Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Τα τρίστιχα της Άνοιξης

 


Γακοπούλου Βάγια

Μπουμπουκάκι μου,

άνοιξε τα μάτια σου,

ήρθ’ η Άνοιξη!

 

Κολλάρου Γωγώ

Άνοιξη γλυκιά,

λουλούδιασες τον τόπο,

ομορφιά παντού.

 

Λύκου Ιωάννα

Άνθη στους κάμπους,

χαμόγελο στα χείλη,

χαίρε, Άνοιξη!

 

Μιχαλοπούλου Κατερίνα

Έλα, Άνοιξη,

στ’ αδράχτι η προσμονή

μπλέχτηκε πάλι.

 

Μπέστα Μοσχούλα

Άνοιξη ήρθε,

ξεχύνομαι στη φύση,

χαρά μεγάλη.

 

 

Γράφτηκαν με αφορμή τη ζωγραφιά κι ένα παιχνίδι που ξεκίνησε εδώ:

https://www.facebook.com/photo/?fbid=10228113651699996&set=a.10201219933733855

Μπορείτε ν’ αφήσετε και τις δικές σας εκδοχές στα σχόλια.

 

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Τα ποιήματα των δώδεκα μηνών

 


ΓΕΝΑΡΗΣ

Γενάρης, η αρχή του χρόνου,

Αϊ-Βασίλης στο σκαλί του θρόνου,

η καρδιά του χειμώνα,

στο χιόνι φυτρώνει η ανεμώνα.

Ο τυχεροάτυχος μπροστάρης του χρόνου.


ΦΛΕΒΑΡΗΣ

Φλεβάρης, μήνας χειμωνιάς,

άλλοτε και καλοκαιριάς,

κουτσός πάει με μπαστούνι,

μάσκα φοράει με πηγούνι.

Ο διπλοπροσοποκουτσός Φλεβάρης.

 


ΜΑΡΤΗΣ

Μάρτης, τρίτος στη σειρά,

την άνοιξη την αγαπά,

δεν λείπει από τη Σαρακοστή,

κράτα καλά την κουπαστή.

Μάρτης, ο τρελοασταθής.

 

ΑΠΡΙΛΗΣ

Απρίλης μήνας, Πασχαλιά,

της άνοιξης μοσχοβολιά,

η φύση λουλουδιάζει,

όλο πιο αργά βραδιάζει.

Κοκκινολουλουδισμένος ο Απρίλης.

 


ΜΑΗΣ

Στεφάνι της Πρωτομαγιάς,

από τα χέρια της γιαγιάς,

οι εκδρομούλες των σχολειών,

τα γέλια των μικρών παιδιών.

Τριανταφυλλοχαρούμενος ο μήνας Μάης.

 

ΙΟΥΝΙΟΣ

Ιούνιος, επιτέλους,

ήρθε η ώρα του τέλους,

σταματάν τα μαθήματα

και των παιδιών τα παθήματα.

Καλοκαιρινοτελάλη, Ιούνιε.

 


ΙΟΥΛΙΟΣ

Ιούλιος, ζέστη, ταλαιπωρία,

θέλω μία παραλία,

ζωγραφίζω στη βεράντα,

με τον Αλέξη και την Άντα.

Καβουροκαλοκαιρινός ο Ιούλιος.

 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Αύγουστος μήνας, διακοπές,

μπανάκι στις ακρογιαλιές,

πολλά φρούτα και καρπούζι,

από το ψυγείο μπούζι.

Ο διπλοκαλόχρονος Αύγουστος.



 

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ

Φθινοπώρου η αρχή,

επιστροφή από την εξοχή,

αρχίζει το σχολείο,

με ποιον θα κάτσω στο θρανίο;

Ο σχολιαροτρυγητής Σεπτέμβρης.

 

ΟΚΤΩΒΡΗΣ

Χρυσάνθεμα ανθίσανε,

πρωτοβρόχια αρχίσανε,

η σημαία μας γιορτάζει,

Αϊ-Δημήτρης και αγιάζι.

Οκτώβρης ο δημητροφθινοπωρινός.



