Στο πάρκο ήτανε μια
λίμνη. Στη λίμνη ζούσε ένας κύκνος. Το μεγαλύτερο αξιοθέατο του πάρκου. Μια
μέρα εξαφανίστηκε ο κύκνος. Τον κλέψανε κάτι αλήτες.
Ο Οργανισμός Δημοσίων
Κήπων αγόρασε καινούργιο κύκνο. Δημιουργήθηκε ειδική θέση φύλακα για να
προστατεύει τον κύκνο, να μην έχει την τύχη του προκατόχου του.
Η θέση αυτή ανατέθηκε
σ’ έναν γεράκο που ζούσε μονάχος κι έρημος χρόνια ολόκληρα. Όταν ανέλαβε αυτή
τη δουλειά, είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα τα βράδια. Το πάρκο ήταν έρημο. Ενόσω
περιπολούσε στη λίμνη, ο γέρος έριχνε μια ματιά στον κύκνο, αλλά μερικές φορές
αφηνόταν να κοιτάζει τ’ αστέρια. Κρύωνε. Θα ήταν όμορφα, σκέφτηκε, να ρίξει μια
ματιά στο μικρό εστιατόριο που είναι κοντά στο πάρκο. Άρχισε να βαδίζει προς τα
κει αλλά θυμήθηκε τον κύκνο. Μπορεί να τον κλέβανε όσο θα έλειπε. Θα ‘χανε τη
δουλειά του. Έπρεπε να το ξεχάσει λοιπόν.
Αλλά το κρύο συνέχισε
να τον περονιάζει, μεγαλώνοντας τη μοναξιά του. Στο τέλος αποφάσισε να πάει στο
εστιατόριο και να πάρει μαζί του τον κύκνο. Ακόμα κι αν ερχόταν κανείς στο
πάρκο, όσο θα λείπανε, για ν’ αναπνεύσει
τον καθαρό αέρα στην ομορφιά της φύσης, δεν θα πρόσεχε αμέσως την απουσία του
κύκνου. Η νύχτα ήταν γεμάτη αστέρια βέβαια, αλλά δεν είχε φεγγάρι. Και, το πιο
σπουδαίο, θα γυρίζανε γρήγορα.
Στο εστιατόριο τούς
υποδέχτηκε ένα ανακουφιστικό κύμα ζεστού αέρα γεμάτο με γαργαλιστικές μυρωδιές
από το μαγείρεμα των φαγητών. Ο γέρος έβαλε τον κύκνο να καθίσει απέναντί του
στο τραπέζι και κάθισε κι αυτός. Έτσι μπορούσε να παρακολουθεί τον κύκνο, ενώ
θα έτρωγε το φαγητό του. Για να ζεσταθεί, παράγγειλε ένα ποτηράκι βότκα.
Ενόσω έτρωγε μια μερίδα
αρνίσιο κρέας, και το χαιρόταν μάλιστα πολύ, παρατήρησε ότι ο κύκνος τον
κοίταζε με δυστυχισμένο ύφος. Ο γέρος λυπήθηκε το φτωχούλη κύκνο. Νιώθοντας την
επιτιμητική ματιά του του κόπηκε κάθε όρεξη για φαΐ. Έπειτα του ήρθε μια ιδέα.
Φώναξε τον σερβιτόρο και παράγγειλε ένα ψωμάκι και λίγη ζεστή μπίρα με ζάχαρη.
Βούτηξε το ψωμάκι στην μπίρα και το ‘δωσε στον κύκνο, που γρήγορα ξαναβρήκε τα
κέφια του. Μετά το φαγητό, ικανοποιημένοι και ξανανιωμένοι, ξαναγύρισαν στο
πόστο τους.
Το άλλο βράδυ έκανε
περισσότερο κρύο. Τ’ αστέρια φαίνονταν ασυνήθιστα λαμπερά και ο γερο-φύλακας
ένιωθε το κάθε αστέρι σαν παγωμένο καρφί μπηγμένο στη ζεστή αλλά μοναχική
καρδιά του. Ωστόσο, αντιστάθηκε στον πειρασμό να ξαναπάει, γι’ άλλη μια φορά, στο εστιατόριο.
Στο κέντρο της λίμνης
φάνηκε ο κύκνος∙ τ’ άσπρα φτερά του άστραφταν κάτω απ’ το φως των αστεριών.
Η σκέψη ενός ζωντανού
πλάσματος μέσα στο νερό, μια τέτοια παγωμένη νύχτα, έκανε τον γέρο ν’ ανατριχιάσει.
Ο φτωχούλης κύκνος
άξιζε καλύτερη τύχη. Ο γερο-φύλακας ήταν σίγουρος ότι ο κύκνος θα καλοδεχόταν
λίγη ζεστασιά και κάμποσο φαγητό.
Τον πήρε λοιπόν στην
αγκαλιά του και τον κουβάλησε μαζί του στο εστιατόριο.
Άλλη μια νύχτα γεμάτη
παγωνιά, κι ο γέρος να βασανίζεται απ’ τη θλίψη. Τούτη τη φορά το ‘χε πάρει
απόφαση να μην πάει στο εστιατόριο γιατί, την προηγούμενη νύχτα, αφότου
γύρισαν, ο κύκνος χόρευε και τραγουδούσε πολύ παράξενα.
Κάθισε λοιπόν στην άκρη
της λίμνης, στο άδειο παγωμένο πάρκο, και κοίταζε τον ουρανό. Ξαφνικά, ένιωσε
να του τραβάνε το παντελόνι. Ήταν ο κύκνος που κάτι του ζητούσε. Πήγανε λοιπόν.
Έναν μήνα αργότερα,
τόσο ο φύλακας όσο και ο κύκνος απολύθηκαν από τη δουλειά τους. Ο κύκνος: τον
είδανε να κολυμπάει περίεργα στο νερό, ακόμα και τη μέρα. Μια μητέρα που είχε
φέρει τα παιδάκια της στο πάρκο για να δουν τον κύκνο, παραπονέθηκε στις αρχές,
από καθαρό ενδιαφέρον, βέβαια, για τη νεολαία.
Ακόμη και στην κατώτερη
θέση, ο κάτοχός της, πρέπει να έχει κάποιες ηθικές αρχές.
Slavomir
Mrozek
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;