Ο θείος Πέτρος ρώτησε. «Κωστή, φέρατε καλάμια;»
Τα καλάμια τα ξεβράζει
στ’ ακροθαλάσσι μας η Νοτιά. Με την αδελφή μου διαλέξαμε τα καλύτερα. Ο θείος κατασκευάζει τους χαρταετούς μας μ’ αυτά. Η μαμά μαζεύει κουρελάκια και φτερά
όλο τον χρόνο για τις φουντωτές και μακριές ουρές τους. Πόσο γρήγορα δουλεύουν
τα δάχτυλα του θείου Πέτρου! Στεκόμαστε μπροστά στην αυλή του και τον κοιτάμε.
Σχίζει και κόβει με τον σουγιά καλαμένια πηχάκια. Ανοίγει το μέτρο του και
μετρά. Φτιάχνει με μαστοριά τα ζύγια και στερεώνει με προσοχή το ειδικό χαρτί πάνω
στα σταυρωτά καλαμάκια. Κι ύστερα ζωγραφίζει και σμίγει τα χρώματα της γης με
το αέρινο γαλάζιο του θαλασσινού ορίζοντα. Όλα πάνω στους χαρταετούς του είναι
διαλεγμένα για χαρούμενα πετάγματα στα ύψη. Οι ουράνιες κλωστές του κρατούν
γερά τα πουπουλόφτερα και τα πολύχρωμα λουριδάκια της ουράς του. Λέει πως ο
κάθε χαρταετός είναι μια ξεχωριστή ιπτάμενη ψυχή με λεπτά αισθήματα. Πετάει
ψηλά για να σμίξει με τους αόρατους αγγέλους. Ν’ ακούσει το τραγούδι τους και
να νιώσει χαρά κι απέραντη αγάπη για όλα τα πλάσματα της γης.
Τη καθαρή Δευτέρα
έρχονται φίλοι και συγγενείς. Στρώνουμε τραπέζι κάτω απ’ το χοντρόκλαδο
αρμυρίκι της αμμουδιάς, που γειτονεύει με την αυλή του σπιτιού μας. Στο
αρμυρίκι ζουζουνίζουν μέλισσες. Στα αμμολούλουδα φτεροκοπούν πεταλούδες. Σε
λίγο ο ουρανός θα γεμίσει χαρταετούς και η ακρογιαλιά μας κόσμο.
Στο τραπέζι μας τώρα απλώθηκαν
νηστίσιμα φαγητά. «Τι νόστιμη που είναι η νηστεία!» λέει η μαμά μ’ ένα όρθιο
πιρούνι στο χέρι, σαν το καμάκι του ψαρά. Όλα, ζωάκια της θάλασσας, ψημένα στις
πιατέλες. Τίποτα δεν αγγίζω. Ξέρω τα
πάντα για το χταπόδι, για την πονηρή σουπιά, για το πανέξυπνο καλαμάρι, και τις
χαζογαρίδες που πάνε μπουλούκι και πιάνονται στο δίχτυ. Η μαμά μου, για έναν
αχινό με πορτοκαλοκόκκινα αυγά, θα μπορούσε να δώσει, ακόμα και το μαργαριταρένιο
της κολιέ, που κι αυτό, έγινε χάντρα τη χάντρα από ένα πλήθος νηστίσιμα
όστρακα, που φτιάχνουν πολύτιμα λευκά μαργαριτάρια στα σπλάχνα τους. Όλος ο
κόσμος είναι γεμάτος με κρυμμένα πράγματα αξίας. Αλλά σήμερα, το σπουδαιότερο
απ’ όλα, είναι ο χαρταετός μου.
Το αγεράκι δυνάμωσε. Πήρε
το τραγούδι της μαμάς μου και τη μουσική απ’ το ακορντεόν του μπαμπά και τ’
ανέβασε ως τον απέναντι δασωμένο λόφο. Εκεί είναι κρυμμένες οι σκηνές και τα
παραπήγματα των προσφύγων.
Η μαμά τραγουδάει τώρα
το αγαπημένο τραγούδι της μητέρας της. Της πεισματάρας γιαγιάς μου. Που κρατάει
μυστική τη συνταγή της ταραμοσαλάτας της.
«Να με παίρνανε τα
σύννεφα, οι άνεμοι, τα κύματα, να με πάνε σ’ ένα όμορφο νησί.»
Ο θείος Πέτρος μας
μοίρασε τους χαρταετούς μας. Υψώνει έναν έναν και τον παραδίδει στο κάθε παιδί
της παρέας. Οι χαρταετοί ανεβαίνουν. Κρατάμε αποστάσεις. Με την αδελφή μου
ξεμακρύναμε απ’ τους άλλους. Οι χαρταετοί μάς σέρνουν. Θέλουν να μας τραβήξουν
ψηλά. Μόνο το τραγούδι της μαμάς φτάνει ως τους χαρταετούς. Η μουσική και το
γιορτινό τραγούδι ξεχύνονται τώρα ως τον γαλάζιο φωτεινό ουρανό μας.