 

ΝΟΕΜΒΡΗΣ

Νοέμβρης μήνας της σποράς,

βγήκε και ο καστανάς,

ονόματα πολλά, γιορτές,

ελιές, μαζέματα, χαρές.

Νοέμβρης ο συννεφοκαπελωμένος.

 

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ

Δεκέμβρης, κάλαντα, δέντρα, δώρα,

Αϊ-Νικόλας πάνω στην ώρα,

με λουκουμάδες ζεστούς και μέλι,

μια ψαλμωδία που λένε αγγέλλοι.

Εσύ, Δεκέμβρη, Χριστοσπαργανωτή.

 

Κείμενα: Μεταξία Χαραμή

Ζωγραφιές: Παναγιώτης Τσουκαλοχωρίτης

 

 

 

 

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Τα παιδιά καλωσορίζουν την άνοιξη

 


Γιαμουρίδου Κική

Επιτέλους Άνοιξη

Πανδαισία χρωμάτων, φως, τιτιβίσματα πουλιών.

Το μπλε του ουρανού μαγικό, τα δέντρα ανθίζουν, φωλιές ετοιμάζονται. Οι φίλοι μας περιμένουν. Επιτέλους θα παίξουμε έξω, θα τρέξουμε, θα μυρίσουμε τα λουλούδια, θα καμαρώσουμε τις τριανταφυλλιές. Κόκκινη, κίτρινη, μοβ, λευκή, πορτοκαλί.

Αποχαιρετούμε το μουντό, το κρύο και ντυνόμαστε με την αύρα της Άνοιξης.

Αρχίζει η αναγέννηση όλης της φύσης, έρχεται η χαρά στα πρόσωπα, ο ήλιος ξεπροβάλλει. Όλα αλλάζουν. Ακόμη και οι μεγάλοι γίνονται παιδιά.

 

Σπαθαράκη Κατερίνα

Abre la puerta

Τα χιόνια λιώνουν, ο ήλιος δυναμώνει. Το κρύο φεύγει, έρχεται η θαλπωρή. Τα παιδιά ανοίγουν τις πόρτες, ανοίγουν τις πόρτες για να παίξουν. Τα δέντρα γεμίζουν χρώματα, τα λιβάδια ευωδιές. Η θάλασσα ηρεμεί, ο ουρανός της υποκλίνεται. Έρχεται άνοιξη. Ο Χριστός θα πεθάνει, αλλά θα ξαναγεννηθεί. Έρχεται και πάλι άνοιξη, τα παιδιά θα ανοίξουν τις πόρτες, θα ανοίξουν τις καρδιές τους, για να παίξουν. Έφτασε η ώρα που προσμονούσαμε, τα λουλούδια μαράθηκαν για να ξανανθίσουν. Έφτασε η ώρα που προσμονούσαμε, ανοίξτε τις πόρτες σας να γιορτάσουμε.

 

Φλογερά Ελένη

Τα σημάδια της Άνοιξης

Η Άνοιξη ήρθε, μα την καλωσόρισαν μόνο τα παιδιά.

Εκείνα ακολούθησαν τα σημάδια της και είδαν

τα αγριολούλουδα καθώς ξεπετάγονταν από τη γη,

να λιώνουν τα χιόνια του Χειμώνα,

και έναν κούκο να κάθεται στη γαζία της αυλής

περιμένοντας τα χελιδόνια.

Είδαν δυο πεταλούδες να έχουν στήσει χορό

πάνω σ’ ένα τριαντάφυλλο μικρό

και τα μυρμήγκια να ανεβοκατεβαίνουν στη φωλιά

βγάζοντας έξω το χώμα το νωπό.

Είδαν μερικά άσπρα σύννεφα να σπρώχνουν

τα γκρίζα προς το βορρά

και τον ήλιο να τα βάφει ροδοκόκκινα

παίρνοντας χρώμα από την παλέτα του με μια πινελιά.

Είδαν τα αστέρια να λάμπουν στην αστροφεγγιά

και το φεγγάρι δίπλα τους να χαμογελά.

Ήταν τα σημάδια της Άνοιξης που ήρθε,

μα τα κατάλαβαν και την καλωσόρισαν μόνο τα παιδιά

δίνοντάς της δυο γλυκά φιλιά.

