Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

Η πρώτη μου αγάπη

 


Γιαμουρίδου Κική

Τα μάτια κατεβασμένα. Συνήθως όταν διασταυρώνοντα τα βλέμματα, κοκκίνιζαν τα μάγουλα. Μια αμηχανία κυρίευε τον εσωτερικό μας κόσμο κι η καρδιά χτυπούσε δυνατά. Σημάδια πως άρχισαν τα πρώτα σκιρτήματα. Μόνη επιθυμία, να υπάρχουν προφάσεις για να συναντιόμαστε. Κάποια στιγμή πιαστήκαμε χέρι χέρι κι όλα φάνταζαν μαγικά. Πλεγμένα τα δάχτυλα, έγνεθαν όνειρα και τροφοδοτούσαν τις ελπίδες. Σε λίγα χρόνια θα ανήκαμε πια στον κόσμο των μεγάλων και βιαζόμασταν να συμβεί. Τότε, όμως, ήταν τα καλύτερά μας χρόνια. Τα αισθήματα ήταν αγνά και δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις. Ακόμη και το φιλί στο μάγουλο αργούσε και όταν ήρθε η ώρα, το πρόσωπο δεν πλύθηκε για μέρες. Όμορφες εικόνες όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μπορεί το όνομα να έχει ξεθωριάσει, η μνήμη το έχει συγκρατήσει αχνά. Υπάρχουν όμως οι αναμνήσεις. Χορταίνουν το υποσυνείδητο, προσφέρουν ηρεμία και βοηθούν το μυαλό να ξεφύγει από τη σημερινή τρελή πραγματικότητα. Εκείνα τα κατορθώματα είναι αυτά που πάντα ακολουθούν τον καθέναν μας και που τον καθοδηγούν στο υπόλοιπο της ζωής του. Εκείνα τα μπλέ μάτια πάντα θα φωτίζουν την ψυχή μου και θα μου θυμίζουν πόσο αθώα και καλή ήταν η καρδιά μας. Οι φωτογραφίες από το σχολείο και τις εκδρομές θα είναι πάντα αγαπημένες. Ανέμελες, όμορφες στιγμές, με βλέμματα καθάρια και έρωτες που ξεκίνησαν χωρίς σκέψη, σκοτούρες και συγκεκριμένο πλάνο. Ζούσαμε απλώς τη στιγμή, μαζί με το πέταγμα της πεταλούδας, παίζοντας μήλα, γαϊδούρα και την αμήχανη μπουκάλα. Το λεύκωμα με τη μικρή κλειδαριά κιτρίνισε. Οι καρδούλες όμως παραμένουν! Τα αγαπημένα μου στιχάκια ίσα που διαβάζονται. «Αν αγαπάς κάτι, άφησε το ελεύθερο. Αν γυρίσει πίσω, είναι δικό σου. Αν δεν γυρίσει…»

Τελικά οι περισσότεροι δεν γυρίσαμε…

 

Γκιντίδου Δήμητρα

Παιδί στα δεκατέσσερα ήμουν. Δευτέρα Γυμνασίου, άριστη μαθήτρια. Κολλητή με τη Βικούλα. Μαζί στο θρανίο, στα διαλείμματα, στα διαβάσματα, στις βόλτες. Μαζί και στις αλλαγές.

Ραγδαίες στην ηλικία μας. Στις ορμόνες, στη σκέψη, στην καρδιά. Κι εμένα με χτύπησε κατάστηθα και κατακούτελα. Αρχικά μ’ ένα φτερούγισμα στα φυλλοκάρδια μου, στην πρωινή προσευχή και δεν ήταν για τον Ύψιστο. Για το αγόρι με το κροκί παντελόνι και τα σγουρόξανθα μαλλιά ήταν. Στον Αχιλλέα έμοιαζε, της Ιλιάδας, όπως ιδανικό τον έπλαθα στο κεφάλι μου, εγώ, η άμοιρη έφηβη. Μαγνήτιζε το βλέμμα μου, σπάραζε τα σωθικά μου, μπέρδευε τις προσευχές μου, αναστάτωνε το είναι μου. Κάθε πρωί και κάθε μέρα. Χωρίς να ξέρω καν τ’ όνομά του. Μόνο τη θεοποίησή του κατείχα. Κανείς δεν υπήρχε στην αυλή του σχολείου. Την κάλυπτε ολόκληρη αυτός.

