Ο Μέλιος γύρισε στην
πόλη και τριγύριζε τα σοκάκια σα χαμένο πρόβατο. Μασούσε λίγο λίγο τα κουλούρια
του, και τώρα είχαν μείνει στην τσέπη του μόνο ψίχουλα. Σε μια στιγμή,
γυρνώντας από ένα δρομάκι, άκουσε κάτι φωνές να τραγουδάνε ένα τραγούδι, που
πρώτη φορά τ’ άκουε στη ζωή του. Πλησίασε. Και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε κάτι
ανθρώπους. Ήταν εφτά, οι πιο πολλοί παλικάρια, βαλμένοι «εφ’ ενός ζυγού», με
μια παράξενη σημαία στην κορφή, που είχε ζωγραφισμένα απάνω της εργαλεία, και
την κρατούσε ένας κοντούλης με πουτούρια, που τραγουδούσε κι αυτός με πολύ ψιλή
φωνή. Γύρω γύρω είχε συναχτεί ντουνιάς και τους έβλεπε παραξενεμένος. Και λίγοι
πιο πέρα ήταν ξαπλωμένοι στο χώμα κάτι χωροφύλακες και περιμένανε να τελειώσει
το τραγούδι για να πυροβολήσουνε. Τόσην ώρα κάθονταν εκεί μπρούμυτα και
σημαδεύανε.
Μα οι καλοί σου… οι
τραγουδιστάδες το χαβά τους. Τραγουδούσανε
όλο και πιο δυνατά το τραγούδι τους που είχε όλο κι όλο δυό στιχάκια, που
έλεγαν για «δουλειά», γι’ «αργατιές» και για τέτοια.
Του Μέλιου πολύ του
άρεσε. Αν μάλιστα είχε κι άλλα στιχάκια, θα του άρεσε ακόμα πιο πολύ.
Παραμέρισε τον κόσμο και ζύγωσε περισσότερο. Ε! τι τρέχει, λοιπόν, εκεί;!! Τι
γυρεύει ο διαβολόγερος ο παπουτσής σε κείνη την κομπανία; Σάστισε, μπερδεύτηκε,
κι έκανε σα ζαλισμένο κοτόπουλο.
Ναι! Ανάμεσα στους
τραγουδισταράδες, τελευταίο στη σειρά, ήταν ο γερο-μπαλωματής, που του ‘φτιαχνε
τα παπούτσια του. Ο Μέλιος πήγε κοντά του και τον τράβηξε απ’ το σακάκι.
-Καλά, καλά… σε είδα…
του λέει ο γέρος. Τραβήξου μόνο κατά ‘κει, γιατί αυτοί δεν το ‘χουνε σε τίποτα
ν’ αρχινήσουνε τα «μπαμ» και τα «μπουμ».
-Μα γιατί; ρωτάει το
παιδί. Να ‘ρθω κι εγώ μαζί σας να τραγουδήσω;
-Όχι. Καρτέρα λιγάκι
ακόμη… Φεύγα τώρα κι έλα σε καμιά δεκαριά χρόνια.
Κείνη την ώρα
ακούστηκε:
-Πύρρ!...
Καπνός σηκώθηκε.
Βροντήξανε τουφέκια… Γυναίκες λιγοθυμήσανε. Σαν κατακάθισε ο καπνός, ο τόπος
ήταν άδειος, όπως στα παραμύθια.
Η άλλη μέρα έπεφτε ίσα
ίσα Σάββατο.
Αφανίστηκε ο Μέλιος να πάει στο γερο-παπουτσή
να του εξηγήσει τι πήγαιναν να πουν όλα αυτά.
-Και γιατί
τραγουδούσατε;
-Γιατί ήταν πρωτομαγιά.