 

Χαραμή Μεταξία

Καλοσώρισμα

Καλώς ήρθες άνοιξη, των παιδιών ευτυχία,

αγιόκλημα μύρισε, πασχαλιά, τι μαγεία!

Διακοπές, Ανάσταση με κόκκινα αυγά,

στο χωριό ξεφάντωμα, ο παππούς κι η γιαγιά.

Ήρθε το χελιδόνι στην παλιά του φωλιά

λαλεί και τ’ αηδόνι στην ακροποταμιά.

Ο κούκος την άνοιξη καλημερίζει.

Η βιολέτα του κήπου μόλις ανθίζει.

Να κι ο Μάης, στέκει παρέκει και γελάει,

το λουλουδένιο του στεφάνι καρτεράει.

Το αεράκι χαϊδεύει το γαλανό σεντόνι

της θάλασσας που βλέπω απ’ το μπαλκόνι.

Ας ήταν άνοιξη η κάθε μας μέρα!

Να και η μελισσούλα στον αγέρα,

βουίζει και τρέχει στην κυψέλη

τη γύρη κρατάει για το μέλι.

Μια πεταλούδα τον ήλιο πίνει,

τα φτερά της απλώνει, χρώματα δίνει.

Άνοιξη φτάνει, παιδιά, ας πάμε,

να ζωγραφίσουμε όσα αγαπάμε.

 

 

Γράφτηκαν στα πλαίσια συγγραφικής πρόσκλησης στην Αλατοπαρέα

Το βαλσάκι

 


 

Θα φορέσω τα γιορτινά μου

και θα πάω εις τον χορό.

Θα χορέψω με την καρδιά μου

τον χορό που τόσο αγαπώ.

 

Ένα βαλσάκι, ένα βαλσάκι,

φτερά θα κάνω σαν το πουλάκι.

Θα χορέψω με την καρδιά μου

τον χορό που τόσο αγαπώ.

 

Με τη Μαίρη και με τον Γιώργο,

με την Άννα και τον Τοτό,

στο βαλσάκι θα τριγυρίζω

κι όμορφα θα χοροπηδώ.

 

Αγγελική Καψάσκη,

Τα πρώτα μου τραγούδια, Εκδόσεις Καψάσκη.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Η μάγισσα Μπελαλού

 


Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν τόπο μακρινό, ζούσε μια μάγισσα μικρή. Ήταν καλοσυνάτη και πολύ εργατική. Όλοι όμως τη φωνάζαν Μπελαλού επειδή πολλούς μπελάδες έφερνε παντού. Άλλα έλεγε κι άλλα ήθελε να πει. Μπέρδευε τα λόγια της κι όταν κουνούσε το ραβδί της, όλα έμοιαζαν με τρελή γιορτή. Ησυχία δεν υπήρχε πουθενά όταν η Μπελαλού αναλάμβανε να κάνει μια δουλειά. Της είχαν αναθέσει μια φορά να ντύσει επίσημα τους στρατιώτες του βασιλιά. Κούνησε το ραβδάκι της εκείνη δεξιά κι αριστερά, φώναξε λόγια παράξενα, τρελά, έκανε δυο τρεις σβούρες πάνω από τα κεφάλια τους κι αφού ζαλίστηκε, τους κοπάνησε μία δυνατά στο κεφάλι και δυστυχώς, αντί να τους μεταμορφώσει σε καλοντυμένους στρατιωτικούς, τους έκανε να μοιάζουν αλήθεια με τρελούς. Άλλος έμοιαζε με κλόουν, άλλος με πυροσβέστη, άλλος έμοιαζε με μάγειρα κι άλλος, μα τον Θεό, με ροκ εντ ρολ οργανοπαίχτη.

