Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Η μαγική λέξη

 


 

Ήταν κάποτε, στα αρχαία χρόνια, ένας συγγραφέας που είχε πολύ πλούσια φαντασία και όνειρό του ήταν να γράψει ένα βιβλίο, όχι για να το εκδώσει, μα για να το αφήσει να διαβαστεί στον κόσμο αφού πεθάνει. Δεν ζούσε σε σπίτι, αλλά σε μια τρύπα κάτω από ένα βουνό.

Κάθε μέρα έγραφε από μια λέξη σε παπύρους, αλλά καμία δεν τον ικανοποιούσε για να βγει η σωστή πρόταση που ήθελε να σχηματιστεί το μήνυμα του κειμένου του. Έμενε μέρες ολόκληρες νηστικός εκφράζοντας το παράπονό του όχι για την πείνα του, μα για το πως θ’ αλλάξει τον κόσμο με το κείμενό του.

Οι μέρες περνούσαν και ο μυστηριώδης συγγραφέας κόντεψε να υποσιτιστεί. Είχε γράψε χιλιάδες κενές λέξεις στους παπύρους του, αλλά καμία δεν τον ικανοποιούσε. Φανερά εξαντλημένος, βγήκε από το βουνό, και κοίταξε την κορυφή του. Όπως και στη ζωή, έτσι και στα κείμενα φτάνουμε στην κορυφή μόνο όταν σκαρφαλώνουμε και πασχίσουμε για το καλύτερο. Όσο πλούσια φαντασία κι αν έχουμε, όσο συγγραφικό ταλέντο κι αν διαθέτουμε, αν δεν παλέψουμε δεν θα βρούμε αυτή τη «μαγική» λέξη που ψάχνουμε.

Μόλις το κατάλαβε αυτό, ο συγγραφέας, παρόλη την εξάντλησή του, άρχισε να σκαρφαλώνει το χρυσό βουνό. Δεν πρόλαβε όμως να φτάσει στην κορυφή. Η Τραγουδίστρια των κειμένων αναγνώρισε την προσπάθειά του και εμφανίστηκε μπροστά του. Ο θρύλος έλεγε πως η Τραγουδίστρια αυτή εμφανιζόταν μόνο στους πραγματικά άξιους συγγραφείς για να τους δώσει σοφία και σύνεση.

Ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος έμεινε άφωνος από το κάλος και την καλλίγραμμη κορμοστασιά της. Εκείνη, με ένα πλατύ χαμόγελο, του αφιέρωσε ένα τραγούδι, αφού ανακοίνωσε πως μέσα από τους στοίχους θα βρει τη λέξη που έψαχνε τόσο καιρό.

Ο συγγραφέας μας άκουσε με πολλή προσοχή όλο το τραγούδι της. Μολονότι μπορούσε να τον αποσπάσει η βελούδινη φωνή της και να χάσει τη λέξη που ήθελε ν’ ακούσει, εκείνος δεν υπέκυψε. Άκουσε όλο το άσμα. Η Τραγουδίστρια εξαφανίστηκε χωρίς ελπίδα επιστροφής.

Ο συγγραφέας κατάλαβε ποια λέξη έπρεπε ν’ ακούσει. Αλλά το παράδοξο είναι πως δεν της έδωσε σημασία. Του καρφώθηκε στο μυαλό μια άλλη ξεχασμένη λέξη της, που στο κάτω κάτω ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε.

Την αποτύπωσε στον τελευταίο πάπυρό του που δεν είχε άλλο χώρο να γράψει παραγράφους, προτάσεις, λέξεις ούτε καν γράμματα. Δεν γράφτηκε τίποτ’ άλλο σ’ αυτόν τον πάπυρο, ούτε ο συγγραφέας έγραψε ξανά γιατί έπεσε σε βαθύ ύπνο και δεν ξύπνησε ποτέ πια.

Πέρασαν αιώνες από τότε. Μια ξακουστή συγγραφέας της μοντέρνας εποχής, παρέα μ’ έναν αρχαιολόγο, ανακάλυψαν το βουνό κι αφού το εξερεύνησαν, βρήκαν τα οστά του συγγραφέα μαζί με τους περιβόητους παπύρους. Η περίφημη συγγραφέας τούς άνοιξε, διάβασε όλες τις λέξεις που περιείχαν μαζί με την τελευταία.

