Αρχή του παραμυθιού,
καλησπέρα σας.
Μια φορά ήτανε ένας
γέρος κι είχε μια μηλιά, και αυτή η μηλιά έκανε και διάφορα μήλα. Μια μέρα
γεναργιάτικη έλαχε κι επέρασε ο βασιλιάς ντυμένος τεπτίλι και είδε το γέρο που
εκαθόντανε από κάτω από τη μηλιά και εφύλαε του λέει: «Τι κάνεις, γέρο,
αυτουδά;». «Φυλάω, αφέντη, τα μήλα της μηλιάς μου». «Και πού τα βρήκε τέτοιο
καιρό η μηλιά σου τα μήλα;». «Πάρε, αφέντη», του λέει ο γέρος, και του κόβει τα
μήλα και του τα δίνει. Τότες ο βασιλιάς του αφήνει μια γραφή και του λέει πως
«Αύριο να ‘ρθεις στο μεγαλύτερο σπίτι της χώρας να μ’ εύρεις». Έτσι του‘πε κι
έφυγε. Σαν την αυριανή παίρνει το γραμματάκι ο γέρος και πάει στο παλάτι, γιατί
εκείνο ήτανε το μεγαλύτερο σπίτι της χώρας. Καθώς πάει, τόνε θωρεί ο πρώτος
σολντάδος έτσι άτσαλο και κακοντυμένο, τον έβρισε και τον έσπρωχνε για να
φύγει∙ μα ο γέρος του ‘δειξε το γραμματάκι του και έτσι τον άφησε κι εμπήκε.
Για να μην τα πολυλογούμε τα ίδια έπαθε και στο δεύτερο και στον τρίτο
σολντάδο, και σαν επήγε στον υστερνό που ‘τανε πια στην πόρτα του βασιλιά
εκείνος δεν έχασε καιρόν, μόνον μαζί με τις βρισιές εσήκωσε και το κοντάκι της
μπαγιονέτας του και έδωσε του καμένου του γέρου, που του μελάνιασε τα κρέατά
του, γιατί, λέει, είχε την αδιαντροπιά ν’ ανέβει και να λερώσει τις σκάλες με
τα παλιότσάρουχά του. Ο καμένος ο γέρος εθύμωσε τότες κι έφυγε. Μα ο βασιλιάς
καθώς εξύπνησε, ερώτησε αν ήρθε κανένας γέρος χωριάτης στο παλάτι. Του ‘πανε
πως ήρθε και πως τον εβγάλανε∙ τότες εθύμωσε και έπεψε ανθρώπους για να τόνε
φέρουνε. Ο γέρος δεν ήθελε να ‘ρθει πια, μα με τα πολλά τα παρακάλια τόνε
καταφέρανε και ήρθε. Σαν τον είδε ο βασιλιάς, του ‘πε κι έκατσε ύστερις του
‘δωκε ένα γραμματάκι να πάει στον κασιέρη του να του δώσει εκατό φλουριά∙ σαν
εβγήκε ο γέρος, έχασε ο καμένος τα κατατόπια του παλατιού και επάγαινε από
πόρτα σε πόρτα και οι σολντάδοι που ‘τανε στις πόρτες, θωρώντας τόνε άτσαλο και
κακοντυμένο τον εβρίζανε και τον σπρώχνανε από δω και από κει. Ύστερις από
πολλά βάσανα επήγε στου κασιέρη και εκείνος, σαν είδε το γράμμα του βασιλιά, του
‘δωκε ευθύς τα εκατό φλουριά∙ σαν του τα ‘δωκε, του λέει ο γέρος: «Αφέντη
κασιέρη, δώσε μου, να ‘χεις καλό, μια πένα κι ένα καλαμάρι και χαρτί». «Γιατί
τα θέλεις;» του λέει ο κασιέρης. «Για να γράψω μια παραγγελιά των παιδιών μου,
πως σε τέτοιες μεγάλες πόρτες να μην έμπουν ποτέ, μήτε αυτά μήτε τα παιδιά τωνε
μήτε η γενιά της γενιάς τωνε».
Μηδ’ εγώ ήμουνα εκεί
μήτε του λόγου σας να το πιστέψετε.
ΚΩΣΤΑΣ
ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ,
Ελληνικά
λαϊκά παραμύθια (βιβλίο πρώτο), εκδόσεις ποταμός.
…
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθια ή ποιήματα), διηγήματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων
λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Την εικόνα έκανε η Άννα Τούσια.
(εκκρεμεί
βιογραφικό)
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα του «Ένα
κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;