Σήμερα με
ξύπνησαν δυνατά κακαρίσματα. Μεγάλη ταραχή στην άκρη του χωραφιού που βρίσκεται
το κοτέτσι μας. Έτρεξα γρήγορα προς τα εκεί. Πίσω μου έτρεξε κι η μαμά.
«Μην πλησιάζεις!» φώναξε. «Μπορεί να τριγυρίζει εκεί το αγριόσκυλο».
Ξαφνικά, ακούστηκε μια κραυγή. «Κραά! Κραά!» Ένα πεινασμένο γεράκι στριφογύριζε
στον αέρα πάνω απ' το κοτέτσι. Έπαιρνε φόρα κι ορμούσε, αλλά το ράμφος του
χτυπούσε στο συρματόπλεγμα της περίφραξης. Όταν μας είδε, πέταξε ψηλά.
Στην καμαρούλα του κοτετσιού, μέσα μέσα στη γωνιά, κλώσησε
τ' αυγά της η κότα μας η Συρταρού. Την ονόμασε έτσι η γιαγιά γιατί έχει για
φωλιά ένα παλιό συρτάρι γεμάτο πριονίδι και άχυρο. Μέρες πολλές καθόταν στ'
αυγά της, σαν καλή κλωσσομάνα, με στοργή και υπομονή. Τώρα σκεπάζει με τα
πουπουλόφτερα της κοιλιάς της και τις πλατιές φτερούγες της τα μωροπούλια.
Είναι έντεκα. Τέσσερα καφετιά, πέντε άσπρα και δυο πετραδωτά, ασπρόμαυρα. Η
μαμά, όσο κλώσαγε η Συρταρού τ' αυγουλάκια της, έλεγε ένα τραγουδάκι, για
γούρι.
Κλώσσα, τα πουλιά δεν τα ‘βγαλες σωστά.
Σου' βαλα εικοσιένα και δεν μου ‘βγαλες κανένα.
Αλλά η Συρταρού μας τα έβγαλε όλα ολόγερα, γιατί έπιασε
το ξόρκι του τραγουδιού. Κι εγώ τραγουδούσα τη Συρταρού όταν πλάκωνε τ' αυγά
της ολομόναχη. Και της έλεγα στιχάκια που τα ‘βγαζε η γιαγιά απ' την κοιλιά
της. Γιατί οι γριούλες όλα απ' την κοιλιά τους τα βγάζουν και γεννούν τα
στιχάκια τους όπως τα παιδάκια τους.
Ε! κοτούλα διαλεχτή, κακαρίστρα, κουνιστή,
κάθισε στ' αυγά σου και στ' αυγουλοπουλά σου.
Μια κότα στρουμπουλή, μια κάτασπρη πουλάδα,
ζήλεψε το σταχτί πουλί, τ' άστεγο στη λιακάδα.
Πότε πότε βγάζω έξω τη Συρταρού και τα πουλάκια της, για
να τσιμπολογήσουν στο χωράφι. Την παρακολουθώ από κοντά. Αν την πλησιάσει
κάποιος, μπορεί και ν’ αγριέψει. Φοβάται μην της αρπάξει κάποιο απ' τα μωρά. Και
φουσκώνει και θυμώνει κλου-κλου-κλου, έτοιμη να χιμήξει. Αχ! όλες οι μαμάδες
του κόσμου ένα φόβο έχουν: Να μην πάθουν κάτι κακό τα μωροπούλια τους.
Ξημέρωσε ένα καινούργιο σήμερα και είμαι λυπημένος.
Άκουσα τον πατέρα να λέει πως τα πουλάκια μεγάλωσαν. Η Συρταρού σουλατσάρει στο
κοτέτσι, είναι λαίμαργη και πάχυνε πολύ. Ήρθε η ώρα της, να την κάνουμε σούπα. «Σωστά»,
είπε η γιαγιά. «Η παχιά και γριά κότα έχει το νοστιμότερο ζουμί».