Με το που τη διάβασε, τύλιξε στα γρήγορα, έντρομη, τα γραπτά και τον πέταξε στην κοντινή λίμνη, με σκοπό όλες οι σελίδες να λιώσουν για πάντα… «Μα τι συνέβη; Τι ήταν αυτό που διάβασες και ταράχτηκες για να καταστρέψεις μάλιστα αυτό το βιβλίο;» τη ρώτησε κατάπληκτος ο αρχαιολόγος.

Κι εκείνη αποκρίθηκε: «Δεν έχει καμιά σημασία πια! Όπως όλοι γνωρίζουν σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός. Αφιέρωσα όλη μου τη ζωή στο να γράφω υπέροχα βιβλία κι η μαγική λέξη που διάβασα σε κείνο το βιβλίο, ολοκλήρωσε το ταξίδι μου. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Τώρα δεν μπορώ να ξαναγράψω, κατά συνέπεια ούτε να ταξιδέψω ξανά. Αλλά μπορώ να εμπνεύσω,!»

Η αινιγματική πια συγγραφέας έβγαλε το δικό της τετράδιο, έγραψε μια λέξη σ’ αυτό, το έθαψε κάτω από τα πόδια της, γονάτισε στη γη και δεν κουνήθηκε ούτε μίλησε για το υπόλοιπο της ζωής της.

Ο αρχαιολόγος δεν ξαναπλησίασε ποτέ εκείνο το μέρος και παραιτήθηκε από τη δουλειά του χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν για τη μαγική λέξη.

Πέρασαν τα χρόνια… Πολλοί νέοι συγγραφείς έψαχναν ακόμα την τελειότητα τόσο στα κείμενά τους όσο και στη ζωή. Αλλά κανείς δεν κατάφερε να τη βρει. Κι αυτό ακριβώς ήθελε να πετύχει ο αρχαίος συγγραφέας.

Ανεβείτε ανηφόρες. Περπατήστε στα πιο κοφτά και σκληρά βράχια. Ν’ ανεβάζετε τον πήχη. Γράψτε! Ζωγραφίστε! Μόνο όσοι κυνηγάνε το καλύτερο, είναι αυτοί που θα κερδίσουν περισσότερη πνευματική τροφή. Κι ας μη βρουν το τέλειο ποτέ...

 

Νίκος Πολυχρονόπουλος

(κείμενο και εικόνα)

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Ο κύκνος

 


Στο πάρκο ήτανε μια λίμνη. Στη λίμνη ζούσε ένας κύκνος. Το μεγαλύτερο αξιοθέατο του πάρκου. Μια μέρα εξαφανίστηκε ο κύκνος. Τον κλέψανε κάτι αλήτες.

Ο Οργανισμός Δημοσίων Κήπων αγόρασε καινούργιο κύκνο. Δημιουργήθηκε ειδική θέση φύλακα για να προστατεύει τον κύκνο, να μην έχει την τύχη του προκατόχου του.

Η θέση αυτή ανατέθηκε σ’ έναν γεράκο που ζούσε μονάχος κι έρημος χρόνια ολόκληρα. Όταν ανέλαβε αυτή τη δουλειά, είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα τα βράδια. Το πάρκο ήταν έρημο. Ενόσω περιπολούσε στη λίμνη, ο γέρος έριχνε μια ματιά στον κύκνο, αλλά μερικές φορές αφηνόταν να κοιτάζει τ’ αστέρια. Κρύωνε. Θα ήταν όμορφα, σκέφτηκε, να ρίξει μια ματιά στο μικρό εστιατόριο που είναι κοντά στο πάρκο. Άρχισε να βαδίζει προς τα κει αλλά θυμήθηκε τον κύκνο. Μπορεί να τον κλέβανε όσο θα έλειπε. Θα ‘χανε τη δουλειά του. Έπρεπε να το ξεχάσει λοιπόν.

Αλλά το κρύο συνέχισε να τον περονιάζει, μεγαλώνοντας τη μοναξιά του. Στο τέλος αποφάσισε να πάει στο εστιατόριο και να πάρει μαζί του τον κύκνο. Ακόμα κι αν ερχόταν κανείς στο πάρκο, όσο θα λείπανε, για ν’  αναπνεύσει τον καθαρό αέρα στην ομορφιά της φύσης, δεν θα πρόσεχε αμέσως την απουσία του κύκνου. Η νύχτα ήταν γεμάτη αστέρια βέβαια, αλλά δεν είχε φεγγάρι. Και, το πιο σπουδαίο, θα γυρίζανε γρήγορα.

