Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Το ταξίδι μιας ομπρέλας

 


Γακοπούλου Βάγια

Η πτήση

Ένα καλοκαίρι περίμενε υπομονετικά στην ταράτσα του διώροφου σπιτιού όπου είχε βρεθεί μετά από τον δυνατό αέρα που την είχε αρπάξει από τα χέρια της μικρής της φίλης. Περίμενε σιωπηλά, σκονισμένη και μόνη, ίσως και με κρυφή χαρά το φθινόπωρο με τις βροχές και τους αέρηδές του, να την πάρει ψηλά στον ουρανό. Μέρες τώρα άκουγε από τα ανοιχτά παράθυρα για τη μεγάλη κακοκαιρία που ερχόταν και, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που ανησυχούσαν, εκείνη χαιρόταν πολύ που έφτασε επιτέλους η ώρα της πτήσης.

Από το πρωί αισθανόταν μια ελαφριά κίνηση σε όλο της το σώμα. Το μπαστούνι της έτρεμε στο τραχύ τσιμέντο και το λεπτό αδιάβροχο ύφασμα ανασηκωνόταν σε κάθε ριπή του ανέμου. Ώσπου, με ένα δυνατό φύσημα, βρέθηκε να πετάει. Αισθάνθηκε τη σκόνη να φεύγει και τη βροχή να ξεπλένει κάθε ίχνος λύπης που είχε μαζευτεί στις αρθρώσεις της. Άκουγε φωνές επιδοκιμασίας από τους ανθρώπους που την έδειχναν και θαύμαζαν τον χορό της. Είδε τον τρύγο και τις χαρές στα πατητήρια. Είδε τις φορτωμένες ροδιές με τα κατακόκκινα λαχταριστά ρόδια. Είδε όμορφα ντυμένα παιδιά με τις καινούργιες τσάντες τους να τρέχουν με γέλια για το σχολείο. Είδε πώς είναι να ζεις κι αυτό δεν θα της το έπαιρνε ποτέ κανείς πίσω!

 

Κολιαστάστη Δήμητρα

Η πολύχρωμη ομπρέλα

Η βροχή χόρευε ασταμάτητα στους δρόμους. Το φθινόπωρο έντυνε με χρυσό τα φύλλα δίνοντάς τους μια όψη παραμυθιού. Το άρωμα των μεστωμένων σταφυλιών αρωμάτιζε τις γειτονιές. Η μικρή ομπρέλα ξύπνησε από τον λήθαργο του καλοκαιριού. Χασμουρήθηκε χαρούμενη επιτέλους. «Φθινοπώριασε κι εγώ θα βγω ξανά έξω!»

Ήθελε να βραχεί, να φύγει η σκόνη από πάνω της. Άλλωστε γι’ αυτό ήταν πλασμένη, να προστατεύει από το νερό τα παιδιά. Ήταν πολύχρωμη, με διαφορετικά φύλλα κι αυτή ήταν η ομορφιά της. Την είχαν φέρει δώρο στην Ελένη για να την παίρνει στο σχολείο όταν έβρεχε. Της άρεσε να ακούει το κουδούνι, τα χαμόγελα, τις φωνές και να βαδίζει πλάι στις άλλες ομπρέλες που έλεγαν τις ιστορίες τους. Λάτρευε να στέκεται δίπλα στο τζάκι και να στεγνώνει ακούγοντας την Ελένη να διαβάζει. Μα και η μικρή την αγαπούσε, την πρόσεχε, δεν την πετούσε από εδώ κι από εκεί. Την τοποθετούσε με προσοχή στην θήκη της.

Ποιος είπε πως οι ομπρέλες δεν έχουν ψυχή;

 

 

Γράφτηκαν με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/photo/?fbid=10229547409543046&set=a.10201219933733855

Μπορείτε ν’ αφήσετε και τις δικές σας εκδοχές στα σχόλια.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;