Το σχολείο ήταν
κτισμένο στην άκρη της πόλης αρκετές δεκαετίες πίσω. Όταν έβρεχε, σε κάποιες
τάξεις έπεφτε νερό απ’ το ταβάνι. Όμως είχε κάμποσα δέντρα στην αυλή. Ή να το
πούμε αλλιώς, άπειρες κρυψώνες για παιχνίδια της πιτσιρικαρίας. Αλλά οι πιο
πολλοί μαθητές ήταν εξαντλημένοι. Μερικές φορές δεν άντεχαν και σωριάζονταν στο
πάτωμα. Έτρεχαν τότε έντρομοι οι δάσκαλοι, να τους συνεφέρουν. Λίγες μέρες πριν
τις διακοπές των Χριστουγέννων ήρθε ένα διαφορετικό αγόρι. Δεν μιλούσε ελληνικά
και με κάθε θόρυβο έτρεχε να κρυφτεί. Μισή μερίδα ήταν, με σκούρο δέρμα και
μεγάλα μάτια.
Η τσετία* του σχολείου
μύρισε τον φόβο του κι άρχισε κρυφά να το τσιγκλάει. Εκείνο κατέβαζε μόνο το
κεφάλι. Δεν διαμαρτυρόταν ποτέ. Στο τελευταίο διάλειμμα αποθρασύνθηκαν. Το
πήραν στο κυνήγι. Καθώς έτρεχε πανικόβλητο, έπεσε πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Κατέρρευσε συμπαρασύροντας μπάλες και στολίδια. Τα μάτια του, ωστόσο, απέμειναν
ανοιχτά. Η δασκάλα πλησίασε. Το βοήθησε, αλλά δεν είπε κουβέντα.
Το μάθημα της επόμενης
ώρας ήταν για τα Χριστούγεννα. Αφού είπε λίγα λόγια για τη γιορτή, άρχισε να
μιλάει για τα παιδιά του πολέμου και της φτώχειας. Αυτά που δεν μπορούν να
γιορτάσουν. Έδειξε και ελληνάκια τον καιρό του Μεγάλου Πολέμου, σκελετωμένα και
με πρησμένες κοιλιές. Όσο τους ιστορούσε, κοιτούσε τον καθένα στα μάτια.
Το ένα μετά το άλλο έσκυψαν το κεφάλι. Μόνο το προσφυγάκι εξακολουθούσε να
παρατηρεί τις φωτογραφίες με ορθάνοιχτα μάτια.
Μαρία Κομπολίτη
___________
*μπουλούκι
Πηγή: Χριστούγεννα
που δεν τελειώνουν ποτέ!, Εκδόσεις Σαΐτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;