Η Συρταρού δεν μπορεί να βγει απ' το κοτέτσι, να τρέξει
να σωθεί. Περπατάει και κουτσαίνει απ' το πάχος. Τι θλιβερό να είσαι φυλακισμένος
σ' ένα κοτετσόσυρμα και να μην περνάει απ' το μυαλό σου ότι σ' έχουνε εκεί για
να σε κάνουν σούπα αυγολέμονο με τα ίδια σου τ' αυγά!
Όμως σήμερα είναι ένα καινούργιο σήμερα. Μπήκα στο
κοτέτσι, με το κουβαδάκι μου γεμάτο καλαμπόκι. Με κύκλωσαν οι κότες, οι
πουλαδίτσες και τα κοκοράκια της Συρταρούς. Ήλθε κι εκείνη, συνάμενη κουνάμενη.
Την άρπαξα αγκαλιά κι άρχισα να τρέχω. Έφτασα σ' ένα φουντωτό ελαιώνα με κοντούλια
λιόδεντρα και την άφησα ελεύθερη. «Καλή τύχη» της είπα και τρέχανε τα μάτια
μου.
Γύρισα στο σπίτι. Όλα ήσυχα. Σε λίγο βράδιασε. Καληνύχτα.
Σήμερα είναι ένα καινούργιο σήμερα. Με ξύπνησε το
κουβεντολόι της μαμάς με τη γιαγιά. Μιλούσαν για τη Συρταρού.
«Ο μικρούλης μας θ' άφησε ανοιχτή τη πόρτα του κοτετσιού.»
«Και γιατί δεν βγήκανε και οι άλλες;»
«Καμιά φορά η πόρτα κλείνει μόνη της με τον αέρα.»
«Όχι. Την κλέψανε.»
«Μα ποιος; Ποιος τολμά να κάνει κάτι τέτοιο μέρα
μεσημέρι;»
Δεν σηκώθηκα απ' το κρεβάτι. Ξαπλωμένος βλέπω απ' το
παράθυρό μου ένα κομμάτι ουρανό. Ένα αεροπλάνο ακούγεται να περνά. Τώρα
ξεχωρίζω τη συννεφένια άσπρη του ουρά. Σκέφτομαι πως θα μπορούσα να ήμουν μέσα
με τη Συρταρού, σ' ένα καλάθι με ψάθινο καπάκι. Να την πήγαινα μακριά σ' έναν
κήπο με ζώα. Σ' ένα μέρος που σιχαίνονται να φάνε σούπα παχιάς γερασμένης
κότας.
Δέκα μέρες μετά, όλοι είχαν ξεχάσει τη Συρταρού, εκτός
από εμένα. Σήμερα είναι ένα καινούργιο σήμερα. Τι ξέχασε η μαμά και γυρίζει τρεχάτη
πίσω; Μήπως το καλαμπόκι; Μήπως το νερό;
«Γύρισε! Η Συρταρού μας ήλθε. Μόλις την έκλεισα στο
κοτέτσι.»
Πετάχτηκα έξω αστραπή. Έτρεξα στο κοτέτσι. Ήταν εκεί. Ήταν
πίσω απ' το σύρμα και σκάλιζε και τσιμπολογούσε, όπως πάντα.
«Χαζόκοτα!» της φώναξα. «Δεν είσαι άξια για τίποτα. Κι εγώ
που τραγουδούσα τη ζήλια σου για τη λευτεριά του σπουργιτιού στη λιακάδα!
Βλακόκοτα. Τί σου βρήκα και σ' αγάπησα!».
Το βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Την έβαζα λέει σ' ένα
πύραυλο μαζί μ' εκείνο το πιθηκάκι που το έστειλαν κάποτε στο διάστημα μόνο του
κι έγινε ήρωας για την αφοβιά και τη τόλμη του.
Ξύπνησα, και το καλοσκέφτηκα. Και τι πειράζει που είναι
χαζόκοτα η Συρταρού; Τάχα δεν μπορεί να γίνει μια βλακόκοτα η μοναδική ηρωίδα
της κατάδικής της ζωής;
Όταν έλθει η μέρα της κοτόσουπας με αυγολέμονο, εγώ θα
νηστέψω με ψωμί, ντομάτα και τσακιστές ελιές. Όπως κάνει η γιαγιά πριν τη
Πασχαλιά. Κι αν με ρωτήσουν, θα τους πω πως αυτό που τρώνε δεν είναι το ζουμί
της Συρταρούς και τα ψαχνά της. Η δική μου κότα σκαλίζει τώρα τα χέρσα χωράφια
του Φεγγαριού. Είναι μια κότα ηρωίδα. Τη βλέπω να κατεβαίνει απ' τον πύραυλο
στο Φεγγάρι χέρι χέρι με τον αστροναύτη πίθηκο.
