Το μπαουλάκι στη γωνιά της αποθήκης είναι ζωγραφισμένο με όμορφα σχήματα. Τρυπώνω συχνά
εκεί και κάθομαι πάνω του. Είναι το θρονί μου, στο βασίλειο των χρήσιμων
πραγμάτων. Θέλω να το ανοίξω. Να μάθω τον λόγο που η γιαγιά Γιασεμίνα μού λέει
ψέματα. «Άδειο είναι, μικρούλα μου. Μη σε τρώει η περιέργεια.»
Αλλά ποιος κλειδώνει
αέρα σ’ ένα μπαουλάκι κι εξαφανίζει το κλειδί; Απ’ την κλειδαρότρυπα ξεχύνεται
κάθε φορά ένα μελτεμάκι που φουσκώνει τη φαντασία μου σαν μπαλόνι, φυσώντας την
ψηλά, με τα πουλιά.
Ακουμπώ την πλάτη μου
στον τοίχο, κλείνω τα μάτια και μπαίνω μέσα στις διηγήσεις της γιαγιάς. Και να! Ένα δάσος αρχίζει να βουίζει και τα σκεπάρνια των ξυλοκόπων ακούγονται
γκαπ-γκουπ πάνω στους κορμούς των δέντρων. Τα ξύλα σωριάζονται στο μονοπάτι κι οι εργάτες τα κουβαλάνε στοναυτοκινητόδρομο, ζεύοντάς τα στα μουλάρια. Ύστερα τα κόβουν και τα πουλάνε στους
ξυλομαραγκούς. Το μπαουλάκι της αποθήκης μας κατάγεται απ’ το δάσος των
πανύψηλων πεύκων του βουνού. Το ξύλο του μοσχομυρίζει ρετσίνι. Η γιαγιά δεν
ξέρει πότε ακριβώς φτιάχτηκε. Ξέρει μόνο πως είναι παμπάλαιο και δεν το πιάνει
σαράκι, γιατί κανένα ξυλοφάγο έντομο δεν πλησιάζει το ρετσίνι. Ξέρει ακόμα πως
το είχε παραγγείλει στα νιάτα της η δική της η γιαγιά, στον καλύτερο ξυλουργό,
για να βάλει μέσα τα χρυσαφικά, τα γιορντάνια, τα φλουριά, και τη μεταξένια
φορεσιά του γάμου της. Και τώρα λέει πως είναι
αδειανό. Τι γίνανε τα χρυσαφικά,
τα γιορντάνια, και τα μετάξια του γάμου της προπρογιαγιάς; Μήπως είναι ακόμα
εκεί μέσα; Μήπως κάθομαι πάνω σ’ έναν θησαυρό και δεν το ξέρω; Αλλά και να
γνώριζα, τι με νοιάζουν εμένα τα παλιά χρυσάφια, τα φλουριά και τα μετάξια; Ένα
μικρό κορίτσι είμαι. Μια μικρή ονειροπόλα, καθώς λέει η μαμά.
Αχ! Αυτή η μαμά! Γιατί
λέει τέτοια πράγματα για μένα; Όταν τη ρώτησα που είναι το κλειδάκι, για ν’ ανοίξω
το μυστήριο μπαουλάκι μού απάντησε πως είναι στου φιδιού την τρύπα.
Και τώρα που το
σκέφτομαι τρομάζω. Μπορεί ένα μικρό φιδάκι, με το κλειδάκι στο στόμα του, να
συρθεί απ’ την τρύπα του ως εδώ, να ξεκλειδώσει με τα φαρμακερά δοντάκια του το
μπαουλάκι και να κουλουριαστεί στον πάτο του;
Μπορεί ακόμα να περάσει απ’ την κλειδαρότρυπα και να στρωθεί στον
ύπνο; Δεν υπάρχει πιο ήσυχη κρεβατοκάμαρα για ένα φιδάκι. Αρωματισμένη
με ανάσα πεύκου και ντυμένη με βελούδινο σκοτάδι. Κι αν έλθει στ’ αλήθεια το
καστανόμαυρο φιδάκι και περάσει κυματιστά πάνω απ’ τα πόδια μου; Κι αν αυτή τη
στιγμή βρίσκεται μέσα στο μπαουλάκι;
«Μαμάαα, βοήθεια!» Η μαμά έφτασε τρομαγμένη. «Μαμά! Ένα φιδάκι μπήκε απ’ την κλειδαρότρυπα στο
μπαουλάκι».
