Μια φορά κι έναν καιρό,
στη Μαγικούπουλη, ζούσε μια μάγισσα που την έλεγαν Κλόντια. Ήταν ψηλή και
μεγαλόσωμη. Φορούσε γκρι φόρεμα που έφτανε ως τους αστραγάλους της, μαύρη
μπέρτα κι ένα μυτερό μαύρο καπέλο. Τα μαλλιά της ήταν κατακόκκινα και μακριά κι
έφταναν πιο κάτω απ’ τη μέση της. Τα μάτια της ήταν κατάμαυρα και φορούσε κάτι
τεράστια γυαλιά μυωπίας με χοντρό γκρι σκελετό. Είχε πάντα μαζί της ένα μικρό
μαύρο τσαντάκι και δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τις γάτες της. Δύο γκρίζες και μία
πορτοκαλί. Πιθανόν να ρωτήσετε «Μα υπάρχουν πορτοκαλί γάτες;». «Όχι, και βέβαια
όχι!» θα απαντούσα, αν μιλούσαμε για οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Όμως για μία
μάγισσα και μάλιστα σαν την Κλόντια, ε, αυτό είναι κάτι απολύτως συνηθισμένο.
Εκτός απ’ την πορτοκαλί
γάτα, στο μαγικόσπιτό της θα συναντήσει κανείς έναν ροζ σκύλο, μια τυρκουάζ
αράχνη, μια αγελάδα κατακίτρινη με μωβ βούλες και διάφορα άλλα, όλα αποτέλεσμα
του… γκαφατζίδικου ραβδιού της. Αυτό θα σας πει εκείνη. Όμως δεν είναι αλήθεια.
Το ραβδί της είναι μια χαρά! Σε πολύ καλύτερη κατάσταση μάλιστα απ’ τα ραβδιά
αρκετών άλλων μαγισσών. Τις γκάφες δεν τις κάνει εκείνο. Ποιος τις κάνει; Θα
θυμώσει μαζί μου, το ξέρω, όμως δεν μπορώ να λέω ψέματα: τις γκάφες τις κάνει η
ίδια. Η Κλόντια ντε!
Βρίσκομαι συχνά στο
σπίτι της γιατί, παρόλο που πολλές φορές διαφωνούμε, παραμένουμε πάντα φίλες.
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, λοιπόν, πήγα για τον συνηθισμένο μαγικοκαφέ μας. Μη
με ρωτάτε τη συνταγή, είναι μυστική. «Φίλη μου, θα μ’ αφήσεις να δοκιμάσω ένα
νέο ξόρκι στα μαλλιά σου;» Καθώς το έλεγε, πλησίασε προς το μέρος μου μ’ ένα
μεγάλο χαμόγελο. Μέχρι να φτάσει, έριξε μία καρέκλα,
αναποδογύρισε την καφετιέρα, μεταμόρφωσε ένα μικρό λουλούδι σε
λουλούδι-γίγαντα, έριξε ασημόσκονη στον καφέ, που, εννοείται, δεν ήπια, μια
κατσαρίδα έγινε γαλάζια, ένα ποντίκι χρωματιστό σαν ουράνιο τόξο και ποιος
ξέρει τι άλλο που δεν εντόπισα.
Πριν προλάβω ν’
απαντήσω στην ερώτησή της, η Κλόντια στάθηκε από πάνω μου και…
Χτένες και βούρτσες,
πιάστε δουλειά!
Της φίλης μου φτιάξτε
ευθύς τα μαλλιά!
«Κλόντιααααααααααααααααα,
τι έκανες αυτή τη φορά;» είπα όταν αντίκρισα τα γουρλωμένα της μάτια.
Δεν απάντησε.
Έτρεξα στον καθρέφτη.
Καταστροφή! Καταστροφή!
Καταστροφή!
Τα πανέμορφα πράσινα
μαλλιά μου εξαφανίστηκαν. Και στη θέση τους φύτρωσαν…
Ω, ναι! Στη θέση τους
φύτρωσαν ολόφρεσκα πράσινα κρεμμυδάκια.
Όταν σταμάτησα να
ουρλιάζω, είδα ότι δεν ήταν μόνο αυτό. Στον ώμο μου υπήρχε ένας
αηδιαστικός βάτραχος, μ’ ένα μεγάλο στέμμα στο κεφάλι.
«Φύγε από πάνω μου,
απαίσιο πλάσμα!» φώναξα.
Αλλά… δεν!
Ο βάτραχος, όσο κι αν
προσπάθησα εγώ, όσο κι αν προσπάθησε εκείνος, όσο κι αν τον τράβηξε η
μετανιωμένη Κλόντια, όσο κι αν τον τράβηξαν η πορτοκαλί και η γκρι γάτα, ο ροζ
σκύλος, η τυρκουάζ αράχνη και η κίτρινη αγελάδα με τις μωβ βούλες, δεν
ξεκολλούσε με τίποτα.
Λένε πως οι μάγισσες
αγαπάνε τους βάτραχους. Κι όντως, ισχύει. Εγώ όμως είμαι εξαίρεση. Γιατί αν
σιχαίνομαι κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι τα
βατράχια. Μπλιαχ! Τώρα είμαι υποχρεωμένη να έχω έναν κολλημένο στον ώμο μου
εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κι αντί για μαλλιά, φρέσκα πράσινα
κρεμμυδάκια. Μπορείτε να μου πείτε τι να κάνω; Γνωρίζει κάποια ή κάποιος από
σας ένα ξόρκι που θα βοηθούσε; Όσα κάναμε εγώ κι η Κλόντια δεν πέτυχαν. Δεν
πέτυχαν ούτε τα ξόρκια των υπόλοιπων φιλενάδων μας. Η Χιμένα λέει πως ό,τι
είναι να γίνει, θα γίνει στην ώρα του, μα ποιος ξέρει πότε θα έρθει αυτή η ώρα
και πώς ν’ αντέξω μέχρι τότε;
Δεν πρόλαβα να τη
ρωτήσω. Η Κλόντια έκανε πάλι τα δικά της και τώρα η Χιμένα βρίσκεται κλεισμένη
σε μια γυάλα, μεταμορφωμένη σε χρυσό φίδι. Ο βάτραχος έχει τρελαθεί. Φαίνεται
εξαγριωμένος. Γιατί άραγε;
Όχι, αυτή η ιστορία δεν τελειώνει με το «έζησαν αυτοί καλά». Θα υπάρξει όμως σίγουρα συνέχεια κι ελπίζω να είναι καλύτερη.
Γιώτα
Κοτσαύτη
Facebook: https://www.facebook.com/yota.kotsaftitheofanous
Εικόνα:
Απ’ το pinterest
(αν
κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει με το yotakotsafti1@yahoo.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;