Θύμωσε τότε ο βασιλιάς και τη διέταξε ποτέ μα ποτέ να μην ξανακάνει μαγικά. Τότε η Μπελαλού έφυγε λυπημένη και δεν ήξερε τι να κάνει. Κανείς δεν την εμπιστευόταν κι ούτε της έδινε δουλειά. Μια μέρα όμως θύμωσε και πείσμωσε πολύ. Ήθελε η Μπελαλού ν’ αποδείξει πως μπορούσε κι εκείνη να οργανώσει κάτι πολύ μεγάλο και σημαντικό και πως για χρόνια όλοι θα μιλούσαν γι’ αυτό. Πήγε λοιπόν γεμάτη θάρρος, στήθηκε μπροστά στον βασιλιά και του ζήτησε μια δεύτερη ευκαιρία. Τότε εκείνος, βλέποντας το πείσμα και τη θέλησή της, δεν της το αρνήθηκε.

Η Μπελαλού σκέφτηκε πολύ καλά το σχέδιό της. Επειδή ήξερε πως ανά πάσα στιγμή θα έκανε λάθος, έβγαλε μια τρελή ανακοίνωση που έλεγε:

Η Μπελαλού σάς έχει ετοιμάσει την πιο όμορφη γιορτή. Ένας ένας θα περνάει απ’ τη μικρή μου τη σκηνή κι εγώ θα τον ντύνω με την πιο όμορφη στολή. Κι όποιος ρωτάει πώς τη λένε τη γιορτή, θα σας πω πώς τη λένε: «Καρναβάλι», γιατί δεν υπάρχει λογική. Μια φορά μόνο τον χρόνο θα πίνετε και θα γλεντάτε κι άλλα ρούχα τελείως θα φοράτε.

Όλοι, λοιπόν, κουρασμένοι από το κρύο του χειμώνα κι από την κλεισούρα στα σπίτια τους, ήθελαν να κάνουν κάτι διαφορετικό για να περάσουν όμορφα. Αφέθηκαν στην Μπελαλού και, πιστέψτε με, δεν το μετάνιωσαν λεπτό. Από τότε, κάθε χρόνο, μεγάλοι και μικροί ντύνονται με φανταχτερή στολή, χορεύουν πίνουν και γλεντούν και το «Καρναβάλι» πολύ το αγαπούν. Κι όλ’ αυτά τα χρωστούν στην Μπελαλού!

Κοντόγιαννου Ζωή

Πηγή: https://www.ekdoseisalati.com/p/anthologio-peza-kai-poiimata-me-themata-ap-toys-mines-kai-tis-epoches

 

 

 

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Πώς γεννήθηκε η πασχαλιά

 


Δάρα Νάσια

Τι εννοείτε «πώς φτιάχτηκαν οι πασχαλιές»; Στην πατρίδα της μαμάς μου, από τη γιαγιά μου την Ασήμω φτιάχτηκαν. Στο Κόκκινο Θηβών, την πατρίδα της Αντιγόνης..

Εκεί μας μεγάλωσε η γιαγιά Ασήμω με τον παππού τον Άγγελο, όνομα και πράμα. Και οι δύο ήταν όνομα και πράμα. Η γιαγιά, με την ασημένια ψυχή, μαγείρευε τυροπιτάρια χρυσαφένια και τραγανά. Ο παππούς έλεγε αγγελικές ιστορίες με τον Οδυσσέα, τις ξάστερες νύχτες στο σιδερένιο ντιβάνι, στην αυλή. Μας έκρυβαν από τα αδιάκριτα βλέμματα οι πασχαλιές. Φράχτης με μοβ πασχαλιές. Μπουκέτα που έβαζα στο αυτί μου κι έκανα την τσιγγάνα, τη μάγισσα, την ωραία! Χρόνια πασχαλινά! Μυρωδιές πασχαλιάς μπερδεύονται με το ψητό αρνί και τη ζουμερή μαγειρίτσα. Αχ, γιαγιά μου! Αχ, παππού μου! Ευτυχώς που τα χρόνια μαζί σας μου έδωσαν δύναμη για τη μετέπειτα ζωή. Τόσο όμορφα, τόσο αγαπημένα.

