν κιόλας. Γκρίνιαζαν συχνά, γελούσαν σπάνια κι όλο κάτι έτρεχαν να προλάβουν.
Ο Κορώνας είχε πιά γεράσει. Δε τον βαστούσαν άλλο τα πόδια του κι έτσι τα τελευταία χρόνια ήταν συνέχεια καθισμένος στο θρόνο του κι έτριβε τα γόνατα του. Στα 101α γενέθλια του, λοιπόν, κι αφού έφαγε μπόλικη τούρτα σοκολάτα, κάλεσε τον μοναχογιό του, τον Κορωναϋιο να του μιλήσει.
-Γιόκα μου, έχω την εντύπωση πως γέρασα λιγάκι. Δεν μπορώ να βασιλεύω άλλο σε τούτο τον τόπο. Ήρθε πια η ώρα να γίνεις εσύ ο νέος βασιλιάς.
Με δάκρυα στα μάτια και τρέμουλο στα χέρια έβγαλε την αγαπημένη του κορώνα και την έβαλε στο σγουρόμαλλο κεφάλι του γιού του. 
Ο Κορωναϋιός δεν έμοιαζε καθόλου στον πατέρα του παρά μόνο  στο ότι λάτρευε κι εκείνος την κορώνα του. Ήταν εγωιστής, πονηρός και πολύ μονόχνοτος. Του άρεσε να προκαλεί τον λαό με τα καμώματα του, όποτε του έκανε κέφι. Οι κάτοικοι της Περαδώθε δεν πολυσυμπαθούσαν τον νεαρό βασιλιά. Άλλωστε, ήταν απασχολημένοι με χιλιαδυό πράγματα κάθε μέρα και δεν έδιναν σημασία στα καπρίτσια του.
Ένα πρωί ο Κορωναϋιος βαριόταν πολύ. Δεν έβρισκε τίποτα, για να περάσει η ώρα. Αποφάσισε , λοιπόν, να «παίξει» με τους πολυάσχολους κατοίκους της χώρας του. Την ίδια κιόλας μέρα οι εφημεριδοπώλες διέδωσαν το νέο παντού.
-Ακούυυυσατε, ακούσατε! Ο   βασιλιάς Κορωναϋιός μας κλείνει στα σπίτια μας!
-Προκαλώωω, όλους να μείνετε σπίτια σας για ένα μήνα! Δε θα πρέπει να ξεμυτίζετε ούτε βήμα, έλεγε ο βασιλιάς.
Όποιος κατάφερνε να ικανοποιήσει την τρελή επιθυμία του βασιλιά θα κέρδιζε ένα σεντούκι με χρυσά φλουριά! Οι Περαδωθεώτες σάστισαν. Από τη μια πως θα άντεχαν να μη βγουν για ένα μήνα; Από την άλλη λιμπίζονταν τα χρυσά φλουριά!
-Και οι δουλειές μας; , είπαν κάποιοι.
-Και ο καφές μας; , είπαν άλλοι.
-Κομμένα τούτα, κομμένα κι εκείνα! Καραντίνα για ένα μήνα!
Ο κόσμος ζορίστηκε, τα σχολεία έκλεισαν, τα παιδιά έμειναν σπίτι. Οι καφετέριες και τα εστιατόρια έβαλαν λουκέτο, αφού κανένας δεν πατούσε πλέον. Η Περαδώθε έγινε μια χώρα -φάντασμα. Κανένας δεν κυκλοφορούσε στους πλακόστρωτους δρόμους της. Μόνο δυο περιστέρια εμφανίστηκαν μα έφυγαν θυμωμένα που δεν βρήκαν ούτε άνθρωπο, ούτε ψίχουλο.
Οι μέρες περνούσαν κι ο λαός άρχιζε να συνηθίζει τη νέα κατάσταση. Βρήκαν ιδεές να περνούν το χρόνο σπίτι, δούλευαν από εκεί, έγιναν πιο δημιουργικοί και πήραν ανάσα από τις φασαριόζικές ζωές τους. Σταμάτησαν να γκρινιάζουν και έμαθαν να βοηθούν ο ένας τον άλλον. Οι οικογένειες ήρθαν πιο κοντά ,τα ζευγάρια αγαπήθηκαν περισσότερο, τα παιδιά έφτιαχναν τα δικά τους παιχνίδια και σταμάτησαν να ζητούν καινούρια. Οι παππούδες; Γελούσαν και τα μουστάκια τους που η οικογένεια ήταν και πάλι ενωμένη.
Σε όλους είχαν λείψει οι βόλτες στη θάλασσα, οι εκδρομές και ο καφές με θέα την πλατεία. Έμαθαν όμως να μην παραπονιούνται και να εκτιμούν αυτά που είχαν. Ένιωθαν ευγνωμοσύνη να γεμίζει τις καρδίες τους.
Από την άλλη, ο  Κορωναϋιός άρχισε να βαριέται με τούτο το παιχνίδι, αφού κανείς δεν έλεγε να χάσει. Όχι μόνο δεν ξεμύτιζε άνθρωπος από τα σπίτια, αλλά έδειχναν χαρούμενοι ξανά. Ο μήνας μετρούσε ήδη 30 μέρες. Και τι θα έκανε  τώρα με τα φλουριά;
Αγχωμένος με την  κατάσταση έτρεξε να ζητήσει τη συμβουλή του πατέρα του, που μόλις τον άκουσε έβαλε τα γέλια.
- Κορωναϋιέ μου, έπαιξες κι έχασες! Να σου γίνει πλέον μάθημα πως όταν οι άνθρωποι μένουν ενωμένοι δε τους φοβίζει καμία πρόκληση.
Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς ανακοίνωσε πως η καραντίνα τελείωσε και μοίρασε στους κατοίκους τα χρυσά φλουριά. Τα σχολεία άνοιξαν και γέμισαν παιδικές φωνές. Οι δρόμοι και τα μαγαζιά «φόρεσαν» τα ανοιξιάτικα τους. Ο ήλιος έλαμπε ξανά στην Περαδώθε και οι άνθρωποι είχαν γίνει λίγο καλύτεροι. Χαίρονταν με τα μικρά, εκτιμούσαν τα απλά και δε θεωρούσαν τίποτα πια δεδομένο σε αυτή τη ζωή.

ΑΡΙΣΤΗ ΚΟΡΔΩΝΗ

(Τα κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία παρέμβαση)







7 σχόλια:

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;