Δεν το κρύβω, όλοι το
ξέρουν: αγαπώ το Κακό. Τρελαίνομαι να βλέπω τους άλλους να υποφέρουν, να πονούν,
να καταστρέφονται. Ζω για ν’ αντικρίζω τόπους ρημαγμένους. Σπίτια έρημα. Παιδιά
με δάκρυα στα μάτια. Ανθρώπους με τον φόβο και την απόγνωση ζωγραφισμένα στα
πρόσωπά τους.
Η
όψη μου είναι άγρια. Είμαι πανύψηλος, γυμνασμένος, γεμάτος αυτοπεποίθηση. Στο
πέρασμά μου σαρώνω τα πάντα. Μονίμως ντυμένος με ρούχα στρατιωτικά. Σπάνια
βγάζω τις αρβύλες μου. Το κράνος δεν λείπει ποτέ απ’ το κεφάλι μου. Μαλλιά
κοντοκουρεμένα. Φρύδια πυκνά. Μάτια μαύρα, σαν κάρβουνα. Χαμογελώ μόνο όταν
πετυχαίνω τους στόχους μου. Όταν κατορθώνω να σπείρω τον πανικό, τον τρόμο, τη
φρίκη. Μόνιμος σύντροφος και συνοδός ο πιστός λύκος μου.
Κάποιος
που να μην το γνωρίζει, δεν υπάρχει: εκείνη λατρεύει το Καλό. Στο πέρασμά της
τα δέντρα πρασινίζουν, τα λουλούδια ανθίζουν, η φύση ξαναγεννιέται. Πόλεις και
χωριά ζωντανεύουν και πάλι. Τα σπίτια γεμίζουν με γέλια. Τα παιδιά παίζουν
ξέγνοιαστα στις γειτονιές. Οι ψυχές γαληνεύουν. Η αισιοδοξία επιστρέφει.
Η
όψη της είναι αγγελική. Λεπτεπίλεπτη, ήρεμη, σίγουρη για τον εαυτό της. Απ’
όπου περνάει, αφήνει πίσω της μια αύρα ελπίδας. Μονίμως ντυμένη στα λευκά. Τα
μαλλιά της μακριά και κατάξανθα, σαν χρυσάφι. Τα μάτια γαλάζια, όπως η θάλασσα.
Απ’ τα κερασένια χείλη της δεν φεύγει ποτέ το χαμόγελο. Όταν περπατάει με τα
λεπτά της σανδάλια, είναι σαν μην πατάει στη γη. Μόνιμος σύντροφος και συνοδός το
πιστό περιστέρι της.
Δεν
θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Προετοιμαζόμουν μήνες γι’ αυτή
τη νίκη. Όταν τελείωσαν όλα, την αναζήτησα. Είχα μεγάλη περιέργεια να τη
γνωρίσω. Μου είπαν πως θα την έβρισκα κρυμμένη σε μία σπηλιά. Δεν ήταν αλήθεια.
Ήταν έξω. Τριγύριζε. Έψαχνε για ζωή στα συντρίμμια. Γύρω της ένα τσούρμο
μυξιάρικα, γαντζωμένα απ’ το τρύπιο φουστάνι της. Στην αγκαλιά της κρατούσε το
περιστέρι. Τα φτερά του πρέπει να είχαν λαβωθεί, γιατί δυσκολευόταν να πετάξει.
Λίγο πιο πίσω μερικές εξαθλιωμένες γυναίκες έσερναν κατάκοπες τους γέροντες και
τους τραυματίες. Απόλυτη αντίθεση με τη δική μας εικόνα. Αναρίθμητοι αγέρωχοι
στρατιώτες, σε απόλυτη συμμετρία, ακολουθούσαν εμένα και τον πιστό σύντροφό
μου.
«Μην
πλησιάζεις!» μου είπε αυστηρά, όταν με αντίκρισε.
Δεν
μπορούσα να πιστέψω ότι εκείνη η δυνατή, αποφασισμένη φωνή, έβγαινε απ’ το
μικροκαμωμένο πλάσμα που είχα μπροστά μου.
«Και
με ποιον τρόπο θα με εμποδίσεις;» τη ρώτησα γελώντας.
Κάτι
ψιθύρισε στο περιστέρι. Εκείνο προσπάθησε να πετάξει. Δυο τρεις φορές έπεσε, μα
δεν το έβαλε κάτω. Όταν τελικά τα κατάφερε, φτερούγισε πάνω απ’ τους άντρες
μου.
Ένας
ένας, λες και τους μάγευε, άφηναν τη σειρά τους κι έτρεχαν στο κακομοιριασμένο
πλήθος. Άλλος πρόσφερε ψωμί στα παιδιά, άλλος την κάπα του στους γέροντες, άλλος
νερό στους τραυματίες κι όλοι κοίταζαν εκείνη μες στα μάτια, σαν να περίμεναν
οδηγίες της.