«Κοίτα, βρε Βικούλα. Δεν είναι ίδιος ο Θεός;» τη ρώτησα, όταν οι καλπασμοί των παλμών μου έφτασαν στη γλώσσα μου.

Κι εκείνη γελώντας: «Αυτόν, βρε; Αυτόν; Που όλες λιώνουν για πάρτη του. Που το παίζει και πολύ γόης. Δεν βλέπεις πόσο κοκορόφτερος είναι; Χρώμα παντελονιού είναι αυτό; Βρες κάναν πιο νορμάλ, κοριτσάκι μου. Σιγά το αγγελόμορφο! Αγγελοκρουσμένος μου φαίνεται εμένα».

Με αποπήρε, βάναυσα. Ούτε άκουσα, ούτε κατάλαβα τι μου είπε. Πετούσα στα ουράνια. Δεν ένιωθα τίποτα γήινο. Η φαντασία μου κεντούσε με χρυσοκλωστή ονειροπολήσεις. Μέρα νύχτα εκτός τόπου και χρόνου. Τις νύχτες τι Αϊ-Γιώργη με τη λόγχη, τι Μεγαλέξανδρο με μπούκλες, τι Ρωμαίο σκαλωμένο στα μαλλιά μου, τι Αρχάγγελο με πύρινη ρομφαία τον έπλαθα. Όποια υπερφυσική εικόνα ήρωα, ημίθεου, θεού ήξερα τη μετάπλαθα στο κεφάλι μου με το πρόσωπό του. Του γνωστού- άγνωστου αγαπημένου μου. Όλα τα εύσημα γης κι ουρανού δικά του.

Τις μέρες σ’ όλα τα διαλείμματα, τους περιπάτους, τις σχολικές γιορτές, τ’ αθλητικά γεγονότα, τις πρωινές προσευχές έτρεμα κι ανατρίχιαζα σύγκορμη στ’ αντίκρισμά του. Είχα μάτια μόνο για τον έρωτα της ζωής μου. Έτσι νόμιζα ακράδαντα τότε.

Κι αρχές άνοιξης, τότε που η γη και η καρδιά μου άνθιζαν περισσότερο, με χτύπησε το μαράζι. Η ξαφνική απουσία του με συγκλόνισε. Για μέρες ερευνούσα εξονυχιστικά την αυλή, τις παρέες, τις μαθητικές σειρές. Μάταια. Έπεσα στα πατώματα. Ανέβασα πυρετό. Έκλαψα, χτυπήθηκα, απελπίστηκα. Ένιωσα ότι το τέλος του κόσμου είναι ακριβώς έτσι. Στην αγκαλιά της Βικούλας πάντα. Κι εκείνη, μια μ’ αγκάλιαζε και μια μ’ έβριζε.

Κι ο γιατρός-χρόνος μίλησε ιαματικά. Ξεπέρασα τον σπαραγμό για την άδοξη εξέλιξη του πρώτου μου έρωτα.

Δεν ξέχασα, όμως, ποτέ το πρώτο ανεξήγητο σπαρτάρισμα στα φυλλοκάρδια μου. Χαράχτηκε μέσα μου σαν μια υπέροχη αιώρηση σε κροκί αποχρώσεις.

 

Σπαθαράκη Κατερίνα

Ένα αλλιώτικο «για πάντα μαζί»

Το κουδούνι χτύπησε. Η δασκάλα μάζεψε όλα τα παιδιά γύρω της. «Αύριο είναι του Αγίου Βαλεντίνου» είπε. «Γι’ αυτό θα μιλήσουμε για τις πρώτες αγάπες. Υπάρχει άραγε στον κόσμο πιο δυνατό κουτάκι με αναμνήσεις απ’ αυτό της πρώτης αγάπης; Υπάρχει πιο δυνατό χαμόγελο, πιο γλυκό δάκρυ απ’ αυτό της πρώτης αγάπης; Η πρώτη αγάπη είναι μαγική. Γέρους ξανανιώνει, κάνει τους δειλούς ανδρείους, τους ναυαγούς να βρουν το σπιτικό τους, τους τυφλούς να βρουν το φως τους. Η πρώτη αγάπη είναι ασυμβίβαστη, γι’ αυτό είναι τόσο δυνατή. Δεν κοιτάει ούτε αν είσαι από καλή οικογένεια, ούτε εάν έχεις τη δουλίτσα και το σπιτάκι σου. Η πρώτη αγάπη είναι απάτητη σαν την ψηλή βουνοκορφή, βαθιά σαν τον πυθμένα της θάλασσας. Ευλογημένος όποιος νιώσει έστω και μια φορά στη ζωή του μια τέτοια αγάπη. Όποιος αγαπάει σαν κάθε φορά να είναι η πρώτη, είναι ευτυχισμένος».