Ναι, στα σίγουρα η γιαγιά έσπειρε τις πασχαλιές. Έτσι γεννήθηκαν. Φύτεψα κι εγώ στην αυλή μου μία. Πώς θα μπορούσα να σας ανέσταινα κι εσάς μαζί με την πασχαλιά σας;

 

Σκουμιού Ρούλα

Περιπλανιόταν η γιαγιούλα στους πετρώδεις λόφους. Εκεί δεν υπήρχε πολλή σκιά και το κρύο, παρότι έντονο, το άντεχε. Λυπημένη για τον αναπάντεχο χαμό της κορούλας της, αποζητούσε ένα λιμάνι να αράξει, ας μην ήταν απαραίτητα απάνεμο. Αντάμα κουβαλούσε το μπογαλάκι που της έδωσε να φυλάξει η μικρή πριν ξεψυχήσει. Θησαυρός ολάκερος αφού αυτό απόμεινε να της τη θυμίζει. Κάποτε η ίδια είχε προσφέρει τον ίσκιο της στο ταλανισμένο ζευγάρι που όδευε με τον γαϊδουράκο του στην Αίγυπτο. Γύρευαν να σωθούν από τον μνησίκακο βασιλιά. Γεμάτη ευγνωμοσύνη η Παναγία την ευλόγησε να φορτώνεται ευωδιαστά άνθη. Σαν γέννησε θυγατέρα, περιχαρής της δίδαξε την ευλάβεια. Θέριεψε στον Γολγοθά. Λιλιπούτεια ήταν ακόμη όταν μαράθηκε. Μεγάλος ο καημός της που σταύρωσαν τον Κύριο. Αλλά σαν αναστήθηκε, ζωντάνεψε ευθύς! Άτυχη καθώς βάρβαρα τσαλαπατήθηκε και δεν τα κατάφερε... Έσκαβε με τις ροζιασμένες παλάμες να φυτέψει τα νέα σποράκια. Μέρες χαρμολύπης, ελπίδες κουβάλαγαν. Ήξερε πως σαν άνθιζαν οι θάμνοι τους, σεπτά θα στόλιζαν τους επιτάφιους. «Πασχαλιές!» θα αναφωνούσαν οι μαζώχτρες. Πασχαλιά έλεγαν και την ίδια κι ας το είχε ξεχάσει στην πάροδο των ετών.

 

Χαραμή Μεταξία

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο δάσος ένα πανέμορφο πουλάκι, το Πασχάλι. Είχε μοβ φτερά και λευκό περιλαίμιο. Το έλεγαν έτσι γιατί κατέβαινε στο χωριό με το ζευγάρι του, την περίοδο του Πάσχα, έχτιζαν τη φωλιά τους στο κυπαρίσσι δίπλα στην εκκλησιά και φύλαγαν το πιο γλυκόλαλο κελάηδημά τους για το βράδυ της Ανάστασης. Έτσι κι εκείνη τη χρονιά. Αφού ετοίμασαν τη φωλίτσα τους, η θηλυκιά γέννησε τέσσερα γαλαζωπά αυγουλάκια κι έκατσε να τα κλωσήσει. Ο αρσενικός έφερνε φαγητό και φρόντιζε να μην της λείπει τίποτα. Εκείνη τη μέρα κίνησε νωρίς. Ο ουρανός ήταν μουντός και φοβόταν μη ξεσπάσει μπόρα. H θηλυκιά προσπάθησε να τον εμποδίσει, ένα κακό προαίσθημα είχε από τα χαράματα. «Μη φύγεις σήμερα, φοβάμαι». «Δεν πάω μακριά, θα γυρίσω γρήγορα». Πέταξε σβέλτα προς τα περιβόλια. Εκεί όλο και κάτι έβρισκε. Η θηλυκιά έμεινε μόνη. Μάζεψε τ’ αυγουλάκια κάτω από τα φτερά της και κοίταζε ανήσυχη γύρω της. Κάτι παγερό είχε η ατμόσφαιρα. Ένιωθε να κινδυνεύει. Από τι όμως; Η απορία της λύθηκε αμέσως. Ένα φίδι έστεκε απέναντί της απειλητικά. Εκείνη μπορούσε να πετάξει μακριά, όμως πώς θ’ άφηνε ανυπεράσπιστα τ’ αυγουλάκια της; Μια προσευχή τής ήρθε αυθόρμητα. Μια προσευχή στην Παναγιά, που ήταν κι εκείνη μάνα. Κι έγινε το θαύμα! Ένας θάμνος γεμάτος μοβ λουλούδια ξεπετάχτηκε ακριβώς εκεί που ήταν η φωλιά. Το φίδι έψαχνε. Μα δεν έβρισκε τίποτα. Απογοητευμένο έφυγε. Σε λίγο να και το αρσενικό. Η καρακάξα έτρεξε και τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Πώς θα ζήσει τώρα μόνο του; Στάθηκε πάνω στο ανθισμένο φυτό κι έκλαψε. Πριν το καταλάβει, τα κλαδιά το αγκάλιασαν και το μεταμόρφωσαν σε ολόδροσο μοβ μπουκέτο. Από το όνομα του πουλιού είπαν το φυτό πασχαλιά. Ανθίζει την περίοδο του Πάσχα, όπως έκανε και το Πασχάλι που κατέβαινε στο χωριό ακριβώς εκείνη την εποχή.