Στο
τέλος απέναντί της μείναμε μόνο εγώ κι ο λύκος, ο λύκος κι εγώ.
Μου
έγνεψε να πάω κοντά της. Να δώσουμε τα χέρια. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα σαν
κυνηγημένος.
Από
εκείνη τη στιγμή έβαλα τα δυνατά μου. Οι επιτυχίες μου πολλαπλασιάστηκαν.
Πέρασαν χρόνια. Και πάλι δεν ησύχασα από δαύτη. Την έβρισκα στον δρόμο μου ξανά
και ξανά, πότε μπροστά και πότε πίσω μου.
Μια
μέρα, θυμάμαι, την αντάμωσα σ’ έναν τόπο μακρινό, καταχείμωνο. Η παγωνιά
σπιρούνιαζε το σώμα μου, παρόλο που ήμουν εξοπλισμένος με την πιο ζεστή φορεσιά
μου. Ήταν ντυμένη με το λευκό φουστανάκι της, γεμάτο παράταιρα μπαλώματα. Στα
πόδια της δεν υπήρχαν τα γνώριμα σανδάλια. Μα ούτε και κάλτσες φορούσε. Για
πανωφόρι, ούτε συζήτηση. Ήταν σκυμμένη και φρόντιζε μια κοπελίτσα, γεμάτη
τραύματα, σχεδόν πεθαμένη.
Όταν
αντιλήφθηκε την παρουσία μου, γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε. Πρώτη φορά η
ματιά της έμοιαζε τόσο κουρασμένη, τόσο αβέβαιη. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε.
Πλησίασα, έβγαλα το γούνινο παλτό μου και το έριξα στους ώμους της. Ένας
ολόλαμπρος ήλιος φάνηκε στον ουρανό. Τα χιόνια κι οι πάγοι έλιωσαν. Τα δέντρα
γέμισαν φύλλα και καρπούς. Μοσχοβόλησε ο τόπος απ’ τα λουλούδια που άνθισαν. Τα
τραύματα της κοπέλας γιατρεύτηκαν. Σηκώθηκε χαρούμενη. Άνθρωποι άρχισαν να
καταφθάνουν από κάθε γωνιά. Αγκαλιές και φιλιά. Φιλιά κι αγκαλιές. Και δάκρυα
χαράς. Ένα κορίτσι έσυρε τον χορό, τραγουδώντας μια γλυκιά μελωδία. Την
ακολούθησαν κι άλλοι. Κι άλλοι. Κι άλλοι. Όλη αυτή την ώρα στεκόταν δίπλα μου.
Το πρόσωπό της έγινε πάλι όπως παλιά. Γαλήνιο. Όμορφο. Σαν μεθυσμένος άπλωσα το
χέρι μου, ετοιμάστηκα ν’ αγγίξω το δικό της και να μπω και γω, μαζί της, στον
χορό. Τότε κατέφθασε ο λύκος. Κρατούσε στο στόμα του έναν αιχμάλωτο λαγό. Τον
έριξε στα πόδια μου. Στη θέα του ανατρίχιασα, όμως συνήλθα. Θυμήθηκα τον σκοπό
μου. Η μυρωδιά της μάχης και του θανάτου -τόσο οικείες κι αγαπημένες-
επέστρεψαν στα ρουθούνια μου. Μάταια με ικέτευε με το βλέμμα. Την έσπρωξα μ’
όλη μου τη δύναμη. Έπεσε κάτω. Όλα σκοτείνιασαν. Δεν έμεινε τίποτα που να μην
κρυσταλλώσει απ’ την παγωνιά που επέστρεψε χειρότερη από ποτέ. Το πλήθος
διαλύθηκε κακήν κακώς. Όλοι έτρεξαν να κρυφτούν στα καταφύγιά τους. Την
εγκατέλειψαν ολομόναχη. Τότε φάνηκε το περιστέρι. Φτερούγισε για λίγο πάνω απ’
το κεφάλι της. Μία περίεργη αίσθηση πλημμύρισε την ύπαρξή μου. Άρχισα να τρέχω,
να τρέχω ασταμάτητα. Χωρίς προορισμό. Ένας ατρόμητος νικητής, για πρώτη φορά
νικημένος απ’ τα ίδια του τα αισθήματα.
Μετά
απ’ αυτό ήταν η δική της σειρά να με κατατροπώσει. Οι νίκες της διαδέχονταν η
μία την άλλη. Η επικράτησή της ήταν ένας μεγάλος, ένας τεράστιος θρίαμβος.
Κρυμμένος στη σπηλιά μου, σκεφτόμουν μέρα νύχτα ποια βήματα θα έκανα στη
συνέχεια. Για πρώτη φορά δεν μπορούσα να πάρω καμία απόφαση.
