Ο Πάρης είναι ένα αγόρι. Ο Χάρης είναι ένα άλογο. Ο Πάρης ζει με την οικογένειά του σ’ ένα σπίτι. Ο Χάρης ζει σε μια φάρμα. Ο Πάρης πηγαίνει σχολείο, σ’ ένα ειδικό σχολείο. Δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει. Όταν προσπαθεί να μιλήσει, δεν τον καταλαβαίνουν, μόνο οι γονείς του κάποιες φορές μαντεύουν τι θέλει να πει. Έτσι του είναι δύσκολο να εκφράσει τις ιδέες και τα συναισθήματά του. Αυτό τον θυμώνει πολύ και τότε κάνει πράγματα που πληγώνουν τον ίδιο και τους υπόλοιπους. Όπως εκείνο το μεσημέρι που επέστρεψε από το σχολείο αναστατωμένος κι ανήσυχος. Γυρνούσε αδιάκοπα γύρω γύρω από τον εαυτό του και κουνούσε τα χέρια του νευρικά. Η κοπέλα που τον φρόντιζε μέχρι να έρθουν οι γονείς του από τη δουλειά προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Μα δεν ησύχαζε κι όταν τον έβαλε στο τραπέζι για φαγητό, σηκώθηκε απότομα και πέταξε το πιάτο μακριά.
Έμεινε νηστικός και περίμενε τους γονείς του. Όταν ήρθαν, ούτε κι εκείνοι κατάφεραν να τον ηρεμήσουν. Ο Πάρης θύμωσε ακόμα περισσότερο γιατί κανένας δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Ένιωθε τον θυμό να φουσκώνει μέσα του και να φουσκώνει, σαν μπαλόνι έτοιμο να εκραγεί. Και τι κρίμα. Ήταν Τρίτη. Μακάρι να ήταν Πέμπτη γιατί κάθε Πέμπτη πήγαιναν στο κέντρο ιππασίας και για μια ολόκληρη ώρα έκανε βόλτα με το άλογο, τον Χάρη.
Ποιος ξέρει; Ίσως να υπήρχε και σήμερα κάποιο ελεύθερο άλογο, σίγουρα θα τον βοηθούσε πολύ αν πήγαινε για ιππασία. Πάντα τον βοηθούσε! Κάθε φορά που πήγαινε εκεί, ένα χαμόγελο ζωγράφιζε το πρόσωπό του για όλη την υπόλοιπη μέρα. Σήμερα στο πρόγραμμά τους είχαν να πάνε για ψώνια. Όμως αυτό θα μπορούσε να αλλάξει για μια φορά. Οι αλλαγές δεν άρεσαν καθόλου στον Πάρη και προσπαθούσαν ν’ ακολουθούν το αυστηρά πρόγραμμά τους, όμως οι γονείς του καταλάβαιναν ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη ιδέα για εκείνη τη μέρα. Τελικά στάθηκαν τυχεροί γιατί όχι μόνο υπήρχε ελεύθερο άλογο στο κέντρο ιππασίας αλλά αυτό ήταν ο Χάρης του!
Όταν έφτασαν, το άλογο τον περίμενε ξεκούραστο κι έτοιμο για βόλτα. Ο εκπαιδευτής βοήθησε το αγόρι να ιππεύσει. Κι εκείνο έκατσε με άνεση στη σέλα, έπιασε τα γκέμια κι ακούμπησε τα πόδια του στην κοιλιά του αλόγου. Τότε η ζεστασιά απ’ το κορμί του ζώου μεταφέρθηκε στο σώμα του Πάρη. Ξεκίνησαν για το μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος κι ο Πάρης ένιωθε την κίνηση του αλόγου σ’ όλο του το σώμα. Ήταν σαν να περπατούσε κι ο ίδιος γιατί άλογο και παιδί είχαν γίνει ένα! Σε κάθε καλπασμό ο Πάρης ένιωθε ότι οι φόβοι, που είχαν πλακώσει το στήθος του σαν ένας τεράστιος βράχος, άνοιγαν χαραματιές, έσπαγαν σε μικρότερα κομμάτια. Κι όσο κάλπαζαν, τόσο αυτά τα κομμάτια μίκραιναν μέχρι που έγιναν σκόνη κι εξαφανίστηκαν. Ο Πάρης τράβηξε απαλά τα γκέμια του αλόγου κι εκείνο κάλπασε λίγο πιο γρήγορα. Όσο άκουγε την ανάσα του αλόγου, τόσο καλύτερα ένιωθε, ηρεμούσε σιγά σιγά. Θα ’λεγε κανείς πως όταν ξεφυσούσε το άλογο, έπαιρνε τον αέρα από εκείνο το μεγάλο μπαλόνι του θυμού του και το έβγαζε έξω. Κι όσο το άλογο κάλπαζε και ξεφυσούσε, τόσο το μπαλόνι ξεφούσκωνε, ξεφούσκωνε, ξεφούσκωνε μέχρι που άδειασε εντελώς. Τώρα έπαψε να τον πιέζει και να τον στεναχωρεί. Κάποια στιγμή έσφιξε τα γκέμια για να το κάνει να σταματήσει. Ο Χάρης υπάκουσε κι έμεινε ακίνητος. Τότε το μικρό αγόρι ξάπλωσε πάνω του, του χάιδεψε τη χαίτη και του αγκάλιασε τον λαιμό. Μιλούσαν ο ένας στον άλλο με τον δικό τους τρόπο. Ο Πάρης έλεγε στο άλογο όλα αυτά που ήθελε να πει στους συμμαθητές του, στον δάσκαλό του, στους γονείς του. Όλα αυτά που ήθελε να πει και δεν μπορούσε να τα πει με λόγια. Κι έτσι όπως ήταν καβάλα στον τετράποδο φίλο του, ένα κύμα ηρεμίας απλώθηκε πάνω του. Ένα αστραφτερό χαμόγελο περιπλανήθηκε ανέμελα στο πρόσωπό του. Ο Χάρης, για μια ακόμα φορά, χάρισε αγάπη και χαρά στον φίλο του. Γιατί ο Πάρης έβρισκε τη χαρά του στο άλογο! Το άλογο ήταν ο φίλος κι ο σύντροφός του. Αυτό το περήφανο άλογο είχε τον τρόπο να χαρίζει χαρά, χαμόγελο και ελπίδα στο αγόρι. Έλεγαν ο ένας στον άλλο τα μικρά και μεγάλα μυστικά τους. Είχαν τον δικό τους μαγικό τρόπο να επικοινωνούν, να μιλούν με σιωπές, ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον.
Τζιάκη Δέσποινα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;