Αυτά είπε η δασκάλα. Έλεγε κι έλεγε, ξεσκόνιζε τα τεφτέρια της, για να κάνει τα παιδιά να μη φοβηθούν την πρώτη αγάπη. Ευτυχώς, εκείνη τη χρονιά, κανένα παιδί δεν τη ρώτησε αφού τους λέει ότι είναι τόσο σημαντική η αγάπη, εκείνη γιατί είναι μόνη; Αυτό πάντα δυσκολευόταν να τους το εξηγήσει. Ήταν μόνη της για να μη λερώσει την αγάπη. Θεωρούσε τον εαυτό της ευλογημένο γιατί είχε την τύχη να γνωρίζει όχι μία, αλλά δύο πρώτες αγάπες. Κι επειδή είχε βιώσει τόσο μεγάλες απώλειες, είχε μάθει να ευγνωμονεί για το καθετί, μα κυρίως για την αγάπη. Έκλεινε τα μάτια, ξανά και ξανά οι ίδιες πλάκες, τα ίδια ραντεβού στα σκαλοπάτια, τα ίδια πρώτα αγγίγματα, τα ίδια αθώα φιλιά. Η ζωή την είχε κάνει να ματώσει, εισπράττοντας την προδοσία από τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα. Γι’ αυτό είχε μάθει να ζωγραφίζει την αγάπη ακόμα και με τα χρώματα της πιο βαθιάς νύχτας, ακόμα και με το ταπεινό σκουληκάκι που πίνει νερό.

 

Χαραμή Μεταξία

Ήρθε στο σχολείο μας, από το διπλανό χωριό, στα μισά της χρονιάς. Όταν μπήκε στην τάξη, την πρώτη μέρα, είδα τα μάτια του, καστανά ανοιχτά, γεμάτα φως. Συνομήλικος με εμάς, αρκετά ψηλός και ηλιοψημένος. Ντρεπόταν και μιλούσε σιγά. Κάθισε πίσω μου, με τον ξάδερφό μου. Λύθηκαν τα γόνατά μου. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι. Δεν μου ήταν γνώριμο αυτό το συναίσθημα. Όταν βγήκαμε διάλειμμα, τον κοίταζα και κοκκίνιζα. Μου μιλούσαν κι ήμουν αφηρημένη. Δεν άγγιξα το δεκατιανό μου, ούτε έπαιξα όπως τις άλλες μέρες. Καρδιοχτυπούσα, όταν πέρναγε δίπλα μου και φοβόμουν μην προδοθώ. Δεν πρόσεχα τον δάσκαλο και για πρώτη φορά δεν καταλάβαινα όσα έλεγε. Περνούσε ο καιρός και δεν αναγνώριζα το μέσα μου. Να το μοιραστώ με κάποιον, δεν γινόταν. Οι γονείς και οι δάσκαλοι, αυστηροί κι απόμακροι, δεν είχαν καιρό για χάσιμο. Μπορεί να έτρωγα και ξύλο. Αυτό το συναίσθημα κυριάρχησε στη ζωή μου για μεγάλο διάστημα, έκλεψε κάτι από τη παιδικότητά μου αλλά με ωρίμασε. Ήρθε προάγγελος του εφηβικού έρωτα που μετά από λίγα χρόνια, σαν καταιγίδα, παρέσυρε όλα όσα μου μάθανε και καθόρισε τη στάση μου στη ζωή. Γιατί ο έρωτας είναι επαναστάτης, γκρεμίζει και χτίζει ζωές από την αρχή. Σε κάνει μαχητή, αρκεί να μη φοβάσαι να μπεις στο παιχνίδι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;