Το αγεράκι τρελάθηκε.
Φυσάει από παντού, φτιάχνει σπείρες και ρεύματα. Κάνει τους χαρταετούς να
χορεύουν. Βουτάνε στο κενό και αναδύονται ορμητικά. Ανεβήκανε πολύ ψηλά. Τώρα μοιάζουν με
χρωματιστά άστρα που κρατήσανε τη σαϊτιά της ουράς τους, μετέωρη, ν’ ανεμίζει
στο πέλαγος. Το σμήνος των γλάρων που πέταξε ψηλά για να τους φτάσει, άλλαξε πορεία.
Τώρα οι γλάροι πετούν προς το λόφο. Το αεράκι δυνάμωσε κι άλλο. Ο χαρταετός της
αδελφής μου ήλθε πολύ κοντά στον δικό μου. Να τώρα ακούμπησαν οι ουρές τους.
Μας τραβάνε με δύναμη.
«Δεν μπορώ να τον
κρατήσω άλλο!» φωνάζει η αδελφή μου. Τα δαχτυλάκια της χαλάρωσαν και ελευθερώθηκε.
Η ουρά του έμπλεξε με την ουρά του δικού μου. Τραβάνε τώρα και οι δύο προς τη
κατεύθυνση των γλάρων. Ο σπάγκος μου τεντώθηκε πολύ. Δεν έχω άλλη δύναμη.
Φωνάζω τον θείο Πέτρο. Δεν ακούει. Έπιασε κι αυτός το τραγούδι. Ο σπάγκος μου
έσπασε! Οι χαρταετοί μας πετάνε τώρα μαζί με τους γλάρους, προς τον κοντινό
σκουπιδότοπο γύρω απ’ τον καταυλισμό των προσφύγων. Και τώρα ντρέπομαι να δουν
τα δάκρυά μου. Είναι κρίμα κι άδικο ο ομορφότερος χαρταετός του κόσμου, ο δικός
μου αετός , να καταλήξει στα σκουπίδια.
Έβαλα τις φωνές. Φωνάζω
τον θείο μου, κλαίγοντας. «Γρήγορα!» είπε. «Μπες στ’ αυτοκίνητο, να προλάβουμε».
Τρέχαμε στον χωματόδρομο του λόφου διασχίζοντας το δασάκι. Οι γλάροι χαμηλοπετούσαν
στα σκουπίδια. Προχωρήσαμε. Στις πρώτες σκηνές του καταυλισμού μια απλώστρα
ανέμιζε από δέντρο σε δέντρο. Στο πρώτο δυο σκούρα αγόρια προσπαθούσαν να ξεμπερδέψουν
απ’ τα κλαδιά του τις ουρές των χαρταετών μας. Ο θείος σκαρφάλωσε και τις
ξέμπλεξε γρήγορα.
Από αγέρα σ’ αγέρα, κι
από ριπή σε ριπή, εκεί διάλεξαν να σκαλώσουνε. Στις σκηνές και τα παραπήγματα,
των παιδιών που ζούνε χωρίς φως, χωρίς φωτιά, χωρίς τραπέζια, και νοστιμιές,
χωρίς ειρήνη, χωρίς γη, χωρίς γιορτή.
Ο θείος Πέτρος με
κοίταξε στα μάτια. Τον ένιωσα. Ύψωσε ξανά τους χαρταετούς και τους έβαλε στα
χέρια των προσφυγόπουλων. Και πέταξαν οι χαρταετοί πάνω απ’ τα καταφύγια των
κατατρεγμένων και γέμισε χαρούμενες φωνές το δάσος και τα παιδιά όλα σήκωναν τα
χέρια ψηλά χαιρετώντας την απρόσμενη χαρά που τους έτυχε. Φεύγοντας ο θείος μουρμούρισε. «Τελικά αλήθεια
είναι, Κωστή. Οι χαρταετοί έχουν κάτι απ’ την αγάπη των αγγέλων. Και κάθε
τέτοια μέρα, πετάνε ψηλά, για να μας θυμίσουν τον χαμένο Παράδεισο. Τη χαμένη
και λησμονημένη καλοσύνη.»
ΕΛΣΑ
ΧΙΟΥ
H Έλσα Xίου κατάγεται
από τη Σάμο. Zει μόνιμα στο νησί και ασχολείται με τη δημοσιογραφία, το
ραδιόφωνο και τη λογοτεχνία. Κείμενά της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και
λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει πάρει πολλαπλά βραβεία για το λογοτεχνικό της έργο.
Η νενέ η Σμυρνιά, το πρώτο της μυθιστόρημα, έχει βραβευτεί με το βραβείο
IΠEKTΣI.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;