Ο Γουίλι είναι ένας
μικρός πιγκουίνος. Ζει σ’ έναν μακρινό και παγωμένο τόπο. Οι φίλοι του τον
αγαπάνε πολύ γιατί είναι καλόκαρδος και τρέχει πάντα να βοηθήσει όποιον έχει
ανάγκη. Εκείνες τις γιορτές η Πολική Αρκούδα τού έκανε δώρο ένα ζεστό,
πολύχρωμο πουλόβερ. Κι ο Τάρανδος έναν σκούφο κι ένα κασκόλ. Γνώριζαν ότι,
παρόλο που τα χρειαζόταν, δεν θα ζητούσε ποτέ οτιδήποτε από κανέναν. Όπως
επίσης γνώριζαν πως λίγο καιρό θα τα κρατούσε. Σύντομα θα τα έδινε σε κάποιον
που θα τα είχε περισσότερη ανάγκη από κείνον.
Κάθεται στο ταπεινό του
ιγκλού και πονοκεφαλιάζει. «Οι φίλοι μου μου έκαναν τόσο όμορφα δώρα. Εγώ τι να
τους χαρίσω;» Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, τίποτα. Έχει δώσει και πάλι τα
πάντα. Το μοναδικά πράγματα που κράτησε για τον εαυτό του: ένα παλιό στρώμα και
μια τριμμένη κουβέρτα. Μπαίνει, βγαίνει, πηγαίνει πάνω κάτω. «Τι να τους
χαρίσω; Τι; Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν κι εγώ δεν έχω τίποτα». Λίγο πριν απογοητευτεί
εντελώς, ο δυνατός άνεμος ανοίγει την πόρτα του. «Γεια σου, Άνεμε! Εύχομαι να
είσαι καλύτερα…» Ακούγεται ένα δυνατό «Βουουου…» κι ένα πακέτο κατακόκκινα
χαρτιά προσγειώνονται στα πόδια του. Το μυαλό του αρχίζει να δουλεύει. Τρέχει
γρήγορα γρήγορα στο σπίτι της Λευκής Αλεπούς και δανείζεται το ψαλίδι της.
Καθώς επιστρέφει, ο Χιονάνθρωπος τον σταματάει. «Έχω ένα μασουράκι ολοκαίνουργια
κορδέλα, μήπως τη χρειάζεσαι;» Όλοι ξέρουν πως τίποτα δεν πηγαίνει χαμένο αν
τον δώσουν στον πιγκουίνο. Το παίρνει και λέει αμέτρητα ευχαριστώ.
Ξενυχτάει όλο το βράδυ.
Κάνει με το κόκκινο χαρτί του Ανέμου δεκάδες καρδούλες. Τις δένει με την κορδέλα
του Χιονάνθρωπου. Τις βάζει στο ελκηθράκι του. Και ξεκινάει.
Κάπου εδώ παρεμβαίνει ο
Άγιος Βασίλης. Με δυο μαγικές κουβέντες και λίγη χρυσόσκονη κάνει τις καρδιές
να λάμπουν σαν φωτάκια. Κάτι παράξενο συμβαίνει στη συνέχεια. Όσο ο Γουίλι
μοιράζει καρδιές, τόσο το ελκηθράκι του γεμίζει. Ρούχα, παιχνίδια, φαγητά,
δώρα. Λίγο πριν φτάσει σε μια φωλιά ή σε ένα ιγκλού, έχει, εκτός απ’ τη φωτεινή
καρδούλα, και κάτι ακόμα. Με χαρά το δωρίζει κι αυτό! Κι όσο ο Γουίλι δωρίζει,
δεκάδες καρδιές στολίζουν την περιοχή. Τα δέντρα γίνονται κατακόκκινα και
καρδουλένια!
«Τι πάει να πει
καρδουλένια, μαμά;»
Εκείνη δείχνει με το
χέρι της τριγύρω. Όλα τα ζωάκια έχουν βγει έξω και θαυμάζουν το τοπίο. Καθένα
κουβαλάει κι από κάτι και το χαρίζει στον διπλανό του. Αγκαλιές και γέλια.
Γέλια και αγκαλιές. Και ευχαριστώ. Πολλά πολλά ευχαριστώ.
«Μαμά, το κατάλαβα!»
Είναι η σειρά του
μικρούλη να δείξει με το δαχτυλάκι του τριγύρω.
«Αυτό θα πει
καρδουλένια ε;»
Γιώτα
Κοτσαύτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;