Μια
φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μικρό μικρό χωριουδάκι, ζούσε ένα αγόρι που το
λέγανε Μελχιώρ. Είχε σγουρά μαύρα μαλλιά και κάτι μεγάλα καστανά μάτια γεμάτα αγάπη
και καλοσύνη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, όμως τον Μελχιώρ καθόλου δεν τον
ένοιαζε. Χόρταινε απ’ την αγάπη των φίλων του και ξεδιψούσε απ’ τα όμορφα λόγια
που άκουγε απ’ όπου κι αν περνούσε, γιατί ο Μελχιώρ έκανε πάντα το καλό!
Ένα βράδυ που δεν είχε ύπνο, αποφάσισε
να εξερευνήσει την παλιά σοφίτα του σπιτιού· όλο και κάτι παλιό αλλά χρήσιμο θα
έβρισκε εκεί. Πάντα του άρεσε ν’ ανακαλύπτει παλιά αντικείμενα και να τα
ζωντανεύει ξανά. Τα καθάριζε, τα επιδιόρθωνε και καμιά φορά τους μιλούσε, κι
αυτά, σαν να είχαν ψυχή, λαμποκοπούσαν χαρούμενα.
Εκείνο το βράδυ αποφάσισε ν’ ανοίξει το
παλιό μπαούλο της γιαγιάς. Δεν μπορεί,
κάτι θα βρω σκέφτηκε. Και βρήκε! Μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί, σκονισμένο και
ξεχαρβαλωμένο, υπήρχε ένας σβώλος, σαν μικρή πετρούλα. Ήταν θαμπός κι είχε
χάσει το χρώμα του, όμως εκεί, στην άκρη, ο Μελχιώρ είδε κάτι να λάμπει, όπως
λάμπει ο ήλιος στον ουρανό. Γεμάτος περιέργεια άρχισε να καθαρίζει τη μικρή
πέτρα με προσοχή, και τότε...
Τα μάτια του θάμπωσαν απ’ τη λάμψη που
ξεχύθηκε. Το μικρό αγόρι απόμεινε να κοιτάει με το στόμα ανοιχτό τη μεγάλη
μεταμόρφωση: μπροστά του υπήρχε ένας σβώλος χρυσού, καθαρό, ατόφιο χρυσάφι,
κίτρινο κι αστραφτερό! «Επιτέλους, είμαστε πλούσιοι!» μονολογούσε απ’ τη χαρά
του. Αμέσως στο μυαλό του άρχισε να καταστρώνει όνειρα, τρελά όνειρα που δεν
τολμούσε να τα φανταστεί ποτέ. Φαντάστηκε τους δικούς του, ντυμένους με τα πιο
ακριβά ρούχα, να τρώνε σ’ ένα τεράστιο τραπέζι που πάνω του υπήρχαν τα καλά
όλου του κόσμου, φαντάστηκε το σπίτι του, μεγάλο και φωτεινό, γεμάτο με όμορφα
έπιπλα και στολισμένο με πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα... και θα φανταζόταν κι
άλλα, αν δεν τον διέκοπτε η φωνή της μητέρας που του έλεγε πως είναι ώρα να
κοιμηθεί.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι κρυφογελώντας χωρίς
ν’ αποκαλύψει το υπέροχο μυστικό του σε κανέναν. Θα περίμενε μέχρι την Κυριακή
που ήταν η γιορτή του μπαμπά. Ο καλός του μπαμπάς, που μοχθούσε κάθε μέρα για
την οικογένεια! Θα ήταν το ωραιότερο δώρο που θα έπαιρνε. Και μ’ αυτές τις
γλυκές σκέψεις, αποκοιμήθηκε. Όμως το όνειρο που τον επισκέφθηκε έμελλε να του
αλλάξει τα σχέδια...
Ήταν, λέει, νύχτα κι είχε κρύο πολύ. Ο
Μελχιώρ βρισκόταν πάνω σε μια καμήλα κρατώντας στα χέρια του με προσοχή ένα
μικρό βάζο με τον χρυσό που βρήκε στη σοφίτα και δίπλα του προχωρούσαν άλλοι
δύο άνθρωποι πάνω στις καμήλες τους. Είχαν κι αυτοί στα χέρια τους κάτι, κάτι
που το κουβαλούσαν με ευλάβεια. Δεν τους γνώριζε, μα κάτι τους ένωνε. Δεν ήταν πια παιδί, αλλά ένας
μεγάλος άντρας, πολύ σοφός και καλός. Μαζί με τους δυο συνταξιδιώτες του
προχωρούσαν στην έρημο, ακολουθώντας ένα αστέρι, το πιο λαμπερό τ’ ουρανού, που
έριχνε τ’ αστραφτερό του φως σ’ ένα μακρινό σημείο στον ορίζοντα. Δεν ήταν ένα
συνηθισμένο αστέρι, ήταν το αστέρι ενός νέου βασιλιά που γεννήθηκε εκείνη τη νύχτα. Και κάτι έλεγε στον
Μελχιώρ πως δεν ήταν ένας συνηθισμένος βασιλιάς αυτός.
Ξύπνησε γαλήνιος και χαμογελαστός. Το
πρόσωπό του έλαμπε από χαρά σαν να ήταν πασπαλισμένο απ’ την αστερόσκονη
εκείνου του άστρου. Τώρα ήξερε πως έπρεπε να περιμένει.
Κι έτσι έγινε. Πολλά χρόνια αργότερα, ο
μεγάλος και σοφός πια Μελχιώρ μαζί με τους φίλους του Κασπάρ και Βαλτάσαρ
προσκύνησαν τον νεογέννητο Χριστό χαρίζοντάς του τα πολύτιμα δώρα τους. Ο
χρυσός του δεν ήταν προορισμένος να κάνει πλούσια την οικογένειά του αλλά όλον
τον κόσμο!
Ελισάβετ
Γραβάνη
Πηγή
κειμένου: Ιστορίες με αλάτι (συλλογικό), Εκδόσεις Αλάτι.
https://www.ekdoseisalati.com/p/istories-me-alati-syllogiko/
Εικόνα: Απ’ το pinterest
(αν
κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει με το yotakotsafti1@yahoo.gr)
Your blog is a testament to the power of meaningful and purposeful content creation.
ΑπάντησηΔιαγραφή