Μια φορά και έναν καιρό,
σε μια μακρινή πολιτεία, ζούσε μια μάγισσα που λεγόταν Κρίση. Η Κρίση αγαπούσε
πολύ το χρήμα και ήθελε να γίνει η πιο πλούσια μάγισσα στον κόσμο. Έτσι, κάθε
βράδυ, έστελνε τα ξωτικά της στα γύρω σπίτια να μαζέψουν όσα περισσότερα
χρήματα μπορούσαν.
Οι
κάτοικοι της πολιτείας δούλευαν σκληρά όλη μέρα και κρατούσαν το βράδυ τα
χρήματά τους σε ένα σεντούκι, που ήταν καλά κλειδωμένο. Τα ξωτικά όμως, είχαν τη δύναμη με το μαγικό
τους κλειδί να ξεκλειδώνουν όλα τα σεντούκια και να παίρνουν λίγα λίγα τα
χρήματα. Κάθε πρωί, οι άτυχοι κάτοικοι της πολιτείας άνοιγαν το σεντούκι και
απογοητευμένοι έβλεπαν τις οικονομίες τους να εξαφανίζονται. Τα χρήματα τους
ήταν όλο και πιο λίγα, ώσπου στο τέλος του μήνα δεν τους έμενε τίποτα.
Κάποια
μέρα λοιπόν, οι κάτοικοι της πολιτείας αποφάσισαν να συνεδριάσουν για να
αποφασίσουν πώς θα ξεφύγουν από την κακιά τους τύχη. Όλοι γνώριζαν ότι πίσω από
την απώλεια των χρημάτων τους βρίσκεται η μάγισσα Κρίση. Οι περισσότεροι δεν
τολμούσαν να την αντιμετωπίσουν και προτιμούσαν να ζουν φτωχικά. Άλλοι
πρότειναν στο συμβούλιο να επιτεθούν στο κάστρο και να κλέψουν όλα τα χρήματα
της μάγισσας Κρίσης. Μάλιστα, πίστευαν ότι έπρεπε να βάλουν τα ξωτικά να
δουλεύουν γι’ αυτούς και οι ίδιοι να πάνε διακοπές.
Οι
συζητήσεις γίνονταν όλο και πιο έντονες και σκέπασαν την πολιτεία σαν άγριο
μελίσσι. Ώσπου ξαφνικά, μια φωνή ακούστηκε από το βάθος και όλοι σώπασαν. Ήταν
η φωνή της σοφής γριάς-δασκάλας. Η γρια-δασκάλα -όλοι είχαν ξεχάσει πια το
όνομά της- είχε ζήσει πολλά χρόνια στην πολιτεία, και ήξερε πολύ καλά να
αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής, γι’ αυτό όλοι σέβονταν τη γνώμη της.
-
Δεν πρόκειται να πετύχουμε τίποτα έτσι! Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να
συναντήσουμε τη μάγισσα Κρίση στο χρυσό της κάστρο και να συζητήσουμε μαζί της.
Ίσως, αν της εξηγήσουμε, καταλάβει πόσο δύσκολα περνάμε και μας λυπηθεί.
Αφού
το σκέφτηκαν λίγο και αφού ακούστηκαν δυο τρία ‘’χμ’’ και ‘’μα’’ και ‘’πώς’’, ξεκίνησαν
διστακτικά το δρόμο για το κάστρο της μάγισσας Κρίσης. Αυτός ο δισταγμός όμως,
καθώς ανηφορίζανε προς το κάστρο, μετατράπηκε σε ενθουσιασμό και λαχτάρα να
διεκδικήσουν το δίκιο τους και τις περιουσίες τους.
Σε
λίγα λεπτά βρίσκονταν έξω από το επιβλητικό κάστρο της μάγισσας Κρίσης. Από
κοντά φαινόταν ακόμη πιο αστραφτερό και λαμπερό. Οι τοίχοι του ήταν πελώριοι
και φορτωμένοι από πλεξούδες πολύχρωμων λουλουδιών, τα πορτοπαράθυρα ήταν
ολόχρυσα και φυσικά καλά ασφαλισμένα για να μην μπορεί να μπει κανείς. Στην
κεντρική είσοδο εμφανίστηκαν δυο ξωτικά και με μια τρομακτική, τσιριχτή φωνή ρώτησαν:
-
Τι θέλετε εδώ;
-
Ήρθαμε να πάρουμε πίσω ό,τι μας ανήκει,
απάντησαν με μιας οι κάτοικοι της πολιτείας.
Τα ξωτικά κοιτάχτηκαν
απορημένα και άρχισαν να γελούν, δείχνοντας με το κοκαλιάρικο δάχτυλό τους,
τους απρόσμενους επισκέπτες τους. Γελούσαν δυνατά, έπιαναν τις κοιλιές τους απ’
τα γέλια, κόντευαν να πνιγούν από τα χαχανητά, ώσπου οι κάτοικοι δεν άντεξαν
άλλο την κοροϊδία…Έσπρωξαν τα προκλητικά ξωτικά με δύναμη και ξεχύθηκαν στο
εσωτερικό του κάστρου.
Εκεί, συνάντησαν τη μάγισσα Κρίση, καθισμένη στον
αγαπημένο της κόκκινο θρόνο. Η Κρίση τους κοίταξε υποτιμητικά και τους ρώτησε
με δυνατή φωνή:
-
Πώς τολμήσατε να μπείτε στο κάστρο μου,
ασήμαντα ανθρωπάκια;
-
Τολμήσαμε, όπως τολμούν κάθε βράδυ τα
ξωτικά σου να έρχονται στα σπίτια μας και να κλέβουν τις περιουσίες μας. Θέλουμε μόνο αυτό που μας ανήκει, τους
απάντησε η γρια-δασκάλα.