Ένα
πρωινό άκουσα φωνές. Κρυφοκοιτώντας από μια μικρή χαραμάδα, είδα δύο ομάδες
ανθρώπων να τσακώνονται. Ήταν οι κάτοικοι των διπλανών χωριών. Τους άκουγα να
λογοφέρουν έντονα.
«Η
γη αυτή μας ανήκει!» φώναζαν κάποιοι.
«Τώρα
την κατακτήσαμε, είναι δική μας!» απαντούσαν από την άλλη πλευρά.
Η
λογομαχία συνεχιζόταν για ώρα. Η αδρεναλίνη μου είχε ανέβει στα ύψη. Με το ζόρι
κρατούσα τον λύκο, για να μη χιμήξει. Η αλήθεια είναι πως ήθελα κι εγώ να βγω,
να μοιράσω τα όπλα που είχα κρυμμένα. Να κάνω την αρχή. Κι έπειτα να τους βλέπω
να σκοτώνονται. Ν’ απολαμβάνω το θέαμα της καταστροφής.
Απ’
τη μια στιγμή στην άλλη σώπασαν όλοι. Ανάμεσά τους είδα να στέκεται μια
γυναικεία φιγούρα. Ένα περιστέρι πετούσε πότε στη μία και πότε στην άλλη
πλευρά. Είδα κεφάλια να σκύβουν. Ανθρώπους που, μέχρι πριν λίγη ώρα τσακώνονταν
για ένα μικρό κομματάκι γης, να δίνουν τα χέρια. Να φεύγουν αγκαλιασμένοι.
Μονοιασμένοι.
«Όχι
πάλι!» μονολόγησα.
Ο
λύκος έφυγε απ’ τα χέρια μου και όρμησε καταπάνω της. Ήμουν σίγουρος πως θα την
κατασπάραζε. Πριν τρέξω να τον προλάβω, επέστρεψε με κατεβασμένο κεφάλι,
κλαψουρίζοντας.
Αυτή
η γυναίκα δεν είχε όπλα. Ούτε απειλούσε ούτε φώναζε ούτε χτυπούσε. Κι όμως
κανείς δεν την πείραζε. Κανείς δεν της έκανε κακό. Αντιθέτως, όλοι την
υπάκουγαν, τη σέβονταν και την αγαπούσαν.
«Αχ
βρε Άρη, πάλι μας κατατρόπωσε η…».
Ξαφνικά
συνειδητοποίησα πως δεν γνώριζα τ’ όνομά της και ένιωσα μια έντονη επιθυμία να
το μάθω.
Έβαλα
λυτούς και δεμένους να ερευνήσουν. Από κανέναν δεν πήρα την ίδια απάντηση. Άλλος
μου είπε πως μπορεί να τη λένε Αγάπη. Άλλος μου είπε πως ίσως τη λένε Γαλήνη.
Άλλος Ελπίδα. Άλλος Ζωή. Άλλος Θαύμα. Καλοσύνη. Λευτεριά. Ομορφιά. Σοφία. Χαρά.
Εγώ
επέμενα να μάθω το αληθινό όνομά της. Τα όπλα μου, αχρησιμοποίητα για καιρό,
σκούριασαν. Η στρατιωτική μου στολή ξεθώριασε. Τα μαλλιά μου μάκρυναν. Την
έψαχνα όπου άκουγα τραγούδια και γέλια. Ρωτούσα γι’ αυτή στις ανθοστόλιστες
γειτονιές. Στις παιδικές χαρές και στις πλατείες. Όταν την εντόπισα σ’ ένα
νοσοκομείο, να φροντίζει τους άρρωστους -τραυματίες είχα φροντίσει να μην
υπάρχουν πια πουθενά- δεν έχασα χρόνο.
«Σε
παρακαλώ, πες μου τ’ όνομά σου.»
Μου
χαμογέλασε. Ένα σμήνος κοκκινολαίμηδες φτερούγισαν στο παράθυρο. Κάποιος φώναξε
για βοήθεια. Έφυγε βιαστικά, δίχως ν’ απαντήσει.
Το
απόγευμα είδα το περιστέρι να τριγυρνά πάνω απ’ τη σπηλιά μου. Στο ράμφος του
κρατούσε κάτι. Ένα γράμμα. Το έριξε στην είσοδο κι εξαφανίστηκε. «Απόψε το
βράδυ» έγραφε με όμορφα, καλλιγραφικά γράμματα.
…
Τη βλέπω από μακριά να
πλησιάζει. Όμοια με άγγελο. Λουσμένη στο φως. Κι ας έχει σκοτάδι πυκνό κι
απροσπέλαστο.
«Ειρήνη.
Τ’ όνομά μου είναι Ειρήνη. Το δικό σου;».
«Κάποτε
μ’ έλεγαν Πόλεμο» απαντώ κοιτώντας τη στα μάτια.
Ο
λύκος παίζει ήδη με το λευκό περιστέρι της…
Γιώτα
Κοτσαύτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;