 

Γράφτηκαν με αφορμή τη ζωγραφιά κι ένα παιχνίδι που ξεκίνησε εδώ:

https://www.facebook.com/photo/?fbid=10228081946347382&set=a.10201219933733855

Μπορείτε ν’ αφήσετε και τις δικές σας εκδοχές στα σχόλια.

 

Αλληλεγγύη

 


Μες στη ζωή μας, κάθε ημέρα,

ο ένας τον άλλον ας βοηθά

και με αγάπη και συμπόνια

τον αδελφό του ας κοιτά.

 

Ας είναι ο φίλος για τον φίλο

σύντροφος σ’ όλη τη ζωή

και τις χαρές, μα και τις λύπες,

ας τις περνούν πάντα μαζί.

 

Οι λύπες τότε μοιρασμένες

θα είναι λιγότερο πικρές,

μα και οι χαρές τους ενωμένες

θα είναι τρανές, διπλές χαρές.

 

Σύλβια Ρόδη

 

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Δεν μπορούμε να ξαναμαζέψουμε τα λόγια μας

 


Η Κλάρα δεν ήταν κακό κορίτσι αλλά είχε ένα ελάττωμα που την έκανε αντιπαθητική, ακόμα και μισητή στους άλλους: ήταν μεγάλη κουτσομπόλα. Δεν υπήρχε άνθρωπος στη γειτονιά για τον οποίο να μην είχε φτιάξει κάποια φανταστική ιστορία και να μην την είχε έπειτα διαδώσει στον καθένα που θα συναντούσε. Οι άλλοι άκουγαν τις ιστορίες της, τις άλλαζαν, τις έλεγαν σαν αληθινές και πολλές φορές γίνονταν παρεξηγήσεις, ακόμα και τσακωμοί που είχαν σαν αιτία τα κουτσομπολιά της Κλάρας. Επειδή όμως στο βάθος ήταν καλόκαρδη κοπέλα, αποφάσισε να παλέψει το ελάττωμά της και για τον λόγο αυτό ζήτησε τη συμβουλή ενός σοφού της πόλης.

«Έχεις δίκιο να θέλεις να αλλάξεις, παιδί μου» της είπε αυτός. «Θα σου πω τι πρέπει να κάνεις: θα πας και θα αγοράσεις μια πάπια από τον χασάπη. Ύστερα θα αρχίσεις να περπατάς στους δρόμους, να τη μαδάς και να σκορπίζεις τα πούπουλα και τα φτερά της. Όταν γυρίσεις σε πολλούς δρόμους και έχεις μαδήσει και το τελευταίο φτερό, έλα πάλι εδώ και θα σου πω τι θα κάνεις στη συνέχεια».

Έτσι και έκανε η Κλάρα. Σε μια-δυο ώρες είχε ξαναγυρίσει στο σπίτι του σοφού με την πάπια εντελώς μαδημένη.

«Τώρα, Κλάρα, αρχίζει η δεύτερη δουλειά σου. Θα γυρίσεις όλους τους δρόμους από όπου πέρασες και θα μαζέψεις ένα ένα τα φτερά και τα πούπουλα που έριξες. Αλλά πρέπει να τα μαζέψεις όλα!»

