Ήταν
κάποτε, στα αρχαία χρόνια, ένας συγγραφέας που είχε πολύ πλούσια φαντασία και
όνειρό του ήταν να γράψει ένα βιβλίο, όχι για να το εκδώσει, μα για να το
αφήσει να διαβαστεί στον κόσμο αφού πεθάνει. Δεν ζούσε σε σπίτι, αλλά σε μια
τρύπα κάτω από ένα βουνό.
Κάθε
μέρα έγραφε από μια λέξη σε παπύρους, αλλά καμία δεν τον ικανοποιούσε για να
βγει η σωστή πρόταση που ήθελε να σχηματιστεί το μήνυμα του κειμένου του. Έμενε
μέρες ολόκληρες νηστικός εκφράζοντας το παράπονό του όχι για την πείνα του, μα
για το πως θ’ αλλάξει τον κόσμο με το κείμενό του.
Οι
μέρες περνούσαν και ο μυστηριώδης συγγραφέας κόντεψε να υποσιτιστεί. Είχε γράψε
χιλιάδες κενές λέξεις στους παπύρους του, αλλά καμία δεν τον ικανοποιούσε.
Φανερά εξαντλημένος, βγήκε από το βουνό, και κοίταξε την κορυφή του. Όπως και
στη ζωή, έτσι και στα κείμενα φτάνουμε στην κορυφή μόνο όταν σκαρφαλώνουμε και
πασχίσουμε για το καλύτερο. Όσο πλούσια φαντασία κι αν έχουμε, όσο συγγραφικό
ταλέντο κι αν διαθέτουμε, αν δεν παλέψουμε δεν θα βρούμε αυτή τη «μαγική» λέξη
που ψάχνουμε.
Μόλις
το κατάλαβε αυτό, ο συγγραφέας, παρόλη την εξάντλησή του, άρχισε να σκαρφαλώνει
το χρυσό βουνό. Δεν πρόλαβε όμως να φτάσει στην κορυφή. Η Τραγουδίστρια των κειμένων
αναγνώρισε την προσπάθειά του και εμφανίστηκε μπροστά του. Ο θρύλος έλεγε πως η
Τραγουδίστρια αυτή εμφανιζόταν μόνο στους πραγματικά άξιους συγγραφείς για να
τους δώσει σοφία και σύνεση.
Ο
ταλαιπωρημένος άνθρωπος έμεινε άφωνος από το κάλος και την καλλίγραμμη
κορμοστασιά της. Εκείνη, με ένα πλατύ χαμόγελο, του αφιέρωσε ένα τραγούδι, αφού
ανακοίνωσε πως μέσα από τους στοίχους θα βρει τη λέξη που έψαχνε τόσο καιρό.
Ο
συγγραφέας μας άκουσε με πολλή προσοχή όλο το τραγούδι της. Μολονότι μπορούσε
να τον αποσπάσει η βελούδινη φωνή της και να χάσει τη λέξη που ήθελε ν’
ακούσει, εκείνος δεν υπέκυψε. Άκουσε όλο το άσμα. Η Τραγουδίστρια εξαφανίστηκε
χωρίς ελπίδα επιστροφής.
Ο
συγγραφέας κατάλαβε ποια λέξη έπρεπε ν’ ακούσει. Αλλά το παράδοξο είναι πως δεν
της έδωσε σημασία. Του καρφώθηκε στο μυαλό μια άλλη ξεχασμένη λέξη της, που στο
κάτω κάτω ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε.
Την
αποτύπωσε στον τελευταίο πάπυρό του που δεν είχε άλλο χώρο να γράψει
παραγράφους, προτάσεις, λέξεις ούτε καν γράμματα. Δεν γράφτηκε τίποτ’ άλλο σ’
αυτόν τον πάπυρο, ούτε ο συγγραφέας έγραψε ξανά γιατί έπεσε σε βαθύ ύπνο και
δεν ξύπνησε ποτέ πια.
Πέρασαν
αιώνες από τότε. Μια ξακουστή συγγραφέας της μοντέρνας εποχής, παρέα μ’ έναν αρχαιολόγο,
ανακάλυψαν το βουνό κι αφού το εξερεύνησαν, βρήκαν τα οστά του συγγραφέα μαζί
με τους περιβόητους παπύρους. Η περίφημη συγγραφέας τούς άνοιξε, διάβασε όλες
τις λέξεις που περιείχαν μαζί με την τελευταία.
Με
το που τη διάβασε, τύλιξε στα γρήγορα, έντρομη, τα γραπτά και τον πέταξε στην
κοντινή λίμνη, με σκοπό όλες οι σελίδες να λιώσουν για πάντα… «Μα τι συνέβη; Τι
ήταν αυτό που διάβασες και ταράχτηκες για να καταστρέψεις μάλιστα αυτό το
βιβλίο;» τη ρώτησε κατάπληκτος ο αρχαιολόγος.
Κι
εκείνη αποκρίθηκε: «Δεν έχει καμιά σημασία πια! Όπως όλοι γνωρίζουν σημασία
έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός. Αφιέρωσα όλη μου τη ζωή στο να γράφω
υπέροχα βιβλία κι η μαγική λέξη που διάβασα σε κείνο το βιβλίο, ολοκλήρωσε το
ταξίδι μου. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Τώρα δεν μπορώ να ξαναγράψω, κατά
συνέπεια ούτε να ταξιδέψω ξανά. Αλλά μπορώ να εμπνεύσω,!»
Η
αινιγματική πια συγγραφέας έβγαλε το δικό της τετράδιο, έγραψε μια λέξη σ’
αυτό, το έθαψε κάτω από τα πόδια της, γονάτισε στη γη και δεν κουνήθηκε ούτε
μίλησε για το υπόλοιπο της ζωής της.
Ο
αρχαιολόγος δεν ξαναπλησίασε ποτέ εκείνο το μέρος και παραιτήθηκε από τη
δουλειά του χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν για τη μαγική λέξη.
Πέρασαν
τα χρόνια… Πολλοί νέοι συγγραφείς έψαχναν ακόμα την τελειότητα τόσο στα κείμενά
τους όσο και στη ζωή. Αλλά κανείς δεν κατάφερε να τη βρει. Κι αυτό ακριβώς
ήθελε να πετύχει ο αρχαίος συγγραφέας.
…
Ανεβείτε ανηφόρες.
Περπατήστε στα πιο κοφτά και σκληρά βράχια. Ν’ ανεβάζετε τον πήχη. Γράψτε!
Ζωγραφίστε! Μόνο όσοι κυνηγάνε το καλύτερο, είναι αυτοί που θα κερδίσουν
περισσότερη πνευματική τροφή. Κι ας μη βρουν το τέλειο ποτέ...
Νίκος
Πολυχρονόπουλος
(κείμενο
και εικόνα)