Η μαμά έφυγε τρεχάτη να
φωνάξει τη γιαγιά. Γύρισαν γρήγορα μαζί,
κρατώντας πετσέτα και μια πλατιά
θαλασσόπετρα. Η γιαγιά έβαλε στην
κλειδαριά ένα μαύρο κλειδάκι. Άνοιξε το μπαούλο, έριξε μέσα τη χοντρή πετσέτα
κι άρχισε να κοπανάει με τη
θαλασσόπετρα.
«Σταματήστε!» φώναξα. «Νομίζω
ότι το είδα στον ύπνο μου. Νομίζω πως σας είπα ψέματα.»
«Θα σου το ξεριζώσω το
κοτσίδι» φώναζε έξαλλη η γιαγιά. Πρόλαβα και είδα στον πάτο μια όμορφη φλογέρα,
ζωγραφισμένη με ψιλολούλουδα. Αλλά δεν με άφησαν να την αγγίξω.
Την άλλη μέρα με ρώτησε
η μαμά. «Κοριτσάκι μου, θα ήθελες να μάθεις να παίζεις φλογέρα;»
Δέχτηκα με χαρά κι άρχισα μαθήματα μουσικής με τη λουλουδάτη φλογέρα του μικρού μου μπαούλου. Η
γιαγιά μού μετέφερε την ιστορία της φλογέρας.
Την είχε δωρίσει στη δική της τη γιαγιά ένα βοσκόπουλο κι είχε χαράξει
στην άκρη της, τη χρονιά που την έφτιαξε. 1903. Της είχε μάθει να παίζει κάτω
απ’ το μεγάλο δέντρο, στην άκρη του λιβαδιού. Το βοσκόπουλο τής δίδαξε τους
σκοπούς του βουνού και του κάμπου. Αλλά εκείνα τα χρόνια τα παλιά, τα κορίτσια
απαγορευόταν αυστηρά να παίζουν μουσικά όργανα.
Κι εκείνη έπαιζε κρυφά απ’ τους δικούς της, στις εξοχές και τα
βοσκοτόπια. Κι όταν παντρεύτηκε, έκρυψε τη φλογέρα μαζί με τα χρυσαφικά και τα
μεταξωτά της στο μπαουλάκι. Κι άφησε εντολή να δοθεί η αγαπημένη της φλογέρα στο
πρώτο κορίτσι της γενιάς της, που θα μπορούσε ελεύθερα να παίζει και να
τραγουδά, σε αυλές, σε γειτονιές και πανηγύρια. Κι έτυχε αυτό το κορίτσι να
είμαι εγώ. Μια ακόμα Γιασεμίνα στην αλυσίδα του σογιού. Είμαι πολύ χαρούμενη.
Κάθομαι τώρα στο αιωνόβιο μπαουλάκι μου, εκατό τόσα χρόνια μετά, και παίζω
γλυκόηχους σκοπούς. Το σέρνω μαζί μου. Το παίρνω στα χέρια σαν σκαμνάκι. Μια
μέρα το πήρα στη γιορτή του σχολείου. Κάθισα πάνω του κι έπαιξα στη φλογέρα
μου, όλα όσα είχα μάθει. Και τα παιδιά χόρευαν ολόγυρά μου, χοροπηδώντας σαν τα
κατσικάκια. Τώρα το μπαουλάκι μου είναι ευτυχισμένο κι ας είναι παλιό και
γερασμένο. Θα το φροντίζω, θα το ζωγραφίζω, θα το παίρνω αγκαλιά και δεν θα
νιώθει μοναξιά στη σκοτεινή αποθήκη. Γιατί τώρα κοιμάται κοντά μου. Έχει μια
καθαρή γωνιά στο δωμάτιό μου. Γιατί δεν είναι κάποιο χωρίς αξία το σπουδαίο
μπαουλάκι μου…
ΕΛΣΑ
ΧΙΟΥ
H Έλσα Xίου κατάγεται
από τη Σάμο. Zει μόνιμα στο νησί και ασχολείται με τη δημοσιογραφία, το
ραδιόφωνο και τη λογοτεχνία. Κείμενά της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και
λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει πάρει πολλαπλά βραβεία για το λογοτεχνικό της έργο.
Η νενέ η Σμυρνιά, το πρώτο της μυθιστόρημα, έχει βραβευτεί με το βραβείο
IΠEKTΣI.
Η ιστορία γράφτηκε για
την καρτέλα «Μπαουλάκι».
Όλες οι
παραμυθοκαρτέλες εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;