Μια χειμωνιάτικη μέρα γεννήθηκε
μέσα στο δάσος ένα σκιουράκι. Τίναξε τη φουντωτή ουρίτσα, κούνησε τα πόδια και
άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια του. Είδε τότε μπροστά του δυο μεγάλους σκίουρους να
το κοιτάζουν περήφανοι. Η μαμά του κι ο μπαμπάς του το αγκάλιασαν και άρχισαν
να τραγουδούν.
«Ωραία είναι η ζωή!»
είπε το σκιουράκι και έκλεισε τα μάτια ξανά.
Ήταν πολύ μικρό και
είχε ανάγκη να κοιμάται πολύ.
Σε λίγες μέρες το
σκιουράκι είχε δυναμώσει και μπορούσε να τρέχει μακριά. Γνώρισε όλα τα ζώα του
δάσους και έκανε πολλούς φίλους. Καθώς ’παιζαν όλα τα ζώα μαζί, ένα πρωινό το
σκιουράκι είπε:
«Πω πω! Κάνει πολύ
κρύο!»
«Μα είναι χειμώνας»
είπαν τ’ άλλα ζωάκια.
«Και τι είναι ο
χειμώνας;» ρώτησε το σκιουράκι.
«Χειμώνας είναι τώρα
που κάνει κρύο, που χιονίζει και βρέχει συχνά. Κοίταξε τα δέντρα! Δεν έχουν
πολλά φύλλα. Όμως μέσα στο χώμα κρύβονται οι σπόροι που θα βγάλουν χορτάρι,
κλαράκια και λουλούδια την άνοιξη».
«Και πότε θα ’ναι
άνοιξη;» ρώτησε το σκιουράκι.
«Περίμενε λίγο και θα
δεις» του απάντησαν τ’ άλλα ζώα.
Το σκιουράκι περίμενε
πολλές μέρες για να ’ρθει η άνοιξη και κάθε βράδυ ζωγράφιζε πάνω σ’ άσπρο χαρτί
τον χειμώνα.
Ένα πρωί το σκιουράκι,
καθώς έβγαινε απ’ τη φωλιά του, φώναξε με χαρά:
«Ήρθε η άνοιξη! Ήρθε η
άνοιξη!»
Έξω από τη φωλιά του
είχε φυτρώσει πράσινο χορτάρι και λουλούδια άρχιζαν ν’ ανοίγουν. Κοίταξε ψηλά
και είδε ψηλά τα δέντρα με πράσινα φύλλα. Ακόμα πιο ψηλά ο ουρανός φαινόταν
γαλάζιος με λίγα μόνο σύννεφα. Οι φίλοι του τα ζώα ήρθαν κοντά του και όλοι
μαζί πήγαν μια βόλτα να χαρούν την άνοιξη. Τα πουλάκια κελαηδούσαν και ο ήλιος
ζέσταινε το δάσος. Τα ζωάκια ’παιξαν πολλές ώρες, γιατί τώρα την άνοιξη οι
μέρες ήταν πιο μεγάλες και οι νύχτες πιο μικρές.
«Πόσο θα κρατήσει η
άνοιξη;» ρώτησε το σκιουράκι.
«Περίμενε λίγο και θα
’ρθει το καλοκαίρι» είπαν τ’ άλλα ζωάκια.
Το βραδάκι το σκιουράκι
ζωγράφιζε την άνοιξη.
Κάποιο πρωί τα ζωάκια
σταμάτησαν το παιχνίδι τους και πήγαν να κάτσουν στη σκιά ενός δέντρου.
«Κάνει πολλή ζέστη»
είπε το σκιουράκι.
«Μα είναι πια
καλοκαίρι» είπαν τ’ άλλα ζώα.
Το σκιουράκι κοίταξε
γύρω και είδε τη γη κίτρινη από το ξερό χορτάρι. Τα πολλά λουλούδια είχαν
μαραθεί, όμως πάνω στα δέντρα κρέμονταν πολλά φρούτα. Τέντωσε τ’ αυτιά του και
άκουσε τα τζιτζίκια να φωνάζουν «τζι… τζι… τζι…» Ο ουρανός ήταν γαλάζιος. Μέρες
είχε να φανεί κανένα συννεφάκι.
«Δεν βρέχει καθόλου»
είπε το σκιουράκι. «Τα δέντρα θα διψούν πολύ».
«Μα σε λίγο θα ’ρθει το
φθινόπωρο» είπαν τα ζώα «και θα βρέχει συχνά».
«Τι είναι το
φθινόπωρο;» ρώτησε το σκιουράκι.
«Περίμενε λίγο και θα
δεις» είπαν τ’ άλλα ζώα.
Τα βράδια το σκιουράκι
ζωγράφιζε το καλοκαίρι.
Ένα πρωί το σκιουράκι
ξύπνησε και όλα έξω ήταν βρεγμένα.
«Ήρθε το φθινόπωρο»
είπε το σκιουράκι. «Άρχισαν οι βροχές».
Έτρεξε να βρει τους
φίλους του και όλοι μαζί πήγαν μια βόλτα, να χαρούν το φθινόπωρο.
Φύσαγε αεράκι και κάθε
τόσο κόκκινα φύλλα ’πεφταν κάτω από τα δέντρα. Το σκιουράκι έσκυψε να μαζέψει
μερικά και τότε είδε πολλά μικρά σποράκια στο χώμα.
«Τι είναι αυτά;»
ρώτησε.
«Είναι σπόροι από τα
δέντρα» είπαν τ’ άλλα ζώα. «Θα κρυφτούν στο χώμα όλο τον χειμώνα που θα ’ρθει
σε λίγο, για να βγάλουν καινούργια κλαριά την άνοιξη».
Τα βράδια το σκιουράκι
ζωγράφιζε το φθινόπωρο.
Μετά από λίγο καιρό
άρχισε να κάνει πολύ κρύο.
«Ήρθε ξανά ο χειμώνας»
σκέφτηκε το σκιουράκι, που ήξερε πια. Τότε δυο μεγάλοι σκίουροι, η μαμά του και
ο μπαμπάς του, ήρθαν κοντά του και του είπαν:
«Σήμερα είναι τα
γενέθλιά σου. Ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε από τη μέρα που γεννήθηκες. Σήμερα
είσαι ενός χρόνου. Κάλεσε λοιπόν τους φίλους, να ’ρθουν να γιορτάσουμε μαζί».
Το σκιουράκι φώναξε τα
ζωάκια κι όλα μαζί ’παιξαν, χόρεψαν και ’φαγαν πολλά γλυκά.
Το βράδυ, όταν ’φυγαν
οι φίλοι, το σκιουράκι ξάπλωσε να ξεκουραστεί.
«Ωραία είναι η ζωή!»
είπε κι έκλεισε τα μάτια του να κοιμηθεί.
Ειρήνη
Νάκου
Πηγή: Ρούλα
Παπανικολάου, Ιστορίες και παραμύθια
για το νηπιαγωγείο,
Εκδόσεις Μικρός
Πρίγκιπας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;