Μάτια
κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για
να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και
συ στο σπιτάκι σου,
μια
γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και
τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η
μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η
άνοιξη του παίζει και δεν τηνε ξέρει πια.
Στις
φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί
σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για
να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και
συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για
να χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο.
Λεύτερος μέχρι το μεδούλι των κοκάλων του
δεν
άντεξε τους ίσκιους, τα φριχτά κλειδιά,
τις
προσωπίδες, τα χαμηλωμένα αισθήματα:
-
Όρμησε καταπάνω τους
με
το χλωρό σπαθί της νιότης του.
Δύσκολη
η Λευτεριά, επικίνδυνη,
ευαίσθητη,
σαν το φτερό της πεταλούδας,
αράγιστη
σαν το διαμάντι, τρομερή,
αιώνες
πεθαμένη ξαφνικά ανασταίνεται
πάνω
και πέρα από το φόβο
και
τον χρόνο.
Για
να έχω εγώ δικιά μου τη φωνή
το «ναι» και τ’ «όχι» μου
και
συ όρθια και ωραία την περηφάνειά σου,
για
να ’χουν τα παιδιά μας
τα
δικά τους βήματα στο φως,
μέσα
στο θάνατό του, σκοτεινός,
κείτεται,
ο γενναίος, ο νέος,
-δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε.
ΛΕΝΑ
ΠΑΠΠΑ
Αναδημοσίευση
από εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;