Στο εστιατόριο τούς υποδέχτηκε ένα ανακουφιστικό κύμα ζεστού αέρα γεμάτο με γαργαλιστικές μυρωδιές από το μαγείρεμα των φαγητών. Ο γέρος έβαλε τον κύκνο να καθίσει απέναντί του στο τραπέζι και κάθισε κι αυτός. Έτσι μπορούσε να παρακολουθεί τον κύκνο, ενώ θα έτρωγε το φαγητό του. Για να ζεσταθεί, παράγγειλε ένα ποτηράκι βότκα.

Ενόσω έτρωγε μια μερίδα αρνίσιο κρέας, και το χαιρόταν μάλιστα πολύ, παρατήρησε ότι ο κύκνος τον κοίταζε με δυστυχισμένο ύφος. Ο γέρος λυπήθηκε το φτωχούλη κύκνο. Νιώθοντας την επιτιμητική ματιά του του κόπηκε κάθε όρεξη για φαΐ. Έπειτα του ήρθε μια ιδέα. Φώναξε τον σερβιτόρο και παράγγειλε ένα ψωμάκι και λίγη ζεστή μπίρα με ζάχαρη. Βούτηξε το ψωμάκι στην μπίρα και το ‘δωσε στον κύκνο, που γρήγορα ξαναβρήκε τα κέφια του. Μετά το φαγητό, ικανοποιημένοι και ξανανιωμένοι, ξαναγύρισαν στο πόστο τους.

Το άλλο βράδυ έκανε περισσότερο κρύο. Τ’ αστέρια φαίνονταν ασυνήθιστα λαμπερά και ο γερο-φύλακας ένιωθε το κάθε αστέρι σαν παγωμένο καρφί μπηγμένο στη ζεστή αλλά μοναχική καρδιά του. Ωστόσο, αντιστάθηκε στον πειρασμό να ξαναπάει, γι’  άλλη μια φορά, στο εστιατόριο.

Στο κέντρο της λίμνης φάνηκε ο κύκνος∙  τ’  άσπρα φτερά του άστραφταν κάτω απ’  το φως των αστεριών.

Η σκέψη ενός ζωντανού πλάσματος μέσα στο νερό, μια τέτοια παγωμένη νύχτα, έκανε τον γέρο ν’  ανατριχιάσει.

Ο φτωχούλης κύκνος άξιζε καλύτερη τύχη. Ο γερο-φύλακας ήταν σίγουρος ότι ο κύκνος θα καλοδεχόταν λίγη ζεστασιά και κάμποσο φαγητό.

Τον πήρε λοιπόν στην αγκαλιά του και τον κουβάλησε μαζί του στο εστιατόριο.

Άλλη μια νύχτα γεμάτη παγωνιά, κι ο γέρος να βασανίζεται απ’ τη θλίψη. Τούτη τη φορά το ‘χε πάρει απόφαση να μην πάει στο εστιατόριο γιατί, την προηγούμενη νύχτα, αφότου γύρισαν, ο κύκνος χόρευε και τραγουδούσε πολύ παράξενα.

Κάθισε λοιπόν στην άκρη της λίμνης, στο άδειο παγωμένο πάρκο, και κοίταζε τον ουρανό. Ξαφνικά, ένιωσε να του τραβάνε το παντελόνι. Ήταν ο κύκνος που κάτι του ζητούσε. Πήγανε λοιπόν.

Έναν μήνα αργότερα, τόσο ο φύλακας όσο και ο κύκνος απολύθηκαν από τη δουλειά τους. Ο κύκνος: τον είδανε να κολυμπάει περίεργα στο νερό, ακόμα και τη μέρα. Μια μητέρα που είχε φέρει τα παιδάκια της στο πάρκο για να δουν τον κύκνο, παραπονέθηκε στις αρχές, από καθαρό ενδιαφέρον, βέβαια, για τη νεολαία.

Ακόμη και στην κατώτερη θέση, ο κάτοχός της, πρέπει να έχει κάποιες ηθικές αρχές.

Slavomir Mrozek