-Και τότε γιατί σας
ντουφεκίσανε;
-Πάλι γι’ αυτό. Γι’
αυτό, μαθές. Γιατί ήταν πρωτομαγιά. Να με μπερδέψεις πας, ε, τριβολάκι! Ήθελα
να είχα τη γλώσσα κείνου που κράταε την παντιέρα. Να σόλεγα για Τσικάγα και για
τέτοια… Εγώ μόνο τα καταλαβαίνω. Κείνος τα λέει κιόλα. Άσε με κάτου!... Εσύ όλο τρως, εγώ όλο δουλεύω. Ο πλούσιος
βυζαίνει το φτωχό και ο φτωχός βυζαίνει τον εαυτό του. Καλά δεν τα λέω; Δώσ’
μου οχτώ ώρες ύπνο. Δώ ‘μου κι οχτώ ώρες γράμματα. Χαλάλι σου οι άλλες οχτώ, να
στις δουλέψω… Μα, κοίτα, ντε, και συ, κομματάκι, το θεό. Με σκολνάς. Τι θα
φάω; Έχω και τη φαμίλια. Η όρνιθα πίνει νερό, λέει, μα τηράει και το θεό. Εσύ
ούτε θεό τηράς… ούτε νόμο. Μα έχω κι εγώ το κολάι μου. Κατεβαίνω στη ρούγα και
στα λέω μια χαρούλα… Δεν είμαι μοναχός… α χα!... Σε γελάσανε!... Τώρα;… Α χα
χα! Αλλά!... Τι θάρρεψες; Μ’ αγριεύεις, ε; «Σκορπιστείτε» φωνάζεις. «Εδώ οι
χωροφυλάκοι μου… Τούτοι γυρεύουνε ψωμί –που ακούστηκε; Και γυρεύουνε και
γράμματα. Ακούς, μούτρα; Φωτιά…». Αστράφτουνε τα καριοφίλια… Ψάθα τα κορμιά οι
σκλάβοι. Πρώτη Μαΐου… Εσύ τράβα για
λουλούδια… Εγώ θα πάρω την παντιερούλα μου και θα κατέβω στο Τσικάγο.
Ξέρεις πού ‘ναι το Τσικάγο; Αμερική και βάλε!... Θα μου ρίξουνε; Ε… ας μου
ρίξουνε!...
-Ναι, αλλά σκορπάς…
-Σκορπάω.
Σκορπάω, γιατί είμαι μια φούχτα. Αύριο θα ‘μια μιάν αλώνα και μεθαύριο ένας
κάμπος ολάκερος. Κι άμα κοτάει, ας ρίξει. Άιτε, τώρα,
φεύγα. Τ’ αποδέλοιπα θα στα μάθει η ρούγα. Γελάς, ε; Τι λες τώρα με το νου σου…
«τον μπέρδεψα το γέρο». Άιτε, χάσου απ’ τα μάτια μου! Πρωτομαγιά σου λέει! «Ο Μάιος μας έφτασεν, εμπρός βήμα ταχύ».
Κολοκύθια μετά ριγάνεως. Αυτό είναι πρωτομαγιά! Σαν την Ανάσταση… Ανάστα ο θεός
κρίναι την γην. Πεινάς; Πεινώ. Φώνα να χορτάσεις. Εσύ ο άλλος πεινάς; Κι εγώ
πεινώ. Γκάριξε κι εσύ να χορτάσεις. Σ’
αδικέψανε; Μ’ αδικέψανε. Έλα μαζί μου. Εσένα τον άλλον, σ’ αδικέψανε; Μ’
αδικέψανε. Έλα κι εσύ μαζί μου. Όλοι αντάμα αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια.
Ξέρεις ποιος είναι ο ψωριάρης;
-Όχι.
-Ο κιοτής. Ο
μοναχοφάης. Σε γλέπω και θέλεις να γελάσεις με το γέρο κάτ’ απ’ το μουστάκι σου, ε; Μα δεν έχεις μουστάκι
και τη γλυτώνεις… Άντε, λείψε απ’ το κεφάλι μου!... Εχμεταλλευτή της
εργατουπορίας και της μάζας! Ακόμη δω είσαι; Μικρασιατικό κατάλειμμα της μάζας!
-Χμ!!... Δεν το λένε
έτσι. Εγώ ρώτησα εχτές και μου το είπανε σωστά. Το λένε «μικροαστικό
υπόλειμμα».
-Άι λείψε! Να τα μας!
Εσύ θα μου πεις τώρα! Μικρασιατικό απόπλυμα της μάζας και της εργατουπορίας!
Ούξου!...
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;