«Μα πώς θα το κάνω αυτό; Ο αέρας θα τα έχει σκορπίσει στις αυλές, στα πεζοδρόμια, στις σκεπές, στα κλαδιά, παντού. Πώς θα μπορέσω να μαζέψω πάλι όλα αυτά τα πούπουλα και τα φτερά;»

«Έτσι ακριβώς γίνεται και με τα λόγια σου, Κλάρα. Μπορεί να μην τα λες με κακία αλλά, όταν φύγουν από σένα και πάνε σε άλλους, καθένας θα τα πει με τον τρόπο του. Όσο διαφορετικό κι αν είναι αυτό που είπες εσύ, δεν μπορείς να το μαζέψεις πάλι και να το διορθώσεις. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με ό,τι λέμε. Γιατί δεν μπορούμε να ξαναμαζέψουμε τα λόγια μας και να τα διορθώσουμε».

(Ιταλία)

Χρήστος Μαγγούτας

Η Σοφία των Λαών, Εκδόσεις Σαΐτα.

http://www.saitapublications.gr/2016/04/ebook.199.html

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Η πόλη

 


Έλα να φτιάξουμε μια πόλη,

να τη ζηλεύουν όλες κι όλοι.

Παραμυθένια, αστεράτη,

όλο παιδιά να ’ναι γεμάτη.

 

Να έχει δέντρα και πλατείες,

να ’χει τζαμιά και εκκλησίες,

να έχει σπίτια ένα κι ένα,

ωραία, νοικοκυρεμένα.

 

Κι εγώ μπορώ κι εσύ και όλοι,

να φτιάξουμε όμορφη την πόλη.

Φυτεύω εγώ ένα δενδράκι

κι εσύ στη γλάστρα λουλουδάκι.

 

Έλα να φτιάξουμε μια πόλη,

να τη ζηλεύουν όλες κι όλοι,

χωρίς σκουπίδια και λακκούβες

να μη σκοντάφτουν οι παππούδες.

 

Να είν’ οι κήποι ανθισμένοι

κι οι τοίχοι τους ζωγραφισμένοι,

να ’χουν βεράντα και μπαλκόνι,

να κουβεντιάζουν οι γειτόνοι.

 

Έλα να φτιάξουμε μια πόλη,

να τη ζηλεύουν όλες κι όλοι,

να ’ναι οι άνθρωποι όλοι φίλοι,

φίλοι κι οι γάτες και οι σκύλοι.

 

Παυλίνα Παμπούδη

https://www.youtube.com/watch?v=f9hrRMm9Mf8

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Ο λύκος και ο σκύλος

 


Ένας λύκος αντάμωσε μια μέρα έναν σκύλο και του είπε:

«Κάνουμε μια δουλειά; Αν μου δώσεις εσύ την όσφρησή σου, εγώ θα σου δώσω τη γρηγοράδα μου».

Ο σκύλος δέχτηκε. Ο λύκος έδωσε στον σκύλο τη γρηγοράδα του κι ο σκύλος βρήκε την ευκαιρία να το βάλει στα πόδια, χωρίς να δώσει τίποτα.

Να γιατί ο λύκος δεν έχει την όσφρηση του σκύλου!

(Σερβία)

 

Παγκόσμια Ανθολογία Παραμυθιού (400 παραμύθια από 100 χώρες),

Εκδόσεις Ανθολογία, τόμος 1.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Ο γεροπαππούς

 


 

Στην καρέκλα την παλιά,

με κατάσπρα τα μαλλιά,

ο γεροπαππούς κοιμάται.

Μη μιλάτε, μη μιλάτε.

 

Μουρμουρίζει σιγαλά

μες στον ύπνο και γελά.

Μη μιλάτε και ξυπνήσει,

γιατί τ’ όνειρο θα σβήσει.

 

Κι είναι τ’ όνειρο γλυκό

κι είναι τόσο μαγικό.

Ο παππούς βλέπει λιγάκι

πως ξανάγινε παιδάκι.