Κάθε φορά που το φεγγάρι στέκεται πάνω απ' το τζάμι μου,
τραβάω την κουρτίνα και βλέπω κομμάτια χρυσού. Μικρά μικρά φεγγαρίσια σπυριά
καλαμποκιού. Καλή Όρεξη, Συρταρού! Καληνύχτα!
ΕΛΣΑ ΧΙΟΥ
H Έλσα Xίου κατάγεται
από τη Σάμο. Zει μόνιμα στο νησί και ασχολείται με τη δημοσιογραφία, το
ραδιόφωνο και τη λογοτεχνία. Κείμενά της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και
λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει πάρει πολλαπλά βραβεία για το λογοτεχνικό της έργο.
Η νενέ η Σμυρνιά, το πρώτο της μυθιστόρημα, έχει βραβευτεί με το βραβείο
IΠEKTΣI.
…
Την εικόνα έκανε ο Νίκος
Πολυχρονόπουλος.
Γεννήθηκα στις 13 Ιουλίου του 1992. Από μικρός μου άρεσε να πλάθω δικούς
μου κόσμους και να τους δίνω πνοή με τις ζωγραφιές μου. Δεν γνωρίζω αν οι
αληθινοί καλλιτέχνες με εκτιμούν, μα με έχουνε πάντα δίπλα στην πένα και το
πινέλο τους.
Ο Νίκος Πολυχρονόπουλος σπούδασε στο Τμήμα Εικαστικών κι Εφαρμοσμένων
Τεχνών στην όμορφη και πολύχρωμη Φλώρινα.
Πέρα από τη ζωγραφική, ασχολείται με εικονογραφήσεις βιβλίων.
• 2013 εικονογράφησε το
βιβλίο του Δημόκριτου Τσουκάπα «Του ουρανού τα παραμύθια», Εκδόσεις Ζήτη.
• 2014 εικονογράφησε το
βιβλίο της Γεωργίας Σταυριανέα «Στίλης Τριφύλης- Ταξίδι στον πλανήτη
Φις-Τι-Κιού», Εκδόσεις Φυλάτος.
• 2014 εικονογράφησε το
βιβλίο του Γιώργου Πολύδωρου «Ο καλύτερός μου φίλος», Εκδόσεις Φυλάτος.
• 2015 έγραψε και εικονογράφησε το βιβλίο
«Σταματίτιδα», Εκδόσεις Φυλάτος.
• 2015 εικονογράφησε το
Ημερολόγιο-Ανεκδοτολόγιο του Γιάννη Σερβετά «Ένα παιδί ακόμα μετράει τ’ άστρα»,
Εκδόσεις Ιανός.
• 2016 Εικονογράφησε το
εξώφυλλο και το εγχειρίδιο από το μουσικό CD «Δυόμιση χρόνια αργότερα» του
συγκροτήματος «Κακώς Πρέπει».
• 2016 Εικονογράφησε το
βιβλίο του Θεοφάνη Θεοφάνους: «Όσα φέρνει η ώρα στης ποίησης τη χώρα», Εκδόσεις
Άνεμος.
• 2017 Εικονογράφησε το
βιβλίο του Γιάννη Μύρτση: «Η πέτρα της τύχης», Εκδόσεις Φυλάτος.
Μόνιμος συνεργάτης της λογοτεχνικής στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» της
Γιώτας Κοτσαύτη και του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Book Tour.
Το 2014 ολοκλήρωσε με επιτυχία τη Διευρυμένη Πρακτική Άσκηση στο 2ο
Δημοτικό Σχολείο Φλώρινας.
E-mail επικοινωνίας: eaglehead73@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;