-
Ό,τι σας ανήκει είναι δικό μου, ούρλιαξε
η μάγισσα και κάλεσε όλα τα ξωτικά να διώξουν τους κατοίκους από το κάστρο της.
Όμως,
οι κάτοικοι της πολιτείας θύμωσαν πιο πολύ από πριν και άρχισαν να καταστρέφουν
ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τα μάτια τους άρχισαν να βγάζουν σπίθες και τα μάγουλα τους ήταν αναψοκοκκινισμένα,
θαρρείς πως ένα μαγικό ραβδί τους είχε μετατρέψει με μιας σε ακαταμάχητους
υπερασπιστές των δικαιωμάτων τους. Έριχναν κάτω τα έπιπλα, γκρέμιζαν κι έσπαγαν
τους τεράστιους πολυελαίους, έκαιγαν τις βαριές κουρτίνες...
Τα
ξωτικά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα και τη Μάγισσα Κρίση την έπιασε… κρίση!
Έτρεχε, ούρλιαζε, έκλαιγε…
-
Σταματήστε όλοι, είπε με πνιχτή φωνή η
γρια-δασκάλα και ευτυχώς για ακόμη μια
φορά όλοι υπάκουσαν. Δεν ήρθαμε ως εδώ για να καταστρέψουμε το κάστρο και να
σου προκαλέσουμε πόνο. Το μόνο που θέλουμε είναι αυτό που μας ανήκει, τον κόπο
μας, όσα μας πήρες τόσο καιρό.
Τότε η μάγισσα Κρίση,
με δάκρυα στα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε με αποφασιστικότητα τους
εξαγριωμένους κατοίκους.
-
Μάθετε, λοιπόν, ότι κι εσείς έχετε κάτι
δικό μου, κάτι που μου ανήκει! Κάποτε...είχα ένα γιο! Ζούσαμε όμορφα και
ευτυχισμένα στο κάστρο. Ο άντρας μου μας φρόντιζε και κάθε μέρα που ξημέρωνε
ήταν παραμυθένια. Όμως, μια αρρώστια που μάστιζε την πολιτεία, τον πήρε μακριά
μας και έμεινα μόνη να παλεύω για τον μονάκριβό μου. Προσπάθησα πολύ να του
δώσω τα πάντα. Μια μέρα όμως με εγκατέλειψε και ήρθε να μείνει μαζί σας. Θα
ήταν πιο ευτυχισμένος εκεί μου είπε. Δεν κατάφερα να τον σταματήσω και από τότε
δεν τον ξανάδα.
-
Ίσως ήρθε η ώρα να μάθεις κι εσύ κάποια
πράγματα, της απάντησε η γρια-δασκάλα. Την αρρώστια τη θυμάμαι, πώς να μην
μπορούσα άλλωστε… Αλλά ξεχνάς κάτι…Το παιδί δε σου ανήκει, κανείς δεν ανήκει σε
κανέναν. Όλοι είμαστε ελεύθεροι και η ζωή μας είναι το αποτέλεσμα των πράξεων
μας. Ίσως κι εμείς, οι κάτοικοι της πολιτείας που φτάσαμε ως εδώ, κάναμε λάθη…Αλήθεια
μάγισσα Κρίση, σκέφτηκες πόση μοναξιά ένιωθε ο γιος σου όλο αυτόν τον καιρό;
Δεν ήθελε χρήματα, πλούτο και χρυσάφι αλλά λίγη αγάπη, τρυφερότητα και χρόνο.
Χρόνο με τη μητέρα του…
-
Ίσως έχεις δίκιο, αλλά πια τι μπορώ να
κάνω;
-
Δώσε πίσω όσα οφείλεις στους κατοίκους
της πολιτείας κι εγώ θα σου φέρω πίσω τον γιο σου.
-
Φυσικά και θα το κάνω αλλά πλέον δε
χρειάζεται να μου το ζητήσεις. Κατάλαβα, κατάλαβα καλά…Η ευτυχία δεν έρχεται με
τον πλούτο αλλά φωλιάζει στις καρδιές μόνο όσων είναι με τους αγαπημένους τους.
Ξαφνικά,
μπροστά στην Κρίση εμφανίζεται ένας νέος μελαχρινός άντρας, την πλησιάζει και
πέφτει γεμάτος χαρά στην αγκαλιά της. Η Κρίση δεν πιστεύει στα μάτια της...Είναι
ο μονάκριβος γιος της! Όλοι ξεσπούν σε
χειροκροτήματα και μια νέα εποχή ξεκινά για την μακρινή πολιτεία!
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΡΗ
Με λένε Ιωάννα Κακούρη.
Γεννήθηκα στο Αγρίνιο το 1987. Σπούδασα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής
εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών και μόλις ξεκίνησα το μεταπτυχιακό μου στο
Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ασχολούμαι με
το ερασιτεχνικό θέατρο και είμαι μέλος της Εθελοντικής Ομάδας Νεολαίας
"ΔΡΩ" του Δήμου Φαιστού, όπου
και διαμένω μόνιμα. Εργάζομαι ως αναπληρώτρια δασκάλα σε δημοτικά σχολεία τα
τελευταία εννιά χρόνια.
Το κείμενο γράφτηκε για
την καρτέλα της μάγισσας, με αφορμή τις Παραμυθοδρομίες «Φτιάξε ένα παραμύθι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;