 

Τι χαρά μου! Πού και πού

βλέπει ακόμη έναν παππού,

που τόνε κρατά στα στήθια

και του λέει παραμύθια.

 

Στην καρέκλα την παλιά

με κατάσπρα τα μαλλιά

ο γεροπαππούς κοιμάται.

Μη μιλάτε, μη μιλάτε.


Στέλιος Σπεράντσας

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Τα πέτρινα ψωμιά

 


Μια φορά κι έναν καιρό, άρχισε η γιαγιά, ήταν δυο γειτόνισσες. Η μία ήταν φτωχή και η άλλη πολύ πλούσια και είχαν από τρία παιδιά. Μα η πλούσια ήταν πολύ τσιγκούνα και άπονη. Δεν είπε μια φορά «ας δώσω κάτι και στα καημένα τα φτωχά».

Κάποτε η φτωχή δεν είχε πάλι ψωμί να δώσει στα παιδιά της κι εκείνα πεινούσαν πολύ. Τότε πήγε στην πλούσια και της είπε:

«Αχ, κυρά μου, δώσε μου σε παρακαλώ ένα ψωμί για τα παιδιά μου που πεινάνε πολύ τα κακόμοιρα».

«Δεν έχω ούτε για μας ψωμί, πώς μπορώ να δώσω σε σένα;» απάντησε εκείνη.

«Αχ, εσύ είσαι τόσο πλούσια, σίγουρα έχεις στο ερμάρι σου ένα κομμάτι ψωμί» ξανάπε η φτωχή.

«Αν έχω έστω και ένα κομμάτι, να γίνει πέτρα» είπε η πλούσια.

Η φτωχή τότε έφυγε κλαίγοντας.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και η πλούσια είπε στα παιδιά της:

«Ελάτε να σας ετοιμάσω καμιά φέτα με βούτυρο».

Και πήγε να πάρει το ψωμί από το ερμάρι. Όμως δεν μπόρεσε να κόψει τις φέτες, γιατί όλα τα ψωμιά είχαν γίνει πέτρες!

«Δεν πειράζει» είπε η πλούσια, κι έδωσε τα παιδιά της χρήματα κι ένα καλάθι λέγοντας:

«Πηγαίνετε στον φούρνο ν’ αγοράσετε τρία φρέσκα ψωμιά».

Τα παιδιά φύγανε μα άργησαν πολύ να γυρίσουν.

«Γιατί αργήσατε τόσο;»

«Μητέρα, το καλάθι με τα ψωμιά είναι πολύ βαρύ και δεν μπορούσαμε να το φέρουμε» είπαν εκείνα.

Τότε η πλούσια πήρε στα χέρια της το καλάθι μα ήταν πραγματικά ασήκωτο. Τα ψωμιά είχαν γίνει πέτρινα.

Κατατρόμαξε τότε η άπονη γυναίκα και χωρίς καιρό να χάσει έτρεξε η ίδια στον φούρνο. Αγόρασε γρήγορα ψωμιά και κουλούρια για τη φτωχιά κι έτρεξε στο σπίτι της.

«Γειτόνισσα, πάρε αυτά τα πράγματα και από τώρα και ύστερα δεν θα ’μαι πια τσιγκούνα. Όλα τα ψωμιά κι εκείνα που είχα κι αυτά που αγόρασα έγιναν πέτρινα. Αχ, να ξαναγίνουν ψωμί, να μπορούν να τρώνε τα παιδιά μου!»

«Ευχαριστώ, κυρά μου» είπε η φτωχούλα. «Κι αν τα ψωμιά σου δεν ξεπετρώσουν, να ’ρθουν τα παιδιά σου να φάνε εδώ με τα δικά μου».

Η πλούσια γύρισε γρήγορα στο σπίτι της κι έτρεξε στο ερμάρι. Τι χαρά! Οι πέτρες είχαν ξαναγίνει ψωμιά! Κι από τότε η πλούσια γυναίκα άφησε την τσιγκουνιά και βοηθούσε τους φτωχούς.

Η Βελουδένια και άλλα 17 παραμύθια

 Eκδόσεις